Ἀσημένια Ψάρια Κολυμβοῦν μέσα στὸ Χῶμα

Κάτω ἀπὸ τὴ Μητρόπολη,
κεῖται θαμμένος ὁ λευκὸς γιγάντειος νεκρὸς
«σστ, μίλα ψιθυριστὰ μᾶς ἀφουγκράζεται»
αἴφνης γελᾶ Αἰάντεια τιναζόμαστε στὸν ἀέρα
πλόκαμοι φαιᾶς οὐσίας ―τὰ σχισμένα μυαλά του,
διέρχονται ἀπ᾽ τὰ δωμάτια ἀχνοφέγγοντας,
ἑλίσσονται μεταξύ τῶν κτιρίων διακλαδίζονται.

Νύχτα· στὸν οὐρανὸ πλέουν βάρκες μὲ ἁλιόφως
κυματίζοντα πρόσωπα ἁλιέων μᾶς κοιτάζουν
ἁπλώνουν τὸ χέρι χράπ! μᾶς ἁρπάζουν
Ἡ ἀγαπημένη μου τρέχει ἀσθμαίνοντας
χρυσὴ ἀστερόσκονη εἰσρέει στὸν κόλπο της,
στροβιλίζεται μέσα της
ἀπ᾽ τὸ στόμα ἐκπνέει χρυσαύγεια· τὴν φιλῶ καί,
τὰ χείλη μας συγκολλῶνται ἑνοποιούμαστε
μουγγρίζοντας τραβιόμαστε ν᾽ ἀποσχισθοῦμε.

Ἡ Ἐποχὴ ποὺ Ζοῦμε

Τὴ μιὰ στιγμὴ εἶναι ἡμέρα, τὴν ἄλλη νύχτα
ὁ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει δὲν δύει· ἀνάβει σβήνει
ἀκανόνιστα
τὸ σκοτάδι πετρώνει ἀκαριαῖα,
καὶ μᾶς σφίγγει ἐντός του ὡς τὴν ἑπόμενη μέρα.

Ἀπ᾽ τὴν παλάμη καταιονίζω νερὸ
λούζω τὴν ἀγαπημένη μου· ἀπ᾽ τὰ μάτια της βγαίνουν,
δυό χέρια ποὺ ψαύουν ἀπεγνωσμένα τὸν κόσμο
Λίγοι ἀγωνίζονται νὰ συγκρατήσουν,
δεμένον μὲ σχοινιὰ τὸν οὐρανὸ ποὺ φεύγει
τοὺς ἀνελκύει εἰς μέγα ὕψος καὶ πέφτουν
χωρὶς οὐρανὸ εἴμαστε στὸ ἔλεος τοῦ Κτήνους.

Πασχίζουμε νὰ μείνουμε ἄγρυπνοι
οἱ ἐφιάλτες μᾶς κατασπαράσσουν τὰ σπλάγχνα
μαῦροι τεράστιοι πλαταγίζουν πὰν᾽ ἀπ᾽ τὶς στέγες μας
οὐρλιάζοντας πηδοῦν κι ἀφήνουν,
χρυσὲς νυχιὲς στὸν καπνισμένο θόλο τῆς νύχτας. 

Κόσμος εἶναι τὸ Παραισθησιογόνο Ἄρωμα ἑνὸς Ἄνθους

Μετέωρα διάφανα ἔμβρυα,
τρέφονται ἀπ᾽ τὴν πανσέληνο μ᾽ ὀμφάλιους λώρους
ἄνθρωποι στ᾽ ἀβαθῆ ἀπωθοῦν τὰ κύματα,
ποὺ συνωθοῦνται τὸ ἕνα πίσω ἀπ᾽ τ᾽ ἄλλο
ὁρμοῦν τὰ νέφη κι ἁρπάζουν ἀπ᾽ τὰ μαλλιὰ τὶς γυναῖκες
ἄναυδοι μένουν οἱ ἄνδρες ἀπὸ τά στόματά τους,
ἐξέρχονται ἀτμοκίνητα τρένα.

«Ἡ πραγματικότητα εἶναι πηγὴ ψευδαισθήσεων,»
λέει ἕνας ἄγνωστος καὶ μοῦ σφίγγει τὸ χέρι
ἀπ᾽ τὶς παλάμες μας διέρχονται οἱ ζωές μας
τὶς ἀνταλλάσσουμε καὶ ζῶ τὴ ζωὴ τοῦ ξένου
τώρα ἑλίσσομαι μεταξὺ τῶν σταγόνων τῆς βροχῆς
ἀγωνιώδη πρόσωπα,
προβάλλουν ἀνάγλυφα στὸ δέρμα μου
τὸ σχίζουν καὶ βγαίνουν δεκάδες λιλιπούτειοι Larry
τοὺς συνθλίβω στὶς γωνιὲς μὲ τὰ μυτερὰ λουστρίνια μου.