Πρωινό
Τρώγαμε το πρωινό μας έχοντας ανάσκελα ξαπλώσει,
γιατί οι οβίδες ουρλιάζανε πάνω από τη γη.
Μια φέτα μπέικον στοιχηματίζω για ένα καρβέλι ψωμί,
ότι η Χαλλ Γιουνάιτεντ τη Χάλιφαξ θα σαρώσει,
αν ο Τζίμι Στέινθορπ στην άμυνα μπει,
αντί του Μπίλι Μπράντφορντ. Πριν το κεφάλι του σηκώσει,
ο κοκκινομάλλης έβρισε και το δέχτηκε · κι έπεσε νεκρός πίσω εκεί.
Τρώγαμε το πρωινό μας έχοντας ανάσκελα ξαπλώσει,
γιατί οι οβίδες ουρλιάζανε πάνω από τη γη..
Όλη νύχτα κάτω απ’ το φεγγάρι
Όλη νύχτα κάτω απ’ το φεγγάρι
οι χαραδριίδες πετούν
πάνω απ’ τα ονειρικά λιβάδια από φως ασημί,
πάνω απ’ του Ιουνίου το χορτάρι
κλαίνε και καλούν,
περιπλανώμενες φωνές αγάπης στης νύχτας τη σιωπή.
Όλη νύχτα κάτω απ’ το φεγγάρι
αγάπη, αν και ξαπλωμένοι μιλάμε
ήσυχα κάτω απ’ την αχυρένια σκεπή,
στ’ ονειρικό φως πάνω απ’ του Ιουνίου το χορτάρι
μαζί πετάμε,
περιπλανώμενες φωνές αγάπης στης νύχτας τη σιωπή.
Ξεβρασμένα ξύλα
Μαύρα μαδέρια από ξεβρασμένα ξύλα καίνε με φλόγες παγωνιού,
θαλάσσια πράσινα και μωβ και της θάλασσας το μπλε
κι όλες οι διαρκώς μεταβαλλόμενες χροιές, που δε μετρήθηκαν ποτέ
ούτ’ έχουν όνομα, μα στοιχειώνουν το αναλλοίωτο του βυθού,
τρεμοπαίζουν και υψώνονται στη μαγεμένη μας θωριά:
κι όπως κοιτάμε, το ανεξιχνίαστο μυστήριο, η κρύα,
απροσδιόριστη, αλμυρή, θαλασσινή μαγεία
στην ήσυχη νύχτα λάμπει εμπρός μας καθαρά.
Το μυστικό που αναζητούσε ο Οδυσσέας ξέρουμε,
που φεγγαροπαρμένοι ναυτικοί, τότε που πρωτομετρήσαν τον καιρό,
αρπάξανε σαν κινδυνεύαν να πνιγούν – παράξενα φέρουμε
στις στεριανές καρδιές μας μεσ’ απ’ τα ξεβρασμένα μαδέρια
που έτυχε να κάψουμε κάτω απ’ τα ψυχρά αστέρια –
το μυστικό στην ανθρώπινη καρδιά-ωκεανό.
Παλίρροια
Ανεμοδαρμένο και κατακόκκινο έλαμπε το νεαρό
της σώμα στα ηλιόλουστα ρηχά, πιτσιλίζοντας αφρό·
Μα όταν ξάπλωνε στη ριγωτή άμμο, την ασημιά
και πάνω της κυλούσαν πράσινα κύματα, μικρά,
ψυχρά διαφανής και φεγγαρόχρωμη φαινόταν
η εύθραστή της ομορφιά, σα να παρασυρόταν
μακριά από το γέλιο της μέρας και το φως,
σε μια λυκόφωτη, χαμένη κατοικία, που ζει θαλάσσιος θεός.
Ξανά προς τον ήλιο με χαρούμενη κραυγή,
αστραφτερή απ’ τη θάλασσα αναδύθηκε ζωντανή,
ψεκάζοντας λευκό αφρό τον καυτό γαλάζιο ουρανό.
Ένα γελαστό κορίτσι…κι όμως το βλέπω ξαπλωτό
κάτω από βαθύτερη παλίρροια αιωνία,
σε κρύα φεγγαρόχρωμη αθανασία.
Θρήνος
Εμείς που απομείναμε, πώς θ’ αντικρίσουμε ξανά
τον ήλιο ή τη βροχή να νιώσουμε με την ίδια χαρά,
χωρίς να θυμηθούμε πώς κι αυτοί
που πήγαν αγόγγυστα και δώσαν τη ζωή
τους για μας, το ίδιο αγαπούσαν τον ήλιο, τη βροχή;
‘Ενα πουλί τραγουδάει στη βρεγμένη πασχαλιά –
μα εμείς, πώς θα στραφούμε στα μικρά,
ν’ ακούσουμε τον ήχο των πουλιών, των ανέμων, των κυμάτων,
που αγίασαν τα όνειρα των,
και να μη νιώσουμε πώς ραγίζει η καρδιά στην καρδιά των πραγμάτων;
*********************
Ο Wilfrid Wilson Gibson (1878-1962) έγινε γνωστός για τα ποιήματα που έγραψε με θέμα τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, όπως και ο στενός του φίλος Rupert Brooke. Είχε όμως ήδη εκδόσει κάποιες συλλογές και είχε συμμετάσχει σε διάφορες ανθολογίες, πριν καταταχτεί στο στρατό. Μετά τον πόλεμο, συνέχισε να γράφει ποίηση και θέατρο για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από ερωτικά μέχρι κοινωνικά. Συχνά αναφερόταν στη φτώχεια των εργατών και των χωρικών. Εμπνεύστηκε από τους θρύλους και τα τραγούδια της ιδιαίτερης πατρίδας του, του Νορθάμπερλαντ. Το ποίημα «Όλη νύχτα κάτω απ’ το φεγγάρι» έχει μελοποιηθεί 4 φορές, η πιο γνωστή αυτή του Ivor Gurney το 1918.