Οδύσσεια, Ερωτόκριτος, Παπαδιαμάντης, Βρεττάκος, Ρίτσος, Αναγνωστάκης, Λειβαδίτης, Βάρναλης, Γκόρπας, Ελευθερίου, Καμπανέλλης, Μάτεσις, Χατζιδάκις, Μποστ, Αλκαίος, Τριπολίτης, Αλεξίου, Βιτάλη, Σιδηρόπουλος, Κραουνάκης, Μπρεχτ, και ο πολιτικός στίχος. 

 

**************************************************************************************************

 

«Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει– Ο μελοποιημένος Μανόλης Αναγνωστάκης»

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

 

[…[ Στα 1973-74  ο Θεοδωράκης βρισκόμενος στο Παρίσι και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, κυρίως όμως στο Ντουμπρόβνικ, για τις ανάγκες σύνθεσης μουσικής για την ταινία «Battle of Sutjeska», με πρωταγωνιστή τον Ρίτσαρντ Μπάρτον, γράφει τα τραγούδια για τον δίσκο 33΄ στροφών «Μπαλάντες» σε ποίηση Αναγνωστάκη, ο οποίος ηχογραφήθηκε το 1975 με ερμηνευτές την δεκαοχτάχρονη τότε και άρτι αφιχθείσα από την Μόσχα, Μαργαρίτα Ζορμπαλά και τον σταθερό του συνεργάτη, Πέτρο Πανδή. Θυμάται ο Θεοδωράκης (8):

Γύρω στα 1972, πάλι όταν ήμουν στο Παρίσι, ο Αναγνωστάκη μού έστειλε έναν νέο κύκλο ποιημάτων, τη “Λερναία Ύδρα”, που – από ό,τι σημείωνε στο γράμμα του – τον έγραψε για μένα.  Ήταν υπογραμμισμένος ο στίχος “Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις…” και, δίπλα στο ποίημα, η σημείωση “Σε αφορούν”. Το είχε καταλάβει και ήθελε να μου το πει:  ότι, γυρνώντας στην Ελλάδα, μετά τη δικτατορία, όλα θα είχαν αλλάξει και τίποτα δεν θα ήταν, όπως πριν τη χούντα. Έγραψα τη μουσική για τα ποιήματα αυτά, που αργότερα κυκλοφόρησαν σε δίσκο, με τον τίτλο “Μπαλάντες”.

Τα εννέα μελοποιημένα ποιήματα, «Το ναυάγιο», «Δρόμοι παλιοί», «Κάτω απ’ τα ρούχα μου», «Χαρά χαρά», «Οι στίχοι αυτοί», «Μες στην κλειστή μοναξιά μου», «Και περνούσανε τα τραμ», «Όλα έχουν αποδελτιωθεί», «Όταν μιαν άνοιξη» δημιουργούν έναν από τους σημαντικότερους δίσκους της ελληνικής δισκογραφίας και από τους πιο αγαπημένους του συνθέτη. Σημειώνει δε στο κρυπτογραφικό του κείμενο –το οποίο έμμεσα αναφέρει τον υπόγειο «πρωταγωνιστή» αυτών των τραγουδιών, τη ζωή, το μαρτύριο και το θάνατο ενός ήρωα του Εμφυλίου με το όνομα «Μάκης»- που συνόδευε την έκδοση:

ΣΥΝΤΟΜΟ ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ του συνθέτη ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΦΟΡΜΑΣ Μπαλάντα ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΑΘΕΡΑ στην αρνητική της ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ

Αυτό το τραγούδι κανείς δεν το ξέρει. Ο Μάκης πέθανε, ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ. Το σώμα του διαλύθηκε και στο αγαπημένο του νεκροταφείο υπάρχει μόνο κενοτάφιο ΜΕ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ. Εγώ έμεινα ΖΩΝΤΑΝΟΣ, τότε ακόμα που νόμιζα πως ήμουν πεθαμένος κι αν έβλεπα κιόλας όνειρο σαν τους νεκρούς ήμουν και τότε ζωντανός. Μάνα σε λίγο θα πεθάνω. ΘΑ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΟΥΝ και ζητάω σαν τους ηρωικούς προγόνους πριν πάνε στη μάχη, να πλυθώ, να πεθάνω ΚΑΘΑΡΟΣ. Δεν της είπα όμως της δόλιας την ΑΛΗΘΕΙΑ μόνο της αποκρίθηκα: έχω μέρες να πλυθώ κι όλο το κορμί μου με τρώει, ίσως να ‘χω και ΨΕΙΡΕΣ. Έβαλε λοιπόν τα ντζεντζερικά της στη φωτιά κι όταν ετοιμάστηκε το νερό πλύθηκα με μεγάλη προσοχή, άλλαξα ΡΟΥΧΑ μόνο δεν πασαλείφτηκα με μυρωδικά σαν τέλειος ΑΧΙΛΛΕΑΣ. Ήξερα πως πάω για θάνατο κι η σκέψη με γέμιζε ΗΔΟΝΗ. Γιατί «αυτός ο θάνατος» ήταν η τελική μου απάντηση προς τους ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ  σ’ όλους όσους εμπιστεύτηκα κι αυτοί με πλήγωσαν βαθιά, απαίσια, ΒΡΩΜΙΚΑ, σ’ όλους όσοι με ΠΡΟΔΩΣΑΝ κι είναι γνωστό ότι ο Μάκης  έπεσε πάνω σε ΝΑΡΚΗ το 1948 στον ΕΜΦΥΛΙΟ κι έγινε ψιλή ΒΡΟΧΗ. Ξανάπεσε στο χώμα που τον ήπιε. Τώρα τι έπρεπε να γίνει; ΕΠΡΕΠΕ να γίνει η μεγάλη στροφή, μια πορεία αντίστροφη μέσα στο χρόνο. ΕΠΡΕΠΕ ν’ αρχίσουν να πέφτουν κεραυνοί που, όταν άστραφταν στον κατάμαυρο ουρανό του ΔΕΚΕΜΒΡΗ, μια πρωτάκουστη μελωδία περνούσε από τη σπονδυλική μου στήλη στα δάχτυλα και το δωμάτιο γέμιζε ηχητικούς σταλακτίτες. ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ αληθινό με νεράιδες, πουλιά και κρεμάμενα νερά, έμοιαζε η μουσική μου εκείνου του ΚΑΙΡΟΥ. Γι’ αυτό και δεν την έγραψα μα την άφηνα σαν πουλί να πετά ελεύθερα και να ΧΑΝΕΤΑΙ πίσω από τις φυλλωσιές της λήθης .

Πεδίον του Άρεως. ΗΜΕΡΑ Χ.  

Η φωνή της Ζορμπαλά πιο ώριμη από τη φυσική της ηλικία, αλλά με την αθωότητα και την αισθαντικότητα των χρόνων της, τονίζει το λυγμικό των μελωδιών του Θεοδωράκη λειτουργώντας αντιστικτικά στον επικό τονισμό του Πανδή. Η κατά βάση «έγχορδη» ενορχήστρωση  με το τσέλο, το κοντραμπάσο, το φλάουτο και το όμποε επιτείνουν αυτό το κιαροσκούρο ή αλλιώς την α λα Καραβάτζιο φωτοσκίαση των νοημάτων που χαρακτηρίζουν την ποιητική του Αναγνωστάκη. Το αποτέλεσμα, εννέα τρυφερές, σοβαρές και μελαγχολικές μουσικές ελεγείες για τη ματαιότητα, τις διαψεύσεις, τη μοναξιά, την επίγνωση, τη «χαμένη γενιά», τον γυρισμό. Το τραγούδι που κέρδισε τη διαχρονική αγάπη του κοινού είναι το  «Δρόμοι παλιοί» (από την ποιητική ενότητα «Πέντε μικρά θέματα» -όπως και τα «Κάτω απ’ τα ρούχα μου» και «Χαρά χαρά»- του βιβλίου «Εποχές») το μουσικό θέμα του οποίου είχε πρωτοακουστεί στην κλασική πια κινηματογραφική ταινία «Serpico», 1973, του Σίντεϊ Λουμέτ,  η ταινία που καθιέρωσε τον Αλ Πατσίνo. Έκτοτε οι ηχογραφήσεις του τραγουδιού και οι ερμηνευτές του, αμέτρητοι. Ενδεικτικά αναφέρω τους Γιώργο Νταλάρα, Μανώλη Μητσιά, Νένα Βενετσάνου, Γιάννη Πάριο, Μάριο Φραγκούλη κ.ά. Το 2004 ο Σταύρος Ξαρχάκος ενορχήστρωσε ξανά όλες τις «Μπαλάντες» με καινούριες ερμηνείες του Πανδή και της Μαρίας Φαραντούρη και με την Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής.  Ο Θεοδωράκης σημειώνει στο ένθετο του δίσκου:

Κι εδώ τα αποτελέσματα της δουλειάς του είναι εντυπωσιακά και αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά πόσο καλά κατέχει την τέχνη της ενορχήστρωσης, ειδικά στο χώρο της ελληνικής μουσικής, δίνοντας στα έργα καινούριες διαστάσεις: νέα ηχητικά χρώματα, πολλαπλές ιδιοφυείς συζεύξεις οργάνων και πλήθος από ρυθμικές παραλλαγές που προσφέρουν νέες διαστάσεις, κυρίως εσωτερικές, που κάνουν το έργο κλασικού επιπέδου και πρότυπο στο χώρο της μουσικής σε διεθνές επίπεδο.

 

*****************************************************************************************

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

 

Τι είναι αυτό που μπορεί να ενώσει έναν κατεξοχήν ποιητή, όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, με έναν καθαρόαιμο φύσει και θέσει ροκ δημιουργό, όπως ο Παύλος Σιδηρόπουλος; Τι κοινό μπορεί να έχουν ένας αναγνωρισμένος θεατρικός συγγραφέας, όπως ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, με μια λαοφιλή λαϊκή τραγουδίστρια, όπως η Ελένη Βιτάλη; Πάνω σε ποιον κοινό κώδικα «συνομιλούν» ένας εμπνευσμένος γελοιογράφος, όπως ο Μποστ, και ένας αναγεννησιακός καλλιτέχνης, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις; Πού μπορούν να διασταυρωθούν συνθέτες διαφορετικής γενιάς, αισθητικής και τεχνοτροπίας και να μελοποιήσουν λογοτέχνες και ποιητές, επίσης διαφορετικής εποχής και σχολής, όπως ο Όμηρος, ο Βιτσέντζος Κορνάρος, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Κώστας Βάρναλης, ο Μανόλης Αναγνωστάκης και ο Μπέρτολτ Μπρεχτ; Κάτω από ποια μουσικολογική σκέπη μπορούν να συνυπάρξουν ετερογενείς δημιουργοί, όπως  ο Μάνος Ελευθερίου, ο Κώστας Τριπολίτης, ο Παύλος Μάτεσις, ο Θωμάς Γκόρπας, ο Άλκης Αλκαίος, η Χάρις Αλεξίου και ο Σταμάτης Κραουνάκης; H απάντηση είναι μία. Ο Λόγος. Αυτή η δημιουργική ιδιοφωνία, η οποία προίκισε και συνεχίζει να προικίζει το ελληνικό τραγούδι συνεισφέροντας τα μέγιστα στο νεοελληνικό πολιτισμό με αυτή την αξιοσημείωτη ομοιομορφία μέσα από τη διαφορετικότητά της. […]

Η προσέγγιση των έργων που παρουσιάζονται στο βιβλίο βασίστηκε σε έναν διπλό μεθοδολογικό άξονα. Από τη μια πλευρά, όσον αφορά τη μελέτη του στιχουργικού λόγου των δημιουργών, εφαρμόστηκε η αρχή της «ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου», μιαν ερευνητική μέθοδος για την υποκειμενική ερμηνεία του περιεχομένου των στοιχείων κειμένων, μέσω της συστηματικής διαδικασίας επεξεργασίας, ταξινόμησης και αναγνώρισης των θεμάτων, των μοτίβων λόγου και των τεχνοτροπιών, διαχρονικά και συγχρονικά. Από την άλλη πλευρά, χρησιμοποιήθηκε η μουσικολογική-δημοσιογραφική έρευνα (αρθρογραφία, βιβλιογραφία, δισκογραφία, συνεντεύξεις) στις μελέτες που αφορούν την  παρουσία των μελοποιημένων κειμένων στην ελληνική δισκογραφία (με ορατό πάντα τον κίνδυνο παραλείψεων εξαιτίας του αχανούς και  πολλάκις αταξινόμητου δισκογραφικού υλικού). Ωστόσο και στις δυο περιπτώσεις η δυνατότητα που προσφέρει το διαδίκτυο, ως εργαλείο αναζήτησης και αποθήκευσης των δισκογραφικών καταγραφών, αποτελεί ένα λειτουργικό και συμπληρωματικό βοήθημα για τον αναγνώστη, ο οποίος παράλληλα με την ανάγνωση των κειμένων, έχει τη δυνατότητα πέραν της προσωπικής του δισκοθήκης, να αναζητήσει και να ακούσει εύκολα, γρήγορα και δωρεάν –μελανό σημείο των καιρών…- ολόκληρους δίσκους και μεμονωμένα τραγούδια από όλο το φάσμα της δισκογραφίας αποκτώντας έτσι μια καλύτερη εποπτεία του υλικού για το οποίο γίνεται λόγος.

 

*Το βιβλίο κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες.