Τι αστείο θέαμα είναι να βλέπει κανείς ένα τσούρμο παπάκια με μια κότα!
-Ακούστε την ιστορία της Τζεμάιμα Παντλ-ντακ, που είχε ενοχληθεί, επειδή η γυναίκα του αγρότη δεν την άφηνε να κλωσήσει τα δικά της αυγά.
Η κουνιάδα της, κ. Ρεβέκκα Παντλ-ντακ, ήταν εντελώς πρόθυμη να αφήσει την επώαση σε κάποια άλλη «–Δεν έχω την υπομονή να καθίσω σε μια φωλιά για είκοσι οχτώ μέρες∙ και ούτε εσύ την έχεις, Τζεμάιμα. Θα τα άφηνες να κρυώσουν∙ και το ξέρεις!»
«Θέλω να κλωσήσω τα αυγά που είναι δικά μου∙ θα τα κλωσήσω όλα μόνη μου», είπε η Τζαμάιμα Παντλ-ντακ με ένα κουάκ.
Προσπάθησε να κρύψει τα αυγά της∙ αλλά πάντα τα ανακάλυπταν και τα έπαιρναν.
Η Τζεμάιμα Παντλ-ντακ απελπίστηκε πραγματικά. Αποφάσισε να φτιάξει φωλιά μακριά από το αγρόκτημα.
Ξεκίνησε ένα όμορφο ανοιξιάτικο μεσημεράκι να προχωράει στον καρόδρομο που οδηγεί πάνω από το λόφο.
Φορούσε ένα σάλι και μια σκούφια.
Όταν έφτασε στην κορυφή του λόφου, είδε ένα δασάκι σε μια απόσταση.
Σκέφτηκε ότι έμοιαζε με αρκετά ασφαλές, ήσυχο σημείο.
Η Τζεμάιμα Παντλ-ντακ δεν το συνήθιζε και πολύ να πετάει. Έτρεξε μερικά μέτρα στον κατήφορο του λόφου, φτερουγίζοντας με το σάλι της, και μετά πήδηξε στον αέρα.
Πέταξε όμορφα, μόλις ξεκίνησε για τα καλά.
Εξερεύνησε με τη ματιά της τις δεντροκορφές, μέχρι που είδε ένα ξέφωτο στη μέση του δάσους, όπου τα δέντρα και τα χαμηλά κλαδιά είχαν καθαριστεί.
Η Τζεμάιμα προσγειώθηκε κάπως άγαρμπα, και άρχισε να περπατάει με μικρά, αδέξια βήματα για να βρει ένα βολικό, στεγνό μέρος για να κάνει φωλιά. Της άρεσε κάπως ένας κομμένος κορμός ανάμεσα σε μερικές ψηλές δακτυλίτιδες.
Αλλά –καθισμένο επάνω στον κομμένο κορμό, βρήκε με έκπληξη έναν κομψοντυμένο κύριο που διάβαζε μια εφημερίδα.
Είχε μαύρα, όρθια αυτιά και μουστάκια στο χρώμα της άμμου.
«Κουάκ;» είπε η Τζεμάιμα Παντλ-ντακ, με το κεφάλι και τη σκούφια της στο πλάι –«Κουάκ;»
Ο κύριος σήκωσε τα μάτια του πάνω από την εφημερίδα και κοίταξε περίεργα τη Τζεμάιμα –
«Κυρία μου, έχετε χάσει το δρόμο σας;» είπε. Είχε μια μακριά, φουντωτή ουρά, πάνω στην οποία καθόταν, καθώς ο κορμός ήταν κάπως νοτισμένος.
Η Τζεμάιμα τον βρήκε πολύ ευγενικό και γοητευτικό. Του εξήγησε ότι δεν είχε χάσει το δρόμο της, αλλά έψαχνε να βρει ένα βολικό και στεγνό μέρος για φωλιά.
«Α! Ώστε έτσι λοιπόν! Αλήθεια;» είπε ο κύριος με τα μουστάκια στο χρώμα της άμμου, κοιτάζοντας περίεργα τη Τζεμάιμα. Δίπλωσε την εφημερίδα και την έβαλε στην τσέπη της ουράς του σακακιού του.
Η Τζεμάιμα παραπονέθηκε για την κουτσομπόλα κότα.
«Πράγματι! Πόσο ενδιαφέρον! Μακάρι να μπορούσα να γνωρίσω αυτήν την πουλάδα. Θα τη μάθαινα να κοιτάζει τη δουλειά της! Αλλά, όσο για φωλιά –δεν υπάρχει δυσκολία: Έχω ένα σακί φτερά στο ξύλινο καλυβάκι μου.»
«Όχι, αγαπητή μου κυρία, δε θα ενοχλείτε κανέναν. Μπορείτε να καθίσετε εκεί όσο καιρό θέλετε», είπε ο κύριος με την φουντωτή, μακριά ουρά.
Την οδήγησε σε ένα πολύ απομονωμένo σπίτι με ζοφερή όψη, ανάμεσα στις δακτυλίτιδες.
Ήταν χτισμένο από δεμάτια ξύλα και χορτάρι, και υπήρχαν δυο σπασμένοι κουβάδες, ο ένας πάνω στον άλλο, αντί για καμινάδα.
«Αυτή είναι η θερινή μου κατοικία∙ δε θα βρίσκατε το χωμάτινο –το χειμερινό μου σπίτι– τόσο βολικό,» είπε ο φιλόξενος κύριος.
Υπήρχε μια ετοιμόρροπη αποθήκη στο πίσω μέρος του σπιτιού, φτιαγμένη από παλιά κασόνια. Ο κύριος άνοιξε την πόρτα, και έδειξε στη Τζεμάιμα την είσοδο.
Η αποθήκη ήταν σχεδόν ολότελα γεμάτη από πούπουλα –ήταν σχεδόν αποπνικτική∙ αλλά ήταν άνετη και πολύ μαλακή.
Η Τζεμάιμα Παντλ-ντακ εξεπλάγη μάλλον, που βρήκε τόσο τεράστια ποσότητα πούπουλων. Αλλά ήταν πολύ άνετα∙ και έφτιαξε μια φωλιά χωρίς καθόλου, μα καθόλου κόπο.
Όταν βγήκε έξω, ο κύριος με τα ξανθά μουστάκια καθόταν σε ένα κούτσουρο διαβάζοντας την εφημερίδα –τουλάχιστον την είχε ανοιγμένη, αλλά κοίταζε από πάνω της.
Ήταν τόσο ευγενικός, που σχεδόν λυπόταν που άφηνε τη Τζεμάιμα να πάει σπίτι για τη νύχτα. Υποσχέθηκε να φροντίσει πολύ τη φωλιά της, ώσπου εκείνη να γυρίσει ξανά, την επόμενη μέρα.
Είπε ότι αγαπούσε τα αυγά και τα παπάκια∙ θα ήταν περήφανος αν έβλεπε μια εκλεκτή φωλιά στην αποθήκη του, στο δάσος.
Η Τζεμάιμα Παντλ-ντακ ερχόταν κάθε απογευματάκι∙ γέννησε εννιά αυγά μέσα στη φωλιά. Ήταν πρασινόασπρα και πολύ μεγάλα. Ο αλεπουδίσιος κύριος τα θαύμαζε υπέρμετρα. Συνήθιζε να τα γυρίζει από την άλλη πλευρά και να τα μετράει, όταν η Τζεμάιμα δεν ήταν εκεί.
Επιτέλους, η Τζεμάιμα τού είπε ότι σκόπευε να αρχίσει να κλωσάει την επόμενη μέρα –«και θα φέρω ένα σακί καλαμπόκι μαζί μου, έτσι που να μη χρειαστεί να φύγω από τη φωλιά μου μέχρι να αυγά να εκκολαφθούν. Μπορεί να αρπάξουν κρύο», είπε η επιμελής Τζεμάιμα.
«Κυρία, παρακαλώ μην κοπιάσετε για σακί∙ θα σας παρέχω βρώμη. Μα προτού ξεκινήσετε την κουραστική σας επώαση, σκοπεύω να σας κεράσω. Ας κάνουμε ένα δείπνο-πάρτυ μόνο για μας!
«Μπορώ να σας ζητήσω να φέρετε εδώ μερικά μυρωδικά από τον κήπο του αγροκτήματος, για να φτιάξουμε μια απολαυστική ομελέτα; Φασκόμηλο και θυμάρι, και μέντα και δυο κρεμμύδια, και λίγο μαϊντανό. Εγώ θα βάλω το λαρδί για τη γέμ- λαρδί για την ομελέτα,» είπε ο φιλόξενος κύριος με τα ξανθά μουστάκια.
Η Τζεμάιμα Παντλ-ντακ ήταν αφελής: Ούτε καν η αναφορά στο φασκόμηλο και τα κρεμμύδια δεν την έκανε να υποψιαστεί.
Γύρισε τον κήπο του αγροκτήματος, τσιμπολογώντας κλωναράκια από όλα τα διαφορετικά είδη μυρωδικών που χρησιμοποιούνται για τη γέμιση της ψητής πάπιας.
Και περπάτησε με μικρά, αδέξια βήματα στην κουζίνα, και πήρε δυο κρεμμύδια μέσα από ένα καλάθι.
Το τσοπανόσκυλο ο Κεπ τη συνάντησε καθώς έβγαινε.
«Τι κάνεις με αυτά τα κρεμμύδια; Πού πας κάθε μεσημεράκι ολομόναχη, Τζεμάιμα Παντλ-ντακ;»
Η Τζεμάιμα θαύμαζε σχετικά το τσοπανόσκυλο∙ του είπε όλη την ιστορία.
Το κόλεϊ άκουσε, με το σοφό του κεφάλι γερμένο στο πλάι∙ χαμογέλασε ειρωνικά όταν εκείνη περιέγραψε τον ευγενικό κύριο με τα ξανθά μουστάκια.
Της έκανε αρκετές ερωτήσεις για το δασάκι, και για την ακριβή θέση του σπιτιού και της αποθήκης.
Έπειτα βγήκε έξω, και έτρεξε μέχρι το χωριό. Πήγε να βρει δυο κουτάβια κυνηγόσκυλα, που είχαν βγει βόλτα με τον χασάπη.
Η Τζεμάιμα Παντλ-ντακ ανέβηκε τον καρόδρομο για τελευταία φορά, το ηλιόλουστο μεσημεράκι. Μάλλον τη βάραιναν τα ματσάκια με τα αρωματικά φυτά και τα δυο κρεμμύδια μέσα σε σακί.
Πέταξε πάνω από το δάσος, και προσγειώθηκε απέναντι από το σπίτι του κύριου με τη φουντωτή, μακριά ουρά.
Καθόταν σε ένα κούτσουρο∙ μύριζε τον αέρα, και έριχνε διαρκώς ανήσυχες ματιές γύρω στο δάσος. Όταν η Τζεμάιμα προσγειώθηκε, σχεδόν αναπήδησε.
«Έλα μέσα στο σπίτι μόλις κοιτάξεις τα αυγά σου. Δώσε μου τα μυρωδικά για την ομελέτα. Κάνε γρήγορα!»
Ήταν μάλλον απότομος. Η Τζεμάιμα Παντλ-ντακ δεν τον είχε ξανακούσει να μιλάει έτσι.
Ένιωσε ξάφνιασμα, και δυσκολία.
Ενώ ήταν μέσα άκουσε γρήγορα, μαλακά βήματα γύρω από την αποθήκη. Κάποιος με μαύρη μύτη οσμίστηκε το κάτω μέρος της πόρτας, και μετά την κλείδωσε.
Η Τζεμάιμα θορυβήθηκε πολύ.
Μια στιγμή μετά, ακούστηκαν οι πιο απαίσιοι ήχοι –γαυγίσματα, αλυχτίσματα, γρυλλίσματα και ουρλιαχτά, στριγκλίσματα και βογκητά.
Και κανείς δεν είδε ποτέ ξανά εκείνον τον κύριο με τα αλεπουδίσια μουστάκια.
Σύντομα, ο Κεπ άνοιξε την πόρτα της αποθήκης, και ελευθέρωσε τη Τζεμάιμα Παντλ-ντακ.
Δυστυχώς, τα κουτάβια μπήκαν μέσα γρήγορα και καταβρόχθισαν όλα τα αυγά, προτού μπορέσει να τα σταματήσει.
Είχε ένα δάγκωμα στο αυτί του και τα κουτάβια κούτσαιναν και τα δυο.
Η Τζεμάιμα Παντλ-ντακ γύρισε σπίτι με συνοδεία και κλαίγοντας, εξαιτίας εκείνων των αυγών.
Γέννησε μερικά ακόμη τον Ιούνιο, και της επέτρεψαν να τα κρατήσει για τον εαυτό της∙ αλλά μόνο τέσσερα εκκολάφθηκαν.
Η Τζεμάιμα Παντλ-ντακ είπε ότι έφταιγαν τα νεύρα της∙ αλλά ποτέ της δεν ήταν καλή κλώσσα.
**********************
Η Μπέατριξ Πόττερ (1866 – 1943) ήταν Βρετανίδα φυσιοδίφης και φυσιολάτρης, συγγραφέας και εικονογράφος, που δημιούργησε περισσότερα από 20 βιβλία για παιδιά, με αγαπημένους πρωταγωνιστές όπως ο Πήτερ Ράμπιτ, η Τζεμάιμα Παντλ-ντακ και ο Μπέντζαμιν Μπάνυ. Οι ιστορίες της έχουν γίνει κλασικές, γνωρίζοντας διασκευές και μεταφορές σε κινούμενα σχέδια, ταινίες, ακόμη και μπαλέτο.
Όποιος θέλει την αφήγηση της ιστορίας, μπορεί να ακούσει το αντίστοιχο επεισόδιο της Καλλιεργημένης Δύσης εδώ:
https://open.spotify.com/episode/4wblMVOX94NbD7vx2mrtFa?si=8faa4b6880664171
Σας ευχαριστώ για την δημοσίευση αυτής της πρωτότυπης μετάφρασης!