
artwork: Ελισάβετ Μουζάκη
[ΔΕΝ ΦΤΑΙΣ]
Δε φταις εσύ γι’ αυτό που είσαι
άψυχη, ασήμαντη, πουτάνα˙
όμως φταις γι’ αυτό που είπες
επειδή το είπες σε μένα.
Άλλος μπορεί να μην το άκουγε
ότι τον αγαπάς. Να τον διαπερνούσε.
Όμως εγώ
πέρασα τη ζωή μου ζυγίζοντας λέξεις
που οι άνθρωποι δεν εννοούν.
ΕΡΩΤΟΒΛΗΤΗΣ
Κι αν κλείσεις το στόμα
και τη μύτη μου
θα μπορώ να σ’ οσφραίνομαι
απ’ τους πόρους του δέρματός μου˙
κι αν τους φράξεις κι αυτούς
μ’ ένα αναστεναγμό σου
θα ’χω αρκετή μυρωδιά σου
μέσα μου να τρέφομαι
όσες αιωνιότητες κι αν με γερνά
η παραμικρή σου απουσία.
Να μη μ’ αφήσεις όταν σ’ αγαπώ
θα την πληρώσει όλος
ο κόσμος
θα αναστατώσω απ’ τα θεμέλια
τα μνήματα
θα ξεμανταλώσω νεκροφόρες
με μύρο το χώμα θ’ ανατινάξω
να μας κάψει διάπυρος
ο πυρήνας της γης
ερωτοβλήτης.
ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΣΜΟΣ
Χαράματα χαστουκίζω το παράθυρό μου.
Αναθαρρεί ο ήλιος
μπαίνει δειλά δειλά μες στο δωμάτιο
δειλά αγγίζει το γραφείο μου
το πάτωμα, το στρώμα
μα όταν ανύποπτος φτάνει
στο νυχτικό σου
λυγίζει κι αποσύρεται το φως
και πάλι σ’ έχω ανάγκη στο σκοτάδι.
ΒΡΟΥΞΙΣΤΗΣ
Όταν το σώμα σου δίψασε
να μάθει πού ανήκει
έπρεπε να ’ρθεις να με βρεις.
Προτού με γνωρίσεις γνώριζες
ότι στο σώμα σου θα βρω
τ’ αγγίγματα των άλλων.
Πώς διανοήθηκες λοιπόν
ότι μπορεί η απιστία σου
να μη με πειράξει;
Δεν ήξερες πού βρίσκομαι
θα πεις
δεν ήξερες καν αν υπάρχω.
Δεν έχει σημασία.
Προτού με γνωρίσεις γνώριζες
ότι στο σώμα σου θα βρω
τ’ αγγίγματα των άλλων
αν υπάρχω
αν στ’ όνειρά μου κάθε βράδυ
φλυαρώ
πως σ’ αγαπώ γιομάτος πείνα
στο κλεμμένο πλευρό μου.
Ο ΒΗΧΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ
Ο καπνός της καμένης φωτογραφίας σου
ντουμάνιασε το σπίτι
όμως δεν μπόρεσε
την απουσία σου να διώξει.
Δέκα χρόνια καπνιστής
βρήκα το βήχα που δεν αντέχω
στα τσιγάρα που δεν κάπνισες εσύ.
Τώρα που λείπεις τα θυμάμαι όλα
όμως δε σε δικαιολογώ.
Αν μ’ είχες φοβερίσει ότι θα φύγεις
τότε, ναι, θα έφταιγα εγώ.
ΦΤΑΙΕΙ ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΣΑΙ
Φταίει που κοιμάσαι
και δεν μπορώ να κοιμηθώ.
Πώς μπορώ να ονειρευτώ
όταν θέλω
τ’ όνειρό σου να ’μαι;
Στις μύτες των βλεφάρων
παρακολουθώ
το χείλος που συσπάται
από δίψα
μα δε χρειάζεται να σηκωθώ
για το νερό
αφού με βλέμμα υγρό
σε φιλώ μέσα στη νύχτα.
ΜΗΔΕΝ ΡΕΖΟΥΣ ΑΡΝΗΤΙΚΟ
Όλο το προηγούμενο δευτερόλεπτο
χαμογελούσες. Είναι βαρύς ο εθισμός
κατάλαβέ με
ιδρώνω και πονώ, πίνω
μα δε μεθώ
έχεις τη δόση μου στα χείλη σου
τις φλέβες μου όλες άδειες
αιμορραγώ να ρεύσεις μέσα μου
δίχως σου ξεψυχώ.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Κύριε Ιησού Χριστέ Θεού Υιέ
Σου ζήτησα μια ορχήστρα να συνοδεύω
όλες τις συλλαβές που βγαίνουν από μέσα μου
με τη ζέστα του φρεσκοπαιγμένου βιολιού
όταν ο ήλιος ανεβάζει πυρετό μέσα στα άνθη
όταν η έξαρση της Άνοιξης με χτυπά
σαν αλλεργία της λήθης
κι Εσύ τι μου Δίνεις; Μια βεντάλια.
Μα κι αν εγώ Σου κάνω το χατίρι
και ρεύματα δημιουργήσω πάνω απ’ τον ιδρώτα μου
Νομίζεις πως για μια στιγμή
Κύριε Ιησού Χριστέ Θεού Υιέ
που με Ελέησες με τον συμβιωτικό
ελαιόβιο της ποίησης κορμό
θα πάψει της αποστολής μου η εφίδρωση;
Μόνο με έναν τρόπο, Κύριε, θα στεγνώσω
αν πράγματι η θυσία μου άλλη δεν μπορεί
να είναι από αυτή- μόνο με έναν τρόπο.
Αν η βεντάλια Σου πνεύσει ανέμους
τους στίχους μακριά από το σώμα μου
στα πέρατα του κόσμου
τότε Σου το υπόσχομαι: θα αφυδατωθώ
ανάμεσα στις σελίδες των βιβλίων μου
ρόδο θα γίνω να κοσμεί το αντίτυπο
της γυναίκας που με αγάπησε πολύ.
Του έρωτα θ’ απομείνω
δεινός σελιδοδείκτης.
Πιο τίμια, και γι’ αυτό, ευκόλως, αντιμετωπίσιμα διά αντιλόγου δυναμικής, τα μαστιγώματα ειλικρινών εκφράσεων – ιδεών – αισθημάτων – μαστιγίων, από την ύπουλη – συγκαλυμμένη, κακεντρεχή, δηλητηριασμένη αναχρονιστικότητα ( που όμως σύγχρονη δια του φονταμενταλισμού γίνεται ) – των δήθεν.
Μου αρέσει η αμεσότητα! Η λεπτότητα στην έκφραση. Και οι εικόνες.
Η αμεσότητα, είθισται, ως αυθορμητισμός ή παρορμητισμός που δεν γνωρίζουν επιτήδευση, να μην ανταμώνει την κομψότητα. Εδώ, η γραφή Μουζάκη, έρμαιο αυθορμητισμού, αλλά και παρορμητισμού, ενίοτε ( που δεν λογαριάζει κόστος ) εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν του τους στίχους:
– Δε φταις εσύ γι’ αυτό που είσαι
άψυχη, ασήμαντη, πουτάνα˙-
– Να μη μ’ αφήσεις όταν σ’ αγαπώ
θα την πληρώσει όλος
ο κόσμος
θα αναστατώσω απ’ τα θεμέλια
τα μνήματα
θα ξεμανταλώσω νεκροφόρες
με μύρο το χώμα θ’ ανατινάξω
να μας κάψει διάπυρος
ο πυρήνας της γης
ερωτοβλήτης. –
– πως σ’ αγαπώ γιομάτος πείνα
στο κλεμμένο πλευρό μου. –
γίνεται ρέκτρια σκληρών απεικονίσεων, περισσότερο, παρά τρυφερών στιγμών.
Ο δημιουργός εκφράζει την ερωτική έλξη του για τον άλλον με πάθος μεν, αλλά μέσα από εγωκεντρισμό και κτητικότητα, χωρίς να υπολογίζει το κόστος, τόσο στο ύφος, στην μορφή, όσο
και στο περιεχόμενο τής νοηματοδοσίας, των μηνυμάτων.