Από το άγος της ερειπωμένης μνήμης στη Μεταμόρφωση του κατακερματισμένου χρόνου. Μια ελεγεία σε μουσική ανέλιξη ελπίδας.

 

 

Η νοσταλγία είναι ένας πόθος αθανασίας, η ελπίδα της κοινής αναστάσεως, η αποκατεστημένη ζωή των ανθρώπων. Το μέλλον ανήκει στην ένωση.

                                                         Αρσένι Αλεξάντροβιτς Ταρκόφσκι

 

Aν το ποιείν είναι μια « διαμάχη για την αλήθεια», όπως διατεινόταν ο Χαίλντερλιν, η αναζήτηση της οποίας, πόρρω απέχουσα από μια περιγραφική απόδοση της ιστορικής πραγματικότητας, συνιστά την οντολογική εκείνη κίνηση, την τολμηρή αναγωγή, που, εναγκαλιζόμενη σύσσωμη την Ιστορία, ανυψώνει το γίγνεσθαι στην Πηγή του νοήματός του, τότε η ποίηση μπορεί να αποτελέσει πρόσκληση και πρόκληση να διαβάσουμε την Ιστορία, όχι ως ένα κλειστό αυτό-αναφορικό σύστημα, αλλά ως ανοιχτή πρόταση διαλογικής αμοιβαιότητας. Σε αυτή την περίπτωση το ιστορικό όχι μόνον δεν χάνει την αξία του, αλλά αυξάνει, επεκτείνεται, βαθαίνει και ανίσταται υπό το φως μιας υπαρξιακής, ποιητικής επαναμυθολόγησης.

Μια τέτοια υπαρξιακή κατάδυση στον ανεξερεύνητο βυθό των συμβάντων του Καιρού επιχειρεί ο Δημήτρης Κοσμόπουλος στο τελευταίο ποιητικό έργο του, υπό τον πολυεπίπεδο σημασιολογικά τίτλο Ἔθνος ἐξαιρετικά, από τις εκδόσεις «Περισπωμένη». Στο ποιητικό πεδίο του εν λόγω έργου η Ιστορία αποτελεί το πρωταρχικό υλικό της γραφής κατά τέτοιον τρόπο, ώστε η κατάδυση να αποτελεί αυτόχρημα ανάδυση και ανελισσόμενη μουσική ανάβαση στον άνω βυθό του εκκλησιασμού μιας εσχατολογικά ευαγγελιζόμενης ενότητας. Μια διφυής ποιητική φούγκα σε 42 μέρη αναλαμβάνει ευθαρσώς να μιλήσει και ευλαβώς να σιωπήσει γι΄ αυτήν την ανάβαση στη δυναμική προοπτική μιας εσχατολογικής νοσταλγίας που συνενώνει τον διαρραγέντα χρόνο, κομίζουσα μέσα στην καταιγίδα ελπίδα για μια εθνική και, ακολούθως, πανανθρώπινη πνευματική ενηλικίωση.

Προς τούτο, η ποιητική ματιά, αδέσμευτη απέναντι στο κυρίαρχο και το κατεστημένο, ρίχνει το δικό της φως μέσα στην Ιστορία, αποστασιοποιούμενη από τις επίσημες αποτιμήσεις και τις κυρίαρχες ιστοριογραφικές αναλύσεις. Με τον τρόπο αυτό η ποιητική περιήγηση στο σώμα της νεώτερης Εθνικής μας ιστορίας, με εστίαση στα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής, του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και του Εμφυλίου, και με αντιστικτική παρουσίαση του προφίλ της ποικιλοτρόπως χειμαζόμενης σύγχρονης Ελλάδας, αναμετριέται με το παρελθόν, για να μιλήσει υπαρξιακά με το παρόν, στη διάνοιξη μιας καινής, επ΄ελπίδι, προοπτικής γνωριμίας με το μέλλον.

Η υπαρξιακή ποιητική πρόταση του Δημήτρη Κοσμόπουλου είναι έγκυρη, ακριβώς για τον λόγο ότι είναι ιστορική, δηλαδή υπαρκτικά «πραγματική» μέσα στον χωρόχρονο. Η μυθολόγηση της ιστορίας που επιχειρεί στοχεύει στη διεύρυνση του ατομικού και συλλογικού εαυτού, όπου η αυτοσυνειδησία εκβάλλει στην πατριδογνωσία και τανάπαλιν, μέσα στην ενότητα του ενός σώματος, διεύρυνση και ενότητα που ως οντολογικά επιτεύγματα μπορούν να δικαιώσουν την ανθρώπινη περιπέτεια, και στο εθνικό και στο οικουμενικό της πλάτος. Η ποιητική εξιστόρηση του βασανισμένου, ορφανεμένου και εν πολλοίς αδικαίωτου, με βάση κοινωνικοπολιτικά κριτήρια, βίου των αφανών συμπατριωτών μας σε καιρό πολέμου και σε καιρό αδιέξοδης ειρήνης- οι ποιητικές αφηγήσεις του κατατυραννισμένου σώματος, του ηρωικού αυτοθυσιαστικού τους αγώνα, της καθημερινής τους μέριμνας για επιβίωση, των προσωπικών και οικογενειακών τους συμφορών- συνθέτει αντιστικτικά στο πολυφωνικό σώμα της φούγκας του την μικροϊστορική, υπαρξιακή εκείνη αντίληψη που υπονομεύει κάθε συμβατική μακροϊστορική προσέγγιση, την οποία εξυπηρετούν συγκεκριμένες ιδεολογικές σκοπιμότητες και οι αντίστοιχες ρητορικές τους. Έτσι, ο ποιητής, και ενδεχομένως μέσω της φωνής του και ο αναγνώστης, επιτυγχάνει την ποιητική του εξατομίκευση υπαρξιακά και όχι θεσμοκεντρικά, ανευρίσκει δηλαδή εαυτόν, προτείνοντας μια διαλογική, ενδοϊστορική σχέση με τη χαμένη κοινοτική και ψυχοσωματική μας πληρότητα, σε μια γόνιμη, μοντέρνα, αυθεντική αναστροφή με την παράδοση. Και τούτο, αναμφίβολα, αποτελεί μια ες αεί ελπιδοφόρα ελληνική πρόταση.

Το ποιητικό «εγώ», άλλοτε ευθέως σε πρώτο πρόσωπο, άλλοτε ενσωματωμένο σε ένα παρελθοντικό και παροντικό «εμείς», άλλοτε υφέρπον στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, είναι ο σιωπηλός θεατής αλλά και ο ενεργός συνομιλητής, ο πραματευτής, αλλά και ο θηρευτής της μνήμης, που θέλει να τη δει να λαγαρίζει απ΄ όλα τα βαλτόνερα και τα σκύβαλα των περίτεχνα κατασκευασμένων ιστορικών αποτιμήσεων, προκειμένου να αφυπνιστεί και να αφυπνίσει στο παρόν, μέσα από την υπαρξιακή συνάντησή του με τους ζώντες αφανείς της πρόσφατης εθνικής μας ιστορίας.

Με μια Πεντζίκεια όραση ο Κοσμόπουλος αποπειράται τη «μνημική ταύτιση ζώντων και νεκρών», μια λειτουργική συνεύρεσή τους στο ποιητικό σώμα, που αποτελεί εικονισμό του Τόπου της κοινής Αναστάσεως, του τρόπου της Εκκλησίας ως Χώρας των Ζώντων. Η μνήμη αναθρώσκει σε κείνο το άπλωμα του άνω τόπου, ίδια ο καπνός από τα τσιγάρα τους «Έθνος εξαιρετικά», θυρεός του καινού στιχουργούμενου και μελωδούμενου οίκου τους. Μνήμη και λήθη συνενώνονται σε μια αβυσσαλέα κατάφαση Παρουσίας, σε μια «χριστολογική αντίληψη» της μνήμης, όπου τα πάντα, και τα ξεχασμένα και τα μνημονευμένα, είναι ακέραια και σωσμένα.

Μὲ  Ἔθνος ἐξαιρετικὰ καὶ Σέρτικα Λαμίας / περνάει καὶ τώρα μέσα ἀπὸ ἐληὲς κι ἀμπέλια / ἀόρατος μὲ τοῦ λαγοῦ τὸ ρίγος…[…] Λένε βλέπουν τὴν χλαίνη του μέσ΄ἀπ΄τὰ κυπαρίσσια / κι ἀστράφτουν στιλβωμένα τὰ κουμπιά της / τὴν ὥρα τὴν χλωρή, ὅταν ἡ νύχτα ξεψυχάει / καὶ μένει ἕνας καπνὸς στὸ πέρασμά του / πάχνη τῆς πίκρας πάνω ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ μόσχος (Ι, σελ.9).

Το διφυές της φούγκας του αναπτύσσεται σε ρέουσες μελωδικές γραμμές, που χύνονται σε δύο ρεύματα, το πρώτο της ελεγείας και το δεύτερο της ελπίδας, που ευοδώνει η Χάρη, με σκοπό αυτά τα δύο να σμίξουν πολυφωνικά σε έναν σοφά αρχιτεκτονημένο ρυθμό, αυτόν της αναλλοίωτης διάρκειας και της εσχατολογικής ενότητας των πάντων.

Στο πρώτο ρεύμα, τα παρελθόντα και τα παρόντα, αδιάψευστοι μάρτυρες του ανθρώπινου δράματος, συνεγείρουν και συν-κυλίουν από τη μια μνήμες και αισθήσεις, μεταγραφές αναμνήσεων από σπαράγματα ζωής, με ζωντανά τα χρώματα της απουσίας, του πόνου, της φθοράς, της αδικίας, της ορφάνιας, της τραγωδίας, της αρρώστιας, του θανάτου, και από την άλλη αφτιασίδωτες καταγραφές της σύγχρονης παρακμής και του τραγικού αδιεξόδου από την οδυνηρή βίωση του σπασμένου χρόνου, την πικρή αυτεπίγνωση για το χαμένο κέντρο.

Τρίζει τὸ σπίτι σφίγγοντας τ΄ἄρρητα μυστικά του / Στὴν ἄδεια σάλα ἡ σκουριὰ θαμπώνει τὸν καθρέφτη (ΙΙ, σ.10).

Χαλάσματα στὴν ἐγκαρτέρηση / τρικλίζουνε. Θεόκλειστα σπίτια (IV,σ.12).

Σὰν νυχτερίδες στὰ τυφλὰ χτυποῦν τοὺς τοίχους / μέρες νεκρές, μέρες τραγούδια, μέρες βόγγοι (VII, σ.15).

Νερὰ τοῦ ΄22, τοῦ ΄44, φέρνουν αἷμα καὶ ψέμα / φέρνουν κι ἀέρα φλόγινο καὶ τὴν σιωπὴ γυαλίζουν (XVII, σ.28).

Φεύγουνε τὰ παιδιά σας ἕνα- ἕνα, ἀδειάζει ὁ τόπος. Μένει ξερὸ πηγάδι, γέρικο ἄλογο. Ἀπ΄ὥρα σ΄ὥρα θὰ ΄ρθει ὁ μπόγιας νὰ τὸ πάρει, βορὰ γιὰ τὰ θηρία τοῦ τσίρκου (XII, σ.23).

Σαββάτο, τρίτο λάλημα τοῦ πετεινοῦ / ἀχάραγο, μὲ τηλεγράφημα, ἦρθε τὸ μαντάτο. / Πὼς τὸ καράβι βύθισε / καὶ τὸ παιδί του ἐχάθη.[…] Μὲ τὸ τσιγάρο ἤπιανε ἕνα ποτήρι ξύδι / καὶ μετὰ κρασί. / Καθίσανε καὶ πίνανε, ἀμίλητοι τρεῖς μέρες (XXXIV, σ.45).

Ἀδειάζει ὁ κόσμος, ἀνεπαίσθητα ὀρφανὸς ἀπ΄τὴν ἀγάπη (XXXVII, σ.48).

Μαράθηκε ὁ καιρός, ξερὸς καὶ στέρεψαν οἰ βρύσες / καὶ βρέχει εἰκόνες μὲ νεκρούς, ὀσμὲς δηλητηρίου. / Μὲ χημικὰ τοῦ μηδενὸς καὶ τοῦ θανάτου ἁλύσεις, / ὁ κόσμος κολυμπάει στὴν γκριζάδα κρύου κρεματορίου (XL, σ. 51).

Η ατομική και συλλογική διάψευση από αγώνες ατελέσφορους και εν πολλοίς αδικαίωτους. Οι πατρίδες που δεν κερδήθηκαν, οι πατρίδες που χάθηκαν, η πατρίδα που ορφάνεψε και η πατρίδα που ορφανεύει σε ενεστωτική διάρκεια. Κρίματα σωρό, που το ποιητικό «εγώ» τολμά να τα κοιτάξει κατά πρόσωπο, δεν τα απωθεί. Η αμφιθυμία της προσωπικής και συλλογικής μνήμης, η συλλογική κατάθλιψη, συμπεριλαμβανομένων όλων των μανιοκαταθλιπτικών εξάρσεων της, πίσω από μια ηθελημένη απόπειρα αμνησίας και πίσω από μια αδιέξοδη απόπειρα ανάμνησης, έρχονται χωρίς φόβο και πάθος στο ποιητικό προσκήνιο: Γιατὶ κι ἡ μνήμη εἶναι τσακάλι διψασμένο / […] πέφτει σὲ πέρασμα νεροῦ / νὰ πιεῖ, νὰ λησμονήσει / Μ΄ἀντὶ νερὸ τῆς λησμονιᾶς / μαῦρο κυλάει τὸ αἷμα (XIII,σ.24) και Ὄχι, ὄχι. Τώρα ἡ μνήμη εἶναι σκυλὶ / ἀδέσποτο, δαρμένο μὲς στοὺς δρόμους / σὲ πολιτεῖες τοῦ μπετόν, μὲ κοφτερὸ γυαλὶ / κρύβεται ἀπὸ φῶτα κι ἀστυνόμους (XIV, σ.25). Το ποιητικό υποκείμενο, σύσσωμο με τους αφηγούμενους αφανείς, συνδιαλεγόμενο με την ερειπωμένη μνήμη, ιστορώντας ποιητικά το άγχος του Θανάτου, τον ζόφο του και το Πένθος, ελευθερώνει σταδιακά τη ζωτική ορμή του. Και τούτα είναι, σίγουρα, η αρχή για την ελεύθερη ανάβαση. Εδώ και τώρα: «μὲ τὰ πουλιὰ θὰ φύγω», λέει καὶ βρίσκει τὴν ὁρμή του.

 Μνήμες ξεχύνονται από τα έγκατα της ψυχής, εκεί που η μνήμη συνορεύει με μια αφυπνιστική οντολογικά λήθη, και αρχίζουν να μεταπλάθουν το ποιητικό σώμα σε μουσική ανάταση, αναχωρητική ανάβαση, φούγκα ποιητική, όχι για να δραπετεύσουν απ΄τον καημό, αλλά να τον περισώσουν, ακέραιο, με όλες τις χλαίνες, τους καπνούς και τα βάσανα του κόσμου τούτου. Έτσι, το δεύτερο ρεύμα, ως αφανής αλλά κι αστείρευτος κρουνός Χάρης, από την αρχή της σύνθεσης, διοχετεύει υπόγειες ροές ελπίδας μέσα στην ελεγεία, γεγονός που υποκινείται από τη διακαή επιθυμία της ποιητικής φωνής να συν-ομιλήσει σε μεγάλο υπαρξιακό βάθος με το παρελθόν της και να συνευρεθεί μαζί του στο παρόν μέσα στο φως μιας οντολογικής Μεταμόρφωσης. Η μνημική ταύτιση ζώντων και νεκρών ενορχηστρώνει αυτή την αλληλοπεριχώρηση. Η δίψα για Νόημα σε ένα ανοημάτιστο παρόν τεντώνει την Επιθυμία: Ἀρχαῖο πουλὶ στὰ ἔγκατα τῆς πέτρας φυτρωμένο / καὶ στὰ νερὰ μιᾶς θάλασσας ποὺ γερανίζει / ἀπὸ ἀθώων βελάσματα καὶ βόγγους τῶν χαμένων, / φέρ΄τὸ φτερό σου, δροσινὸ ἄστρο γιὰ νὰ φωτίζει (XL, [Fuga], 1, σ.51).

Το ποιητικό «εγώ» αφηγείται μια Νέκυια αναθρώσκουσα. Το παρελθόν ανεβαίνει να συμπαρασύρει το παρόν μαζί του με μια φούγκα που αναχωρεί για τον αστρικό βυθό του Μέλλοντος Αιώνος με όλες τις στρεβλώσεις της Ιστορίας μαζί της, όχι σαν άγος πια, αλλά ως καθ΄οδόν μεταμόρφωση: Τοῦ λέω «σὲ νόμιζα νεκρό, ὅμως / βλέπω μιλᾶνε-ὅπως μοῦ ΄λεγες- / οἱ πεθαμένοι… Μὲ σκουριασμένο / γρέζι καὶ κουβὰ ἀνεβαίνει ἡ φωνή του / Ἑμεῖς, γυρίζουμε ΄δ΄ἀπάνου» (VI, σ.14). Κι ενώ η μνήμη αγωνίζεται να αφυπνιστεί από τον ερεβώδη λήθαργο, το ποίημα γίνεται ο τόπος και ο τρόπος να φανερωθεί η Αόρατη Παρουσία που συναρθρώνει τον σπασμένο και σχισμένο χρόνο: Ἀνάβει ἀρχαῖο τσιγάρο κι ὁ καπνός του ἁπλώνει / δέντρο ψηλό, πολύκλαδο νὰ τὸν τυλίξει. / Κανεὶς δὲν ξέρει πότε ἦρθε κι ἀπὸ ποῦ / σὲ ποιόν τόπο πηγαίνει σὲ ποιά μέρη (XI, σ. 20) και «Ποιός εἶσαι κι ἀπ΄τὰ ροῦχα σου μαδᾶνε φύλλα / γυρνᾶς ἀπὸ ποιές ἀμμουδιὲς καὶ τ΄ἄρβυλά σου / γεμίσανε τὸν κόσμο ἄμμο τῆς θάλασσας ζεστό, καὶ στάζεις;» (XI, σ.21). Η Ανάσταση εισβάλλει αδιάκοπα στην Ιστορία: Κάτω απ΄τὸ δέντρο τοῦ καπνοῦ στέρεος ἴσκιος, Λιγνός, πιο κοφτερὸς ἀπ΄τὸ μαχαίρι κάθε πίκρας (XII, σ.22). Ο εσχατολογικός χρόνος ένα αδιάψευστο παρόν. Η συμφιλίωση- ένωση το ένα σώμα της Βασιλείας: Τὸν Αὔγουστο ποιός πότισε μαῦρο κρασὶ στὸ στόμα / κι ἔνιωσε τοὺς νεκροὺς τὰ χέρια τους να ἑνώνουν; (XVIII, σ.29).

Από ποίημα σε ποίημα, και συχνά μέσα στο ίδιο ποίημα, οι μελωδικές γραμμές των δύο ρευμάτων τεχνουργούν αντιστικτικά τόσο το αίτημα όσο και το κατόρθωμα της οντολογικής συρραφής του κατακερματισμένου χρόνου, της αποκατάστασης του χαμένου ρυθμού, που αποτελεί εικονισμό του εσχατολογικού Χρόνου, του τρόπου, δηλαδή, με τον οποίο μας καλεί στον δικό του χρόνο και τρόπο το Άκτιστο: α. Μαύρη πέτρα σὲ κοιτάζω στὸν βυθὸ / ριζωμένη στῆς ἄμμου τὸν φωσφόρο. / Γιὰ τοὺς ἡττημένους πλέξε δῶρο / τὸν ρυθμὸ ποὺ στὰ κλαδιὰ του θὰ σωθῶ (XXII, σ.33) και  β. Ἡ Μεραρχία Ἀρχιπελάγους. Στὸν ἐπάνω οὐρανὸ / λερή, κουρελιασμένη βόσκει χῶμα κυανό. / Ξεπλένεται σ΄ἅγια νερά. Γαληνεμένοι / ἄντρες κοιτάζουν τὶς πληγές τους λυπημένοι, / νὰ φέγγουν ἄστρα στὸ μεγάλο μοναστήρι / ἐκεῖ ὅπου σ΄ἄχρονης γιορτῆς τὸ πατητήρι / πίνουν ἐχθροὶ καὶ φίλοι, κλαῖνε μεθυσμένοι ἀδέλφια, στῆς ἀγάπης τὸ ποτάμι ἑνωμένοι (XXIV, σ.35). Δεν πρόκειται για κατάλυση του χρόνου και της Ιστορίας, τουναντίον: πρόκειται για τη Μεταμόρφωσή τους, καθώς ο άνθρωπος-ποιητής, μέσα στην τραγική αντινομία της προσωπικής και συλλογικής του περιπέτειας, αποδέχεται αυτήν την κλήση, από το μηδέν της ουσίας του στο άπειρο της Εικόνας του. Η Ενότητα και η Αγάπη επαναδομούν το σπίτι της μνήμης. Ο Χρόνος επανευρίσκει την αρμονία του, γίνεται Μουσική.

Κατόπιν τούτων «είσαι στο σπίτι σου», θα λέγαμε, ενθυμούμενοι το «Στρέττο» του Τσέλαν, τον τελευταίο κύκλο της ποιητικής του συλλογής «Γλωσσικό πλέγμα», που φέρει τον τίτλο του από τον ομώνυμο μουσικό όρο, μέρος της φούγκας, και σημαίνει συμπύκνωση. Ένα σπίτι « ανοιχτό» στην υπαρξιακή συνάντηση, «ανοιχτό» στην πρόκληση της απαιτητικής και, εν τη προόδω της, ατέλεστης συν-ομιλίας με παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα, όπου η σιωπή διεκδικεί αδιαφιλονίκητο χώρο μέσα στην ομιλία και η μουσική, στη συμπαντική της υπέρβαση, συχνά δεν έχει άλλο δρόμο από το να διαλανθάνει μέσα στο ποίημα βουβή, ως η ανάσα του ποιητή, κατισχύουσα πάνω στους τροπισμούς της γραφής και δονώντας βουβά το ανείπωτο: Γινόταν πιὸ βαθύφυλλος μὲ τὸ παληὸ κρασί. / ’Ερχόταν ὁ ἀέρας, πότιζε ὑγρὸς τὶς μέρες / μἐ τὸ μελάνι μουσικῆς ποὺ τοῦ ΄μαθαν φαρσὶ / σύντροφοι τῆ φωτιᾶς καὶ δέντρινοι πατέρες. (XXVII, [Μελάνι βουβῆς μουσικῆς], σ.38) και Τὰ μυστικά σας ἔρημα χωριὰ γεννοῦν βουβὴ μουσικὴ[…]Προπάντων πλημμυρίζει, βάφει στὸ ἀνείπωτο λέξεις (XXX, [Μάθημα μουσικῆς], σ. 41) και Στὸν ἅγιο πόντο τῆς σιωπῆς, ὁ ὀρφανὸς ρυθμός μου […] καὶ ψάχνει λέξη ἤ τῆς σιγῆς σαγήνη νὰ τὸν πάρει (XL, [ Fuga], 2, σ.52) και Γιατὶ ἔχει πλοῦτος ἡ σιγὴ καὶ θέλει εὔλαλο στόμα (XL, [Fuga], 3, σ.53).

Βουβή μουσική ο πόνος, βουβή μουσική και η υπέρβασή του. Γιατί εδώ, στην περίπτωση του Ἔθνους ἐξαιρετικά, δεν έχουμε να κάνουμε με μια «Φούγκα του Θανάτου», ούτε μια γλώσσα καθορισμένη από τον Θάνατο. Εδώ, απ΄τον βυθό των ναυαγίων πάντοτε εκπορεύεται ο Έρωτας. Η μουσική συγκροτεί το στερέωμά του. Τα αστέρια λαμπρύνουν το απύθμενο βάθος του: Τινάζεται η χρυσομηλιά μας ἀπὸ τὸν κῆπο τοῦ βυθοῦ. / Καὶ δένει κόμπους τὴ μιλιά μας / πρὶν τὰ πουλιά της ξεχυθοῦν (XXXI, σ.42). Έτσι, η ελπίδα γίνεται βεβαιότητα για κείνο το πέταγμα ελευθερίας από τα σκύβαλα του κόσμου τούτου, εκεί που ο θάνατος θα εκμηδενίζεται, εκεί που θα αυξάνει ατελεύτητα ο εαυτός από την ερωτική συνάφεια με τους ζώντες του Άλλου Αιώνα, εκεί που πάντα όλοι θα αναμένονται πολύ βαθιά στα ουράνια χώματα: Κι ἕνα παιδὶ θα συναντᾶ τὴν ὥρα αὐτὴ / τὸν Γέρο / νὰ τοῦ μαθαίνει τ΄ἄγνωστα τὰ θερινὰ τραγούδια / γιὰ πολιτεῖες ἀόρατες, χωριὰ καὶ μοναστήρια / ἐκεῖ βαθειὰ στὰ οὐράνια χώματα / παντοτεινὰ κι ἡ Ἀστυνομία νὰ τοὺς ψάχνει (XXXIII, σ.44). Ο Θάνατος και ο Σταυρός συνέχει το όλον του έργου, την ίδια ώρα που η Ανάσταση, όχι ως ρητορική μέσα στο σώμα του ποιήματος υπόσχεση, αλλά ως αμετάκλητη ελέους Παρουσία, ως ανάερη συνεκτική του σύμπαντος κόσμου Μουσική, είναι πανταχού παρούσα.

Με αυτές τις ζείδωρες παιδικές και νεανικές του μνήμες ο Δημήτρης Κοσμόπουλος μαστορεύει το πρωτογενές υλικό της φούγκας του. Όσο για την πτήση του στον έναστρο εσχατολογικό βυθό, αυτή γίνεται με έξοδα της παράδοσής του, αυτής της πολύτιμης κοινής πνευματικής μας παρακαταθήκης, που συχνά πυκνά την επικαλούμαστε, αλλά δεν την κοινωνούμε. Όμως η Ελπίδα μυστηριωδώς εργάζεται, μάς λέει με τον τρόπο του ο ποιητής. Ακριβώς γιατί είναι οντολογικό γεγονός.

Μέσα στον ορυμαγδό μιας κλιμακούμενης αποσάθρωσης, στην πλήρη σύγχυση του σύγχρονου Έλληνα, και εν γένει του σύγχρονου ανθρώπου, στις σκελεθρωμένες ζωές που απεργάζεται, βαθμηδόν και με παντοίους τρόπους, ένα μηδενιστικό παγκόσμιο σύστημα εσχατολογοποίησης του παρόντος, ο ποιητής αφουγκράζεται ακόμη τη βουβή μουσική από ένα χαμένο ήθος και ύφος, που ηχεί πατρίδα, έστω και φορτωμένη με όλα τα ράκη από τις παντοδαπές κακοφωνίες μια στρεβλής πατριδολατρίας: Γδαρμένα ράκη τραγουδιῶν μ΄ἀκολουθοῦν / ξεφτίδια ποὺ ἕνας ἄνεμος τὰ φέρνει. […] Σκυλάδικα στοὺς δρόμους φωτισμένα / πλάι σὲ μάντρες, σ΄ἐκκλησίες, συνεργεῖα / σὲ βενζινάδικα ἄδεια, νυσταγμένα / τῶν σκοτεινῶν καρδιῶν μηχανουργεῖα. […] Τὰ πιὸ καλά παιδιά σου γιὰ τὰ ξένα / κι ἄλλα σερβίρουν οὐίσκι, βότκα μπόμπα / ὅμως τὴ νύχτα παίρνουνε καὶ μένα / σὲ μέρη μ΄ἀναμμένη παληὰ σόμπα / ἐκεῖ ὅπου φάλτσα συνθεσάιζερς καὶ μπουζούκια / ἀνοίγουν διάπλατους τοὺς κρυφοὺς δρόμους / δίχως καπίστρι τοῦ θανάτου, δίχως νόμους […] Σὲ συναντῶ πατρίδα στὰ μοτὲλ / μόνη καὶ φοβισμένη σὰν Βουλγάρα / φερμένη μὲ λεωφορεῖο τοῦ ΚΤΕΛ / ν΄ἀνάβεις καὶ νὰ σβήνεις τὰ τσιγάρα. […] Σὲ βλέπουνε καὶ γίνονται κομμάτια / στρατιῶτες ποὺ πονέσανε πολὺ / τοῦ Έμφυλίου, τῆς Κύπρου, τῆς Ἀσίας / «ἡρωικῶς πεσόντες ἐν ὑπηρεσία» / ἀλλὰ κι ἐγὼ καὶ οἱ φορτηγατζῆδες /  ἄναυδοι καὶ τρεμάμενοι μπανιστηρτζῆδες / δίνουμε τὸ αἷμα μας, σοῦ τάζουμε παλάτια (XLII, [Σκυλάδικο], 1,2,3,4, σ.56-59).

Κι αυτό είναι το τέλος της φούγκας. Αλλιώς, η άφιξη στο παρόν για την επ΄ελπίδι έναρξη. Για κείνο που ξεκινά από το εδώ και το τώρα με προοπτική μια καινούργια αναχώρηση, μια νοσταλγική μνήμη του νυν και αεί Ερχομένου. Αυτή τη νοσταλγική μνήμη ανάσαινε από στρέττο σε στρέττο ο Μπαχ, αυτός ο μέγας «άπληστος με τις φούγκες», και η μουσική του μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο έναστρη. Γιατί «η νοσταλγία είναι ένας πόθος αθανασίας… το μέλλον ανήκει στην ένωση».

Και μια τέτοια προοπτική είναι που καθοδηγεί τον ποιητή και στην τεχνολογία της μορφής του ποιητικού του κειμένου. Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, και σε αυτό του το έργο, συνεχίζει με συνέπεια το αναλαμβανόμενο εκ νέου κάθε φορά εγχείρημα της οντολογικής σύνδεσης περιεχομένου και μορφής στο πλαίσιο του αιτήματος μιας νέας οργανικότητας στην ποίηση, όπου μια δημιουργική συνομιλία ενός ανανεωμένου ελεύθερου στίχου με την έμμετρη προσωδία, έξω από τις όποιες νεοφορμαλιστικές αγκυλώσεις και τους μετρικολογικούς εξονυχισμούς, φιλοδοξεί να καθιστά τον στίχο όχι μόνον εκφραστή του προβλήματος της πολλαπλής διάλυσης και διάσπασης που χαρακτηρίζει τη μετανεωτερική εποχή μας, αλλά και φορέα ενός συνεκτικού νοήματος που αποτελεί καίρια οντολογική πρόταση για την υπέρβασή αυτού του προβλήματος. Στο Ἔθνος ἐξαιρετικὰ ο ποιητής, διαβαίνοντας από τρεις ατραπούς- των έμμετρων ποιημάτων, των ελευθερόστιχων-πεζόμορφων και των ηχογραφήσεων, που αποτελούν ποιητικές μεταπλάσεις από τις αφηγήσεις των ανωνύμων- συνδιαλέγεται γόνιμα, τόσο με την παραδοσιακή όσο και με την προσωδία του ποιητικού μοντερνισμού, στην επιδίωξη του παραπάνω στόχου, ενεργοποιώντας αυτή τη φορά δομικούς και γλωσσικούς τροπισμούς που συνάπτουν το ποιητικό με το μουσικό αίσθημα έτσι, που, στη διαλογική συνάφειά τους, να γίνεται πιο αποκαλυπτική η ποιητική πρόταση.

Πρόκειται για μια απαιτητική, αλλά εξόχως ελπιδοφόρα, εν τω ποιητικώ γίγνεσθαι, διαδικασία, εάν, εν τέλει, είχε δίκιο ο Νοβάλις, όταν έλεγε πως «κάθε ασθένεια είναι ένα μουσικό πρόβλημα. Και κάθε θεραπεία μια μουσική λύση».

 

Παναγιώτα Λάσκαρη

 

 

 

 

***********************************************************************************************

 

 

 

«κι ἔνοιωσε τοὺς νεκροὺς τὰ χέρια τους νὰ ἑνώνουν»

Δ.Κ.

 

Ὁ ἐκ πρώτης ὄψεως ἀσύνταχτος τίτλος Ἔθνος ἐξαιρετικάἀποσαφηνίζεται εὐθύς μέ τήν εἰκόνα τοῦ ὁμώνυμου κουτιοῦ σιγαρέτων στήν ἐσωτερική σελίδα τοῦ τίτλου, μέτόν ἀρχικό στίχο τοῦ πρώτου ποιήματος τῆς συλλογῆς (ΜἜθνος ἐξαιρετικὰ καὶ Σέρτικα Λαμίας) καί τόν ἀντίστοιχο τοῦ δεύτερου ποιήματος (ΜἜθνος ἐξαιρετικὰ καὶ Ἀγρινίου Καρέλια). Δηλώνει λοιπόν ὁ τίτλος μία παλαιά μάρκα τσιγάρων, τό «Ἔθνος ἐξαιρετικά». Ὡστόσο, αὐτόδέν ἀποτελεῖ τό κυρίωςσκοπούμενο. Δέν εἶναι παρά μία εὑρηματική παραπομπή πρός ἕνα ὑποδορίως σημαινόμενο, πού προκύπτεισυνειρμικά:Ἔθνος ἐξαιρετικό, ἤτοι τό ἑλληνικό ἔθνος, ἐξαιρετικό μέσα στό διαχρονικό του πάθος καί τή διαρκῆ ἀνάστασή του. Τό σχέδιο τοῦ ἐξωφύλλου «Στρατιῶτες 1921-1922», τοῦ Σπύρου Παπαλουκᾶ, προσυπογράφει τό δηλούμενο.

Τό ἱστορικό πλαίσιο μέσα στό ὁποῖο κινεῖται ἡ συλλογή εἶναι ἡ περίοδος ἀπό τή μικρασιασική ἐκστρατεία ἕως τόν ἑλληνοϊταλικό πόλεμο καί τόν ἐμφύλιο. Τά ποιήματα, μέ συνεχῆ ἀρίθμηση ἀπό Ι ἕωςΧLII(1 ἕως42) καί συχνά τίτλους κάτω ἀπό αὐτήν, ἤ καί μέ ἐπιμέρους ἑνότητες ἀριθμημένες,παρ’ ὅλο πούεἶναι αὐτοτελῆ, συγκροτοῦν μία συνεχῆ ἱστορία.

Κεντρικό πρόσωπο τῆς ἱστορίας, πρωταγωνιστής, εἶναι ἕνας γέροντας, ἀπόμαχος πολλῶν πολέμων στό πεδίο τῆς μάχης ἀλλά καί στό πεδίο τῆς ζωῆς. Συγκλονισμένος ἀπό τίς ἀναμνήσεις του(συγκλονισμός πού διαβαίνει μέἀμεσότητα στόν ἀναγνώστη), συντροφιά μέ ἕνα τσιγάρο «Ἔθνος ἐξαιρετικά», «νύχτες καὶ νύχτες ἄκουγε μόνος στὸ παραγώνι / τὴν γλώσσα τῆς φωτιᾶς, τὴν ζωή του νὰ παφλάζει / νὰ τοῦ μιλάει μ᾿ ἀλλοιώτικη σιωπὴ καὶ μὲ τὶς λάμψεις», νά «μένει ἕνας καπνὸς στὸ πέρασμά του πάχνη τῆς πίκρας». Ὅπως ὁ καπνός τοῦ τσιγάρου ἀναθρώσκει καί ταξιδεύει, ἔτσι καί ἡ ζωή του ταξιδεύει στό χρόνο. Ἀναθυμᾶται τά δέκα χρόνια τῆς στρατιωτικῆς του διαδρομῆς ἀνάμεσα σέ δύο ἔνδοξες νίκες «ἀπὸ Μπιζάνι ‒ Ἐσκὴ Σεχίρ …κι ὕστερα τῆς σιωπῆς σπορηᾶς, τοῦ πόνου τρυγητής». Μέ αὐτή την ἀναγωγή ὁ Κοσμόπουλος συνδέει τή μικρασιατική ἐκστρατεία μέ τήν πρότερη δόξα τῶν Βαλκανικῶν πολέμων καί τήν ὕστερη πίκρα τῆς καταστροφῆς, μέ τρόπο ἔντονο, μέσ’ ἀπό εἰκόνες ἄλγους τοῦ φυσικοῦ τοπίου πού ἀναπαριστᾶ τό ὁμοιοπαθές ἐσωτερικό:

 

Ἀέρας φέρνει μιὰ βροχὴ καὶ δέρνει αὐτὸν τὸν τόπο.

Γέρνουν τὰ δέντρα ξέπλεκα, πέτρες ἀνατριχιάζουν

σὰν πρόβατα ξεμεινεμένα κι ὅλο λαχανιάζουν

γερμένα ἀπ᾿ τοῦ παραδαρμοῦ τὸ μένος καὶ τὸν κόπο.

 

Ὁ ἀπόμαχος,τώραπού ὁ χρόνος ἀδυσώπητα περνᾶ (καί τόν γερνᾶ), βλέπει τή χλαίνη του κρεμασμένη στή ντουλάπα, σέ σπίτι (=Ἑλλάδα) μέ «ξυλοδεσιές, πατώματα, σαρακοφαγωμένα» πού, ὅμως, τά κόκκαλά του/της «ἀκόμη βαστοῦν», «τραῦμα ποὺ χαίνει / νὰ στάζει αἷμα στὸ κενό, νὰ ἐπιμένει». Στό πρόσωπο τοῦ γέρου ὁ ποιητής  ἐνσωματώνει τήν ὅλη Ρωμιοσύνη, ἐκφράζει τό διαχρονικό δίπολο τῆς λεβεντιᾶς καί τῶν παθῶν της. Σ’ αὐτήν τήν πορεία τῆς πατρίδας μέσα στό χρόνο,ἐλαχιστοποιημένη συμβολικά στή διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ πρωταγωνιστῆ, περνοῦν κατά παράταξη τόποι καί πρόσωπα, σκιές καί ψίθυροι «μὲ θρόισμα φύλλου», σημαδιακές πόλεις τῆς Ἀνατολῆς καί ὀνόματα συντρόφων πού χάθηκαν:

 

Μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα σὰν ξερὰ κλαδιὰ

κάθεται στὴν πέτρα ὁ πεθαμένος.

Σὲ μιὰ πέτρα μὲ κρυμμένα μυστικὰ νερὰ

σταλαγμίτης λύπης ξεχασμένος.

 

Κι ἔχει δέντρο ἡ πέτρα δίπλα σκοτεινὸ

ποὺ ὅλο γέρνει καὶ λυγίζει νάν τονε σκεπάσει.

Μαῦρο γνέθει τὴν σιωπή του στὸ πρωϊνὸ

νὰ τοῦ ὑφάνει χλαίνη φύλλων ἀπ᾿ τὰ δάση.

 

Ἀφημένα, ρημαγμένα κι ὀρφανὰ

μέρη τοῦ Θεοῦ καημένα στὴν ἀγρύπνια,

μὲ τῶν ἀγριμιῶν τὸ κλάμα ψάλτε τὸ ὡσαννά.

 

Καὶ πουλιὰ κυνηγημένα σὲ περάσματα στενὰ

μὲς στοῦ στήθους πατουλιὲς κάθε νύχτα ξύπνια

νὰ τοῦ πλέξετε τραγούδια ποταμίσια,

 

Μὲ κελαηδισμὸ ξανά.

 

Παρά τή σκοτεινιά τῆς καταστροφῆς, ὁ κελαηδισμός θά ἀκουστεῖ ξανά.

Ἀλλά οἱ νεκροί παραμένουν ὡσεί ζῶντες. «Ἐμεῖς, γυρίζουμε ᾿δ᾿ ἀπάνου», ἐπαναλαμβάνει ὁ γέρος στό συνομιλητή του, ὅταν ἐκεῖνος τοῦ περιγράφει τήν ἐρήμωση καί τήν ἀπουσία σέ μεταγενέστερους καιρούς, τά ξενιτεμένα παιδιά του, τήν ἀλλοτρίωση τοῦ νῦν μέσ’ ἀπό «κεραῖες [πού] σακατεύουν τὸν ὁρίζοντα, ὀθόνες [πού] φράζουνε τό μέλλον, φαρμακωμένα ἐληὲς κι ἀμπέλια». Ἐδῶ ὑπεισέρχεται ὁ συνομιλητής, ἕνα δεύτερο πρόσωπο στή σύνθεσηꞏ δέν εἶναι παρά ὁ ἴδιος ὁ ποιητής αὐτοπροσώπως. Συνδιαλέγεται μέ τό γέρο γιά τή ζωή ἐκείνου, σέ ἀντιφωνία τοῦ τότε καί τοῦ τώρα. Γιά νά ἀποδώσει αὐτήν τή συνομιλία‒καί τίς ἀνάλογες στή συνέχεια‒ὁ Κοσμόπουλος παρεμβάλλει, ἀνάμεσα στά ποιητικά κείμενα,ἄλλα πεζόμορφα, ἐν εἴδει πρόζας, πού καί αὐτά ὅμως δέν στεροῦνται ποιητικότητας.

Ἀκολουθεῖ τό ξετύλιγμα τῆς ἱστορίας (ἤ ἀλλιῶς τοῦ μύθου) μέ τά χρόνια τοῦ γέρου (1899-2000) νά «σέρνονται ἀπὸ τὸν ἄνεμο τῶν περασμένων, σ᾿ αἰώνιο φθινόπωρο».  Τώρα ὁ ποιητής ἀπό συνομιλητής γίνεται ἀφηγητής, σέ ὁμοιοκατάληκτα τετράστιχα, χρονικογράφος ἑνός σημερινοῦ ἀκριτικοῦ κύκλου:

 

[…] Ἀλλά, ψυχή μου, ὅ,τι σ᾿ ἀνάθρεψε στοχάσου

μὲ κόκκινο κρασὶ καὶ σέρτικο τσιγάρο.

Τὰ μάτια σου τὸ φῶς του νὰ μὴν χάσουν

γιατὶ στ᾿ ἁλώνια τὸν γονάτισε τὸν χάρο.

 

[…]Κάποτε ὁ μαῦρος του ἔγειρε στὸ χῶμα

κοιτάζοντάς τον μὲ τὰ μάτια του ποτάμια.

Σταυροκοπήθηκε. Εἶπε «ἐδῶ εἶμαι ἀκόμα;»

Τὸν βρήκαμε τὴν ἄλλη μέρα κάτω ἀπὸ τὰ σφεντάμια.

 

Συμβολισμοί καί ἐποχές διαπλέκονται συνεχῶς, ἀναχωροῦν καί ἐπανέρχονται ὑποδηλώνοντας τήν ὑπερχρονική πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, καθώς ἀρχαῖος χορός πού εἰσέρχεται στήν «ὀρχήστρα»,μέ τό πρῶτο χορικό μιᾶς τραγωδίας γιά τήν ἔκπτωση τοῦ σήμερα καί τή λήθη: «Θὰ θάψουν τὴν φωνή μας τόνοι διαφημίσεις (…) / ἀπὸ τὴν Σμύρνη, τὸν Σαγγάριο, τὴν Μενεμένη / Μιὰ τρύπια χλαίνη ἀπόμεινε πάνω μας εἰμαρμένη (…) /  Πίνδος, Βελούχι, Ἄγραφα, Λιοπέτρι, Πέργαμος. / Τὰ ἐγγόνια σας θὰ λένε «οὔτε ξέρω, οὔτε τοὺς εἶδα» («Πάροδος, 1922-2023»). Εἶναι ἡ σύγχρονη ἔκπτωση τῶν ἀξιῶν πού ταλανίζει τό Γένος, συμπυκνωμένη στήν πίκρα τοῦ γέρου πολεμιστῆ, περιβεβλημένουτήν ἀχλύ ἑνός ἐν τέλει μυθοποιημένου ὄντος. Περιφέρεται σάνκάποιος ἄστεγος,στούς δρόμουςκαί ἐντός του, «μισοκοιμᾶται στὸ παγκάκι ἔξω ἀπ’τά ΚΤΕΛ…, ἀνάβει ἀρχαῖο τσιγάρο…, κανεὶς δέν ξέρει πότε ἦρθε κι ἀπὸ ποῦ», γιά νά ξαναγίνει αἴφνης «νέος μελαχροινός στρατιώτης, μέ στριμμένο τό μουστάκι», μοναδικός ἐπιβάτης παλιοῦ λεωφορείου, προκαλώντας τήν ἔκπληξη  καί τήν ἀντίδραση τοῦ εἰσπράκτορα: «Ποιός εἶσαι κι ἀπ᾿ τὰ ροῦχα σου μαδᾶνε φύλλα / γυρνᾶς ἀπὸ ποιές ἀμμουδιὲς καὶ τ᾿ ἄρβυλά σου / γεμίσανε τὸν κόσμο ἄμμο τῆς θάλασσας ζεστό, / καὶ στάζεις;».

Στό ἀνωτέρω ποίημα («Σταθμός») πλανᾶται ἤδη ἡ αἴσθηση ἑνός μυστηρίου. Ὁ Κοσμόπουλος ὑποβάλλει μέ μαεστρία τό μυστηριῶδες αὐτό κλίμα (θά μπορούσαμε νά τό ποῦμε καί μυστηριακό), πού θά ἐπανέλθει καί σέ ἄλλα σημεῖα τῆς σύνθεσης.Κλίμα πού συνάδει μέ τήν πρόθεσή του νά προσδώσει ἀτέρμονο χαρακτήρα στήν πορεία τοῦ ἔθνους, παρά τίς συνεχῶς ἐλλοχεύουσες παγίδες.

Ἀλλά μέ τό μυστηριῶδες δέν ἀπεμπολεῖ τό πραγματικό, τό σήμερα συμβαῖνονꞏ τοὐναντίον.Τό ἀναδεικνύει διά τῶν ἀντιθέσεων, συμπλέκοντας τό νῦν καί τό ἀεί. Παρελαύνουν, λοιπόν, τά γεγονόταστήν πρόζα-ἀφήγηση πού ἀκολουθεῖ. Διαβαίνουν τά «τόσα χρόνια ἐξορίες καὶ βάσανα» τοῦ γιοῦ του Βασίλη, σμίγοντας στό ξόδι του τή Μικρασία μέ τόν Ταΰγετο, τό ’22 μέ τό ’44. Πονάει ἡ μνήμη,γιατί «εἶναι σκυλὶ ἀδέσποτο, δαρμένο μὲς στοὺς δρόμους», καθώς ὁ γέρος κλαίει καί τόν ἄλλο γιό του, πού «τὸν ἔφαγε ἡ θάλασσα, ἔξω ἀπό τίς Ἰνδίες», ὅπως διεκτραγωδεῖται στιβαρά στό ἑπόμενο πεζοκείμενο, γιά νά ἀκολουθήσει, ὡς βάλσαμο ἀντιθετικό, ἡ «Στάση Ι», «ὄμορφη μέρα, ἀνάμνηση γλυκειά, / μὲ φῶς παληᾶς φωτογραφίας, φθαρμένο».

Ἀκολουθοῦν τρία ἐπικολυρικά ποιήματα δοσμένα μέ τό στόμα τοῦ ἀφηγητῆ-ποιητῆ (XVII-XΙΧ), ὅπου «ἡ λύπη μιὰ παρηγοριὰ μουσκεύει τὸν κισσό / λάμπει μὲς στὸ νερὸ καὶ χάνεται στὴν πέτρα», καί δύο κείμενα πρόζας μέ τά ὁποῖα ἀνασύρονται ξεχασμένα ἐνθύμια: μία φωτογραφία («Ἐνθύμιον Προύσης, 1921») κι ἕνα παλιό δίκαννο, μέ τό κυνηγετικό σακίδιο καί τό ἀκριβό περιεχόμενό του, νά φέγγουν ὡς«σύνεργα ζωῆς καὶ σύνεργα θανάτου». Ἐνθύμια θά ἐπανέλθουν καί παρακάτω, σέ ἄλλη ἀναζήτηση, μέσα σ’ ἕνα μικρό κιβώτιοꞏ τό κέλυφος τῆς ζωῆς μας. Πράγματα μικρά, ἁπλά, μεγάλης ὅμως συναισθηματικῆς ἀξίας («Στρατιωτικὸν Δελτάριον, 1920. Ἔγχρωμη carte-postale ξεθωριασμένη: Panorama de Smŷrne, 1919. Γράμμα τοῦ πεθαμένου γιοῦ σου ἀπὸ τὰ ξένα. Τὸ σακκου­λάκι μὲ ἄμμο τῆς Ἁλμυρᾶς Ἐρήμου. Λευκὸ καὶ πορφυρὸ πακέττο σιγαρέττα, Ἔθνος ἐξαιρετικά»)ꞏ τά ἀνεκτίμητα τεκμήρια τῆς ἱστορικῆς μας διαδρομῆς.

Σέ ἄλλα ποιήματα τῆς σύνθεσης, ὁ ποιητής κατέρχεται στόν «πυθμένα τοῦ στήθους» του, θρηνεῖ στό διαρκές «Ψυχοσάββατο», ἀνάβοντας κερί για τούς κεκοιμημένους καί συναντώντας τό γέροντα στά «δέντρα ποὺ τὸν σκεπάζουνε… στοῦ φεγγαριοῦ τὸ φῶς», ξαναβρίσκει, σάν σέ ἡμερολόγιο, τή «Μεραρχία Ἀρχιπελάγους, λερή, κουρελιασμένη, νά ξεπλένεται σ’ ἅγια νερά». Ὕστερα, σέ μία ἀκόμη παραλλαγή ὕφους,  μετατρέπεται σέ οἱονεί δημοσιογράφο, παίρνοντας μιά ἀφοπλιστική συνέντευξη ἀπό τόν πρωταγωνιστή τῆς ἱστορίας («Ἠχογράφηση, Ι καί ΙΙ»): «…ούνιο 1921, σὲ καφὲ-σαντὰν στὴν Σμύρνη. Ἔπεσα ᾿πάνω στὸν Λυκοῦργο σειρά μου ἀπ᾿ τὸ χωριό, παιδὶ τοῦ ᾿20. Μὲ στέλνουνε Σαγγάριο, μέσα, μοῦ λέει. Δέκα χρόνια στρατιώτης. Θὰ πετάξω τὸ ντουφέκι. Θὰ φύγω. Θυμότανε, τέτοιον καιρὸ θερίζαμε. Τ᾿ ἁλώνια, θημωνιές, δεμάτια. Τὸ μακαρίτικο σκοτώθηκε στ᾿ Ἀφιόνι. Δὲν τὸ ματάειδα”.Ἰούνιο τοῦ ᾿93, μοῦ ᾿λεγε αὐτά. Μεσημέρι. Χρυσὸς ὁ τόπος. Μὲ τὸ λευκὸ πουκάμισο εἶταν. Λαιμόκοψη. Μαλ­λιά, μουστάκι, ἀσημένια. Μὲ τὶς ρυτίδες φλέβες δέντρου»[…].

Στή συνεχῆ ἐναλλαγή τρόπων αὐτῆς τῆς συλλογῆς, ἐπιμελῶς (καί ὡσεί ἐμμελῶς) συνθεμένης, τά ποιήματα πού ἕπονται ἀποπνέουν μουσικότητα, ὅπως καί μερικοί ἀπό τούς τίτλους ἐπιμαρτυροῦν: «Μελάνι μουσικῆς βουβῆς», «Τὸ τραγούδι τοῦ παρία», «Μάθημα μουσικῆς», «Ἀσματίδιον»)». Ὅλα σε παραδοσιακό στίχο, κατέχονται ἀπό τρυφερότητα καί μαζί σπαραγμό, ἀπαντοχή καί χαρμολύπη.

 

«Γινόταν πιὸ βαθύφυλλος μὲ τὸ παληὸ κρασί.

Ἐρχόταν ὁ ἀέρας, πότιζε ὑγρὸς τὶς μέρες

μὲ τὸ μελάνι μουσικῆς ποὺ τοῦ ᾿μαθαν φαρσὶ

σύντροφοι τῆς φωτιᾶς καὶ δέντρινοι πατέρες.

 

Σακατεμένα μου χωριά, τῆς λύπης μου κυψέλες

τὸν πρῶτο τῆς δρακογενηᾶς εἴχατε φύλακά σας,

κι ὅπως θηλάζουν τὰ μωρὰ οἱ νιόπαντρες κοπέλλες

στὴν ἀγκαλιά του κράταγε καρποὺς τὰ μυστικά σας».

 

Ἀλλά καί ἐδῶ, ἡ ἐναλλαγή ὕφους καί ποιητικῶν τρόπων παραμένει. Τά «τραγούδια» ποικίλλονται ἐνδιαμέσως, διασπαθίζονται ἀπό ἄλλα κείμενα, μέ τρόπους πού ἔχουνἤδη δοκιμαστεῖ μέσα στή σύνθεση, διατηρώντας τήν ἑνότητα τοῦ μύθου:ἐλεύθερος στίχος («Ξανά ὁ κότσυφας», «Ὁ θρῆνος τοῦ Πριάμου», «Σύνοψις»), πρόζα μέ ἱστορικές παραπομπές («Στιγμιότυπο»,«Ὀκτώβριος ’96», «Τὸ ὄνειρο τῆς ἱστορίας») καί συνέντευξη («Ἠχογράφηση ΙΙΙ» μέ ἀναφορά στόν Ἐμφύλιο): «Μένα μὲ πήρανε βράδυ. Στοῦ Χατζῆ. Μαρτύρα ποῦ ᾿ναι ὁ γιός σου. Βαρήγανε μὲ τὸ στυλιάρι. Δυὸ μέρες καὶ δυὸ νύχτες. Λιγοθυμοῦσα, μπουγέλο μὲ νερό[…]. Τὸ ᾿47 μᾶς πιάσανε ὅλους. Τὴν γιαγιά σου χήρα, τὸν πατέρα σου ὀχτὼ χρονῶ. “Γονεῖς καὶ συγγενεῖς συμμορι­τῶν”. Μὲ στείλανε Μακρόνησο. Κρύο, εἴχανε ἕνα τραπέζι. Φαντάροι Ἀλφαμίτες, γύρω σ᾿ ἕνα λοχαγό. “Τί ᾿σαι ᾿σύ, ρέ;” “Στρατιώτης εἶμαι. Δέκα χρόνια πολεμοῦσα. Γιὰ τὴν Ἑλλάδα, στὴν Μικρασία”, τοῦ λέω.“Πάρ ᾿τον ἀπὸ μπροστά μου”, εἶπε».

Στό τελευταῖο μέρος τῆς σύνθεσης, ἡ τετραμερής «Fuga» ἐπαναφέρει τό παρελθόν μέσα στό παρόν, μέ δραματικότητα καί πολυσημία. Σιωπή καί λόγος συλλειτουργοῦν μυστικά («γιατί ἔχει πλοῦτος ἡ σιγή καί θέλει εὔλαλο στόμα», ὅπως ἐπιγραμματικά ἀποφαίνεται ὁ ποιητής), καλοῦν τό «ἀρχαῖο πουλί» ἀπό τά βάθη τῆς ἱστορίας νά γίνει ἄστρο δροσιᾶς, τώρα πού «μαράθηκε ὁ καιρός, ξερός καὶ στέρεψαν οἱ βρύσες», τώρα πού ἀσύστολα, στούς νέους καιρούς, «κρυμμένοι οἱ πορνοβοσκοί κοπάδια σέρνουνε, τυφλὰ τὰ πλήθη, ἀπὸ κρυφές ὀθόνες κι ἀπὸ ὑπόγειους πύργους ἐλέγχου». Ὁ ποιητής, παρατηρητής καί μαζί συμπάσχων, ταυτοπρόσωπος πλέον μέ τό στρατιώτη γέροντα, φέρει στό σῶμα του ‒στό συλλογικό μας σῶμα‒ τίς πληγές τῆς πατρίδαςꞏ μιᾶς πατρίδας πού, ἔχοντας λησμονήσει τήν παλιά λεβεντιάτης, πελαγοδρομεῖ στά κύματα τοῦ δῆθεν ἐκσυγχρονισμοῦ:

 

Παίζεις τὰ ρέστα σου πατρίδα, τῆς γλώσσας μου δέντρο.

Ἄλλοτε γρηὰ τσατσὰ ν᾿ ἀκκίζεσαι καπνίζοντας, στὸ

κινητό σου

κι ἄλλοτε πάλι, σὲ ἱστοσελίδες γνωριμιῶν κουφέτο

μοστράρεις τὰ τραυματισμένα κάλλη, χαϊδεύεις τὸν

ἑαυτό σου.

 

Ἄσμα «Σκυλάδικο» κατάντησε ἡ Ἑλλάδα. Τό περιγράφει ὁ Κοσμόπουλος, στά τέσσερα ὁμότιτλα καταληκτικά σονέτα του, μέ  σκληρούς στίχους. Σύνθεση-γροθιά στό στομάχι πού ἀρθρώνεται πολυσχιδῶς, καθώς ὁ ποιητής, «κρατώντας λήκυθο σποδοῦ», περιδιαβαίνει στά «σκυλάδικα τῆς Ἐθνικῆς ὁδοῦ» ἀνακαλύπτοντας καί ἀποκαλύπτοντας τά ράκητους:

 

[…] Βαλκανικὴ πατρίδα ἐρωτευμένη

μὲ εὐρωπαίων μόδιστρων μοντελάκια

ζητιάνα διασκεδάζεις μεθυσμένη

τῶν τουριστῶν τὰ στίφη στὰ σοκκάκια.

 

Τὰ πιὸ καλὰ παιδιά σου γιὰ τὰ ξένα

κι ἄλλα σερβίρουν οὐίσκι, βότκα μπόμπα

ὅμως τὴν νύχτα παίρνουνε καὶ μένα

σὲ μέρη μ᾿ ἀναμμένη παληὰ σόμπα

 

ἐκεῖ ὅπου φάλτσα συνθεσάιζερς καὶ μπουζούκια

ἀνοίγουν διάπλατους τοὺς κρυφοὺς δρόμους

δίχως καπίστρι τοῦ θανάτου, δίχως νόμους.

 

Βαρκοῦλες στὴν στεριά, ἔξω ἀπ᾿ τὰ λούκια

μὲ τὰ λαμέ, τὰ φῶτα ἅψε σβῆσε

καῖνε κουπόνια, ἐπιδοτήσεις καὶ λουφέ.

 

Ὑπάρχουν, βέβαια, καί οἱ ἄλλοι, οἱ λίγοιꞏ αὐτοί πού, ὅπως ὁ ποιητής, «σταματοῦν στῆς πίκρας τὶς σαβάνες / στῆς μνήμης ἄδεια οἰκόπεδα κι ἀλάνες» καί μάχονται.«Μικρὰ ζύμη» πού, ὅμως, «ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ» (Γαλ., ε΄ 9). Ὑπάρχουν καί οἱ κεκοιμημένοι,  «στρατιῶτες ποὺ πονέσανε πολὺ / τοῦ Ἐμφυλίου, τῆς Κύπρου, τῆς Ἀσίας / “ἡρωϊκῶς πεσόντες ἐν ὑπηρεσίᾳ”», οἱ νεκροί πρόγονοι πούσυνεχίζουν νά ζοῦν μέσα στή μνήμη, πού ἐνυπάρχουν μυστικά στό κύτταρο τοῦ φθίνοντος λαοῦ.Ζῶντες καί κεκοιμημένοι συναποτελοῦν, στήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, τό ἑνιαῖο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι «ἀεί ζῶντες». Παρελθόν, παρόν καί μέλλον συνυπάρχουν μέσα στόν αἰώνιο χρόνο. Ἀλλά καί στή λαϊκή παράδοση οἱ ἅγιοι συνεχίζουν νά ζοῦν ἀνάμεσα στούς πιστούς, νά συνομιλοῦν μαζί τους καί νά τούς ἐνισχύουν. Εἶναι αὐτοί πού θά ἀναστρέψουν τήν καθοδική πορεία. Ἐδῶ, τελικά, ἔγκειται τό αἰσιόδοξο μήνυμα τοῦ ποιητῆ (Fuga 4):

 

Ὥρα νά ᾿ρθουν οἱ ἀπόντες κι ὅλοι μου οἱ χαμένοι.

Μὲς στῆς νυχτὸς τὸν σκουριασμένο τενεκὲ λουλούδια

—βαμμένο μὲ ἀσβέστη φεγγαρόφωτου— ἀνθισμένοι

ν᾿ ἀρχίσουνε τὰ μισοφαγωμένα κι ἄγραφα τραγούδια.

 

Γιατὶ ἔγινε ἡ μνήμη σκουπιδότοπος μὲ λόφους

ἀπὸ τὰ πλαστικὰ ὑλικὰ κι ἔχουνε πήξει

τοὺς τόπους της μὲ ἀποφορὰ καὶ ἤχους νόθους

κι ἀνάγκη πᾶσα μιὰ φωτιά, δρόμους ν᾿ ἀνοίξει.

 

Αἵματα σκούριασαν παληά, τὰ χώματα ἐδῶ πάνω.

Στοῦ ἀητοῦ τὴν ἔρημη φωληά, στὸν μαῦρο βράχο

χτυπάει ὁ ἥλιος τῆς Ἀνατολῆς. Ὅλα χρυσώνουν.

Δὲν θέλω τίποτε ἄλλο — τὴν ἐλπίδα νά ᾿χω

τὸν ζόφο τοῦ θανάτου αὐτὰ τὰ χρώματα νὰ ὀργώνουν.

 

Ἀναφέραμε ἤδη τό «πολύτροπον» τῆς ποίησης τοῦ Δημήτρη Κοσμόπουλου, τό ὁποῖο, ἄλλωστε, χαρακτηρίζει καί τίς προηγούμενες συλλογές του. Πολύτροπο μέν, ἐνταγμένο ὅμως στό προσωπικό ὕφος πού ἔχει κατακτήσει ὁ ποιητής, ἔτσι πού ὄχι μόνο νά μήν τό ἀποδυναμώνει ἀλλά νά εἰσφέρει στήν ποικιλία τῆς τεχνικῆς καί στήν ἐναλλαγή τῶν σκοπούμενων μηνυμάτων. Τά πλεῖστα τῶν ποιημάτων εἶναι ὁμοιοκατάληκτα, σέ τετράστιχες στροφέςἤ σονέτα, ὑπάρχουν ὅμως καί ἐδῶ παρεκβάσεις κατ’ ἐπιταγή τοῦ νοήματος, ὅπως στροφή διασπασμένη σέ τρίστιχη καί πεντάστιχη (σ. 9) ἤ σέ ἄλλο συνδυασμό (σ. 18) καί σονέτα ἤ τετράστιχα μέ ἕναν ἐπιπλέον στίχο στό τέλος (σ. 13, 54). Ἐνίοτε, μεταξύ τῶν στίχων ἐμφιλοχωρεῖ μίαἐπωδή (σ. 16-17)ἤ  ἕνα δημοτικότροπο τετράστιχο (σ. 22: Τρία καράβια πᾶνε Σμύρνη καὶ Κορδελιό / Δὲν εἶδαν τὰ ματάκια μου, ρὲ τζάνεμ / Σὰν τ᾿ Ἀιβαλὶ χωριό… / Ἔχει ἀσημένιες πόρτες, ἔχει χρυσὰ κλειδιά…). Τοιουτοτρόπως, διάφορες παραδοσιακές μορφές συμπλέκονται μέ μορφές νεωτερικότητας, ἐνῶ δέν ἀπολείπει καί ὁ ἐλεύθερος στίχος, εὔρυθμος πάντα.

Ἄλλωστε, ὁ ρυθμός, εἴτε στό παραδοσιακό μέτρο εἴτε στόν ἐλεύθερο στίχο, συνιστᾶ ἐγγενές στοιχεῖο στήν ὅλη ποίηση τοῦ Κοσμόπουλου. Παρεκβάσεις ὑπάρχουν κι ἐδῶ, καθώς ἡ μετρική δέν τηρείται πάντα μέ αὐστηρότητα, χωρίς, ὡστόσο, νά ἀκυρώνει τή μουσικότητα τοῦ ποιήματος. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ὁμοιοκαταληξία, πού ἄλλοτε εἶναι πλεκτή, ἄλλοτε ζευγαρωτή καί ἄλλοτε σταυρωτή, ἀλλά καί ἐναλλασσόμενη μέσα στό ἴδιο ποίημα (π.χ. σ. 28) ἤ σέ μικτούς συνδυασμούς. Ἀξιοσημείωτη εἶναι καί ἡ ἐπιλογή τοῦ ποιητῆ νά προκρίνει, σέ μερικές περιπτώσεις, ὁμοιοκαταληξίες διαφορετικού τονισμού (ἄμμος / Πέργαμοςꞏτό φῶς / τάφος) ἤ  ἐλλειπτικές (ποτέ / χορευτέςꞏ ξεχάσεις / γεράσει). Ὅλα τά παραπάνω ἀποτελοῦν ἠθελημένη σύζευξη παραδοσιακοῦ καί νεωτερικοῦ, πού εἰσφέρει στήν ποιητική ἀναζήτηση νέων ἐκφραστικῶν μέσων.

Πλούσια ἡ γλώσσα τῶν ποιημάτων, σφιχτή καί καλλιεπής, πιστοποιεῖ τήν παιδεία τοῦ Κοσμόπουλου. Τό πολυτονικό σύστημα (μέ βαρεῖες), τό ὁποῖο ἀκολουθεῖ, προσθέτει πάντα στή γλωσσική ἀκρίβεια, ἐνῶ ἡ διατήρηση μερικῶν παλαιότερων ὀρθογραφικῶν τύπων συμβάλλει στήν ἀνάδειξη τοῦ κλίματος ἐποχῆς.

Ἕνα ἄλλο μορφολογικό στοιχεῖο τῆς συλλογῆς εἶναι ἡ παρεμβολή, μεταξύ τῶν ποιημάτων, πεζόμορφων κειμένων ἐν εἴδει πρόζας, ἐπιτείνοντας ἔτσι τήν ἤδη ὑπάρχουσα θεατρικότητα τῆς σύνθεσης. Διότι σαφῶς θεατρική εἶναι ἡ δομή τοῦ ἔργου, καθώς ἀναπτύσσεται μέ τριπλή ἐναλλαγή προσώπων, διαλλεγόμενων, διαπλεκόμενων καί, κάποτε, ταυτιζόμενων: τοῦ νέου πολεμιστῆ, τοῦ γέρου ἀπόμαχου, τοῦ ποιητῆ συνομιλητῆ του καί τοῦ ποιητῆἀφηγητῆ. Δράση ἐκτεινόμενη χρονικά στή διάρκεια ἑνός αἰώνα. Πρόκειται, στήν οὐσία, γιά ἕνα ποιητικό θεατρικό δρώμενο, κινούμενο μεταξύ ἱστορικῶν γεγονότων καί σύγχρονης κοινωνίας, ποίημα ἡρωϊκό καί θρηνητικό, ἐλεγεία καί μαζί ἐποποιΐα. Ἀπό αὐτή τήν ἄποψη ‒καί δεδομένων τῶν ἀφηγηματικῶν κειμένων πού παρεμβάλλονται‒ θά μποροῦσε νά συσχετιστεῖ μέ τόἌξιον ἐστίτοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη.

 

Ἀλέκος Ε. Φλωράκης