Εκείνος δεν ψεύδεται.

Στέλνει πάντα πίσω

πιστά την εικόνα της:

Με κοτσιδάκια στην αρχή πιασμένα ψηλά,

ξαναμμένα μάγουλα

και ίχνη από κραγιόν της μαμάς

ανάκατα με άχνα

κολλημένα πάνω του.

 

Κι ύστερα, αβέβαιη της εφηβείας

φιλαρέσκεια,

σχολαστικό μακιγιάζ

και μια τελευταία κλεφτή ματιά

επιβεβαίωσης,

πριν από την πρώτη κρίσιμη έξοδο.

(Αργότερα, πολύ αργότερα θα νιώσει

τη γοητεία της ανεπιτήδευτης ομορφιάς

χωρίς περιττά ψιμύθια…).

Κι έπειτα

μαργαριτάρι σ’ αλαβάστρινο λαιμό,

ροδόχρους συστολή κρυμμένη σε πέπλο,

γαϊτάνι του φρυδιού περήφανο

σε μέτωπο ολοφώτεινο

λεμονανθούς περιζωμένο.

Και στις βαθιές κοιλάδες των ματιών

ρευστή, μακάρια προσμονή

γαμήλιας ευτυχίας.

 

Και μετά οι νεοσσοί…

Τα παιχνίδια αναγνώρισης

των δικών τους ειδώλων

πάνω στη στιλπνή επιφάνεια.

Μια ατέρμονη

ολοζωής

αναζήτηση του εαυτού

στα μάτια των άλλων,

της αντανάκλασής του

σε κάτοπτρα κάθε λογής.

 

Εκείνος τής επιστρέφει πια την εικόνα της

με γκρίζες ανταύγειες στο φως.

Οι ρυτίδες της

σημάδια αλάθητα

πως πρόλαβε κι έζησε,

πως γέλασε κι έκλαψε πολύ.

Δεν ήτανε ποτέ της παγωμένη μάσκα.

Νίκες και ήττες,

χαρές κι απώλειες

ακριβοδίκαια μοιρασμένες.

Ήρεμη επίγνωση.

Νηφάλια αποδοχή

του κύκλου:

της γέμισης και της λίγωσης….

 

Εκείνη τώρα θα ’ξερε πως πέρασε

μια πλέρια,νοικοκυρεμένη ζωή,

αν αναγνώριζε

την ξένη κυρία

που στέκει ακριβώς απέναντι

και την κοιτά με τρόμο

απ’ τον καθρέφτη

στον οίκο ευγηρίας…