Δεν θα υπάρξει ιδανικότερη εποχή να γράψεις

συνδιαλεγόμενος με τη μύγα μέσα στο ποτήρι

(ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ)

 

 

Στην τρίτη προσωπική συλλογή του Σάββα Λαζαρίδη Κολάζ Πορνογραφίας (εκδ. ΑΩ,2023) έχουμε όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν την τεχνική ενός κολάζ όπως αναφέρεται και στον τίτλο της συλλογής. Μιας τεχνικής που θεωρείται άμεσο μέσο έκφρασης αφού οπτικοποιεί το μήνυμα συνθέτοντας θραύσματα της πραγματικότητας, δημιουργώντας παράλληλα μαζί με την ποίηση δύο διαστάσεις (εικόνα, γραπτός λόγος) για τη μεταφορά του μηνύματος στον αναγνώστη. Εικόνες με ετερόκλητα στοιχεία αλλά και οικείες εικόνες, στιχουργικές συνθέσεις με γοργή εναλλαγή που πέρα από την κριτική σκέψη προσδίδουν κι ένα θεματογραφικό σκηνικό αναδεικνύοντας τα πιο ταπεινά ένστικτα του ανθρώπινου νου και υπονομεύοντας κάθε θόρυβο ή αφήγημα της σημερινής ενημέρωσης που παρεκτρέπεται από την ουσία των πραγμάτων.

Από την άλλη, η περιγραφή-αναπαράσταση εικόνων στα 27 ποιήματα της συλλογής με πυρήνα την επίδραση και τη διεργασία του εξωτερικού βιώματος που βρίσκει θέση στο εσωτερικό περιβάλλον του ποιητή, έχει κανείς την αίσθηση πως εγκιβωτίζει σε κάθε ποίημα μικρότερα άλλα κολάζ.

 

Ο Λαζαρίδης με μια προσεχτική ενατένιση όλων εκείνων που συγκροτούν τη ζωή στο σύνολό της προβάλλει τα πράγματα όπως του υπαγορεύει η συνείδησή του, με διαπλάτυνση της εσωτερικής σκέψης, με οξεία ματιά, με πυκνότητα έκφρασης και εξαιρετικής καθαρότητας στις λεπτομέρειες.«Ψάχνοντας λύσεις εξαιρετικά πολύπλοκες, μάρτυρας του πιο απαίσιου εγκλήματος»και συνάμα αναλώσιμος, μέσα σ’ένα αδηφάγο σύνολο, στο τέλος αρκείται σε μια σιωπηλή πορεία διαπιστώσεων αλλά και διαψεύσεωνστην τακτοποιημένη και κακοφορμισμένη κατά τ’ άλλα πόλη του.

Για τον Λαζαρίδη είναι ολοφάνερο ο ποιητής να ενστερνίζεται αυτό που ο Πεσσόα έλεγε«το εσωτερικό μέρος αυτού που ακούμε».Μιας εσωτερικότητας που πολλές φορές μοιάζει αλάνθαστη μπροστά στο συγκεχυμένο της πραγματικότητας. Μιας επανατοποθέτησης μέσα στον κόσμο που σήμερα μοιάζει όσο ποτέ άλλοτε επιτακτική ανάγκη για μια συνέχεια που θα αφήσει το υγιές αποτύπωμά της.

Ο ποιητής-περιηγητής λοιπόν αποθησαυρίζει τα μικρά και τα μεγάλαμέσα σ΄έναν ασφυκτικά πολυπληθή αστικό ιστό, ξεκομμένος απότην παρουσία του ανθρώπινου πλήθους, εμμένοντας στο εσωτερικό του τοπίο και «σε κάθε λόγο που δεν είναι μόνο θόρυβος», εμβαθύνοντας ουσιαστικότερα στη παρακμιακή ζωή της ανθρώπινης οντότητας σε όποια εποχή κι αν βιώνεται αυτή.

Είναι ο παρατηρητής που εποπτεύει την πραγματικότητα και ο δημιουργός που απολογείται κάποτε για την απραξία του«γνωρίζοντας πως δεν μπορεί να κάνει κάτι παραπάνω από μια αθώα ενατένιση ηλιοβασιλέματος» ή το τελευταίο του τσιγάρο, «οχτώ με εννιά δίπλα σε ξινισμένα δελτία ειδήσεων»˙μια πρόσκαιρη αδυναμία κίνησης, παρόλα αυτά σε κατάσταση απόλυτης συνειδητότητας και αντίληψης της μεγάλης εικόνας που έντεχνα αποκρύπτεται.

[…] Ο σκοτεινός τρόπος δυσκολεύει τη θέαση / διαμορφώνοντας μια στάση ελάχιστα πολιτική.[…]στην τηλεόραση συνταγές πολιτικών/ ανάλατες όσα τα υπολείμματα φόβων […]Έτσι, διδάσκομαι/ μέσα από δελτία ειδήσεων να εστιάζω/ σε ειδοποιήσεις έκτακτων φαινομένων.

 

Μέσα στην τόση σημαντική ασημαντότητα του σήμερα που μας δίνεται, και έχοντας επίγνωση πως η επιφάνεια των πραγμάτων κρύβει πολλές φορές το βάθος τους

«Ευτυχώς που η ποίηση θα βλέπει πάντα/ περισσότερα από όσα αντέχουν οι αισθήσεις», αφήνεται στα πράγματα ως έχουν, βιώνοντας τον ποιητικό του προσανατολισμό, ιεραρχώντας κατά κάποιον τρόπο τα συναισθήματά πάνω σ΄αυτήν την εσωτερική κίνηση που τροφοδοτείται από τις πιο λεπτές παρατηρήσεις και τα φωτογραφικά στιγμιότυπα των γεγονότων, αφού κάθε άλλη ενέργεια για κίνηση γύρω του έχει σταματήσει,«Έτσι, αγκυλωμένοι στο μηδέν, αλλά ανίκανοι/ να κυκλώσουμε το νόημα των πραγμάτων».

 

Η αναφορά ίσως στα ίδια πράγματα με προγενέστερους ποιητές που έχουν επιδράσει στην ιδιοσυγκρασία του γίνεται κάτω από ένα διαφορετικό πρίσμα με νέους ήχους. Η διαβίωση στην ποιητική πόλη των στίχων του Λαζαρίδη, με τους ετοιμόρροπους τοίχους των κτιρίων, τις φωτεινές βιτρίνες και τον πνιχτό αέρα, τις στοχαστικές προσόψεις της εσωτερικότητάς του από την αρχή έως το τέλος της συλλογής, κλιμακώνεται μ’ έναν σταθερό διασκελισμό στη συλλογή. Μέσα από πάρκα και ακριβά εστιατόρια, διερχόμενα αυτοκίνητα και ανθρώπους, νωχελικούς ουρανούς και ανθισμένες στιγμές, ο ποιητής κοιτάζει αυτόν τον κόσμο που του πέφτει στενός και ψεύτικος, στριμωγμένος ανάμεσα σε διάφορα καλούπια αρνούμενος πεισματικά να τα φορέσει, προσανατολισμένος πάντα μέσα την αυτοαναφορικότητα τη διέξοδο προς μια«αγνοημένης τόσα χρόνια ποιητικής τέχνης».

 

Ποίηση με στοιχεία πρόζας, μια εικονιστική αποτύπωση της ζωής, καταφέρνει να κάνει το προσωπικό βίωμα οικουμενικό και αντικείμενο περίσκεψης. Ποιήματα που προβάλλουν αρκετά συχνά, ως αντιστάθμισμα, με λεπτομέρεια ένα γεγονός και μέσα απ΄αυτόκαθρεφτίζουν την καθολική γενίκευση των πραγμάτων. Ο ποιητής φαίνεται να αναγνωρίζει πως για μια πάθηση εντέλει η μόνη θεραπεία είναι η αναγνώρισή της. Τα ποιήματα αθροιστικά δημιουργούν ένα συνταίριασμα διαφόρων μοτίβων αντανακλώντας το πρωταρχικό γυμνό τοπίο. Ένα ποιητικό τοπίο τουλάχιστον που δημιουργεί αντιπερισπασμό σε κάθε είδους εθισμό που απομακρύνεται από το ανθρώπινο συναίσθημα. Σε μια άκρως πορνογραφική εποχή—και εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο συνθετικό του τίτλου της συλλογής, που σαν κύρια  λειτουργία της έχει την αναζήτηση της ευχαρίστησης με αίσθηση κενότητας και σύγχυσης «μια εκπληκτική αδιαφορία του τι συμβαίνει στον κόσμο», σε μια εποχή που ο εθισμός στην συνεχή ηδονή κακών ειδήσεων σε βάρος όλων των άλλων λειτουργιών προκαλεί τον αφανισμό κάθε ηθικής πρότασης. Σ΄ένα σύστημα ανισότιμο για τους πολλούς που συμβάλλει στην μη αντιμετώπιση των πραγμάτων αλλά στη κάλυψή τους. Εθισμός σε έναν συνεχή ευτελισμό, στις ακριβείς λεπτομέρειες της βίας που οδηγούν στον απανθρωπισμό κάθε συναισθήματος. Η παρακμή και η ιδιοτέλεια που δεν παράγουν κανένα είδος πολιτισμού και μια στείρα διανόηση κάποτε που εκμηδενίζει και την παραμικρή υγιή σκέψη«μέσα στα γραφεία μας, επαρκώς εκπαιδευμένοι/ σε μια νέα τάξη των πραγμάτων».

 

Διαθέτοντας ποικιλία εναλλασσόμενων εικόνων, «μια αδιόρατη ποίηση δίχως λέξεις»,ο Λαζαρίδης διαφεύγει του κινδύνου να γίνει επαναλήψιμος και μονότονος. Περιδιαβάζει τις γκρίζες πλάκες των κακοφτιαγμένων πεζοδρομίωνκαι διερωτάται: εμείς τι περιμένουμε εδώ […] αν όχι να γλιστρήσουμε σε κακοφτιαγμένα πεζοδρόμια/ τσακίζοντας το όνομά μας στον πνιχτό αέρα της πόλης/ με μια συνήθεια πτώσης; Με λεπτή ειρωνεία καταδεικνύει την κοινωνική διάβρωση στην οποία έχουμε επέλθει αποτυπώνοντας μια καθολική απογοήτευση για το παρόν. Μία ανατομία της καθημερινότητας δοσμένη με υπαινιγμούς καικυνισμό ενίοτε όπως το απαιτούν πλέον και οι περιστάσεις.«Πρέπει να το λάβουμε υπόψη πως σε λίγες μέρες/ όλα θα μοιάζουν με κάτι άλλο καθώς συζητήσεις/ για την τέχνη ή την κλιματική αλλαγή/ θα κολλούν στις φλούδες από φιστίκια». Ποίηση όμως που δεν απαρνείται την ελπίδα κι ας μην εξαρτώνται τελικά όλα από εμάς. Το κάλεσμα για δράση από τον ποιητή μοιάζει αδύνατο χωρίς την πίστη της ελπίδας που στέκει και ως μια ιδέα απόδρασης. Άλλωστε όπως γράφει και ο ίδιος οι σκιές επινοούν όλες τις ανεκπλήρωτες ελπίδες. Μια πίστη που για τον Λαζαρίδη δεν είναι μια ονειρο-πώληση. Μπορεί οι πιθανότητες σε τούτους τους καιρούς για μια κάποια μεταστροφή να έχουν ελαχιστοποιηθεί«γαντζωνόμαστε σ΄ένα αμυδρό φως»,αλλά στέκονται το τελευταίο καταφύγιο για τη μικρότητά μας˙«τα κολιμπρί ταξιδεύουν μέσα στη νύχτα», γράφει. Και ο ποιητής, ένα μικρό κολιμπρί όπως σ΄ έναν μύθο της Αμερικής, δίνει τη δική του προσωπική μάχη χωρίς ίχνος υποκρισίας και επίπλαστης γραφής, μια σταγόνα νερού που του αναλογεί, για να σβήσει την μεγάλη φωτιά στο δάσος.