Τοιχογραφία εποχής σε μεστό ποιητικό λόγο

 

Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος στην δέκατη τρίτη ποιητική συλλογή του με τίτλοΈθνος εξαιρετικά (2023) από τις εκδόσεις Περισπωμένη, πιστός στην βαθιά σύνδεσή του με την νεοελληνική λαϊκή παράδοση και την ελληνική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, μας παραδίδει μία ποιητική σύνθεση-ελεγεία για την αθέατη πλευρά της ιστορίας της χώρας των τελευταίων εκατό ετών. Ενώ η επίσημη ιστορία επικεντρώνεται στα μεγάλα γεγονότα και τα επιφανή πρόσωπα, οι ανώνυμοι λαϊκοί άνθρωποι, οι οποίοι είναι εκείνοι που, στην ουσία, την δημιουργούν, υποστηρίζουν τα οράματα των σπουδαίων ιστορικών φιγούρων και υφίστανται την πλειονότητα των θετικών ή αρνητικών συνεπειών των αποφάσεών τους.

Η εικόνα της πρώτης στροφής της συλλογής αναδύεται μέσα από τους καπνούς των τσιγάρων και την παγωνιά της μοναξιάς, το τσιγάρο του στρατιώτη που τον συνόδευε σε κάθε περίσταση:

Με Έθνος εξαιρετικά και Σέρτικα Λαμίας

νύχτες και νύχτες άκουγε μόνος στο παραγώνι

την γλώσσα της φωτιάς…

Ο καπνός αποτελούσε αγαπημένη συνήθεια και παρηγοριά των ανθρώπων ως τα τέλη σχεδόν του 20ού αιώνα. Έθνος ονομαζόταν, εξάλλου και η μάρκα τσιγάρων που κάπνιζαν οι Έλληνες της εποχής εκείνης. Η μοναξιά του ανθρώπου απέναντι στην μοίρα και στις κακοτοπιές της ζωής, επίσης,  συνιστά παγιωμένο  μοτίβο της παραδοσιακής και της  κλασικής ποίησης του περασμένου αιώνα.

Λίγο παρακάτω αναδύονται οδυνηρές ιστορικές μνήμες του νεότερου ελληνισμού, οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-1913), ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918, η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο το 1917), η Μικρασιατική περιπέτεια  (1919-1922), που οι απλοί πολίτες συνεισέφεραν  τα μέγιστα και υπέστησαν ανυπολόγιστες απώλειες:

Ποιος έχασε αδερφοποιτό στα φοβερά τελώνια;

από Μπιζάνι-Εσκί Σεχίρ, στρατιώτης δέκα χρόνια

κι ύστερα της σιωπής σπορηάς, του πόνου τρυγητής.

Η Μικρασιατική εκστρατεία επανέρχεται πολλές φορές σε αρκετά μέρη του Έθνους εξαιρετικά. Όπως δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα Εστία της Κυριακής (24.01.2024) ο ποιητής, το θέμα τον αγγίζει ιδιαίτερα έχοντας μεγαλώσει δίπλα σε Μικρασιάτες πρόσφυγες που νοσταλγούσαν τις πατρίδες τους, λόγω συγγενικών δεσμών και με την μνήμη προγόνων που πολέμησαν σε μικρασιατικό έδαφος:

Ἡ γυναίκα μου εἶναιΜικρασιάτισαἀπότήν Καππαδοκία, οἱπαπποῦδες της, πού τούς πρόλαβα, εἶχαν λειτουργικά βιβλία ὡς Χριστιανοί καίΚρυπτοχριστιανοίςτήν τουρκική γλώσσα, ἦταν δηλαδή καραμανλῆδες. ἈληθέστερουςἝλληνεςἀπόαὐτούςδέν συνάντησα στήν ζωή μου.

[…]

Ὁ παππούς μου χάθηκε στήν Μικρά Ἀσία, εἶχαὅμως τούς συνομηλίκους του, τά λεγόμενα «παιδιά τῆς κλάσης τοῦ ‘20», νάμέπαραμυθοῦνμέτίς διηγήσεις τους.

Ο πόνος και η μνήμη των νεκρών των πολεμικών συγκρούσεων του πρώτου μισού του 20ού αιώνα καθόρισε την δημόσια και ιδιωτική ζωή της ελληνικής κοινωνίας και εξωτερικά και υποδόρια. Ο ποιητής επανέρχεται πολύ συχνά στην ενθύμησή τους κατά την διάρκεια της σύνθεσής του αποτυπώνοντας την θλίψη και τον καημό των δικών τους ανθρώπων, που πολύ συχνά περιέπιπταν σε μεγάλη ένδεια με τον χαμό τους και στερούνταν την δυνατότητα να δουν τους νέους αυτούς άνδρες να εκπληρώνουν το πεπρωμένο τους. Και κάποτε οι γενιές των αδικοχαμένων νέων να σμίγουν:

Τον αποθέσαμε τον γιο σου στην αγκαλιά σου. στον τάφο σας στο κοιμητήρι του Αγιο-Κωνσταντίνου. Έσμιξε η Μικρασία με τον Ταΰγετο. Το ’22 με το ’44.

Στην μεταπολεμική Ελλάδα η ζωή των ανθρώπων στοιχειώνεται από τον επονείδιστο Εμφύλιο πόλεμο (1945-1949), την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης χώρας, την αβάσταχτη φτώχια που συνεπαγόταν μετανάστευση και ξενιτιά.  Πλάι στις παλιές, πικρές αναμνήσεις συνεχίζεται ο καθημερινός αγώνας για την επιβίωση, οι προσδοκίες εξακολουθούν να διαψεύδονται, τα γράμματα από τα ξένα να καταφτάνουν:

Σάββατο, τρίτο λάλημα του πετεινού

αχάραγο, με τηλεγράφημα, ήρθε το μαντάτο.

Πώς το καράβι βύθισε

και το παιδί του εχάθη.

Ανάψανε τις λάμπες, κλάματα βουβά

της Μάνας πνιχτό βέλασμα. 

Η σύγχρονη Ελλάδα του νεοπλουτισμού, της επιδειξιομανίας και της τελικής κατάρρευσης αυτής της επιφανειακής εικόνας αποτυπώνεται από τον Κοσμόπουλο σε γνώριμα στιγμιότυπα, βιωμένα και πάντα προικονομούντα την βραχύβια και εφήμερη διάρκειά τους με το λαμπρό παρελθόν, εριστικό και απαιτητικό, να ζητά επιτακτικά την εξιλέωσή του:

Σκυλάδικα της Εθνικής οδό

στην νύχτα λαμπερά και στην ομίχλη

σαν φάροι στης φουρτούνας την αχλύ.

Περνώ κρατώντας λήκυθο σποδού.

Η χώρα γίνεται τόπος υποδοχής άλλων δυστυχισμένων οικονομικών μεταναστών και προσφύγων με την απατηλή πεποίθηση πως τώρα πια ανήκει εξ ολοκλήρου στην Δύση και θα απολαμβάνει εις το διηνεκές ανάλογα υψηλό βιοτικό επίπεδο:

Φλώρινα, Γιαννιτσὰ κι Αμφιλοχία

Ρωσίδες φέρνουνε, Ουκρανές, Ρουμάνες

ξανθὲς σειρήνες, έρημες και πλάνες.

[…]

Βαλκανικὴ πατρίδα ερωτευμένη

μεευρωπαίων μόδιστρων μοντελάκια

ζητιάνα διασκεδάζεις μεθυσμένη

των τουριστώντα στίφη στασοκκάκια.                     

Με λόγο βαθιά ζυμωμένο μέσα στην ελληνική παράδοση και την νεοελληνική κλασική λογοτεχνία, ο Δημήτρης Κοσμόπουλος αποτίνει φόρο τιμής και τελεί ποιητικό μνημόσυνο των ανώνυμων Ελλήνων του πρόσφατου παρελθόντος που μέσω των δυσκολιών της καθημερινότητας, την φτώχια και τις θυσίες στο δικό τους παρόν για το μέλλον των επερχόμενων γενεών στήριξαν την χώρα και κράτησαν όρθιο τον κοινωνικό και πνευματικό ιστό της σε περιόδους κρίσεων και εθνικών κινδύνων που απειλούσαν την εθνική της υπόσταση. Η σύνθεση είναι γραμμένη σε έμμετρο στίχο, ο οποίος συνδυάζει αρμονικά την παράδοση με τις κατακτήσεις του ελεύθερου στίχου, όπως αποδόθηκε από τους σημαντικούς Έλληνες μοντερνιστές ποιητές.Η ιστορία ισούται με την μνήμη και αν κανείς αποκοπεί από τις ρίζες του είναι σαν να μην έχει, σχεδόν, λόγο ύπαρξης. Το παρόν πορεύεται μαζί με το παρελθόν σε μια ουσιαστική σχέση αλληλεπίδρασης σε επίπεδο γλώσσας, μέτρου και νοημάτων δικαιώνοντας και αναδεικνύοντας την εσωτερική ενότητα που διακρίνει κάθε άρτιο έργο λόγου και τέχνης.