ΔΩΡΑ

Δὸς σ’ ἄντρα ἕνα ἄλογο νὰ δύνεται νὰ ἱππεύῃ,
δὸς σ’ ἄντρα ἕνα πλεούμενο νὰ τὸ καλαρμενίζῃ·
τὴν θέσι καὶ τὸν πλοῦτο του, τὴν ῥώμη, τὴν ὑγειά του,
πάνω σὲ γῆν ἢ θάλασσα κεῖνος δὲν θὰ λυγίζῃ.

Δὸς σ’ ἄντρα τὸ τσιμπούκι του νὰ πίνῃ τὸν καπνό του,
δὸς σ’ ἄντρα τὸ βιβλίο του νὰ κάτσῃ νὰ διαβάζῃ:
καὶ μὲ μιὰ γαληνὴ χαρὰ τὸ σπιτικό του λάμπει,
κι’ ἂς γύρωθε ἡ κάμαρη πολὺ φτωχὴ φαντάζῃ.

Δὸς σ’ ἄντρα μία κοπελλιὰ γιὰ νὰ τὴν ἀγαπήσῃ,
ὅπως ἐγώ, ἀγάπη μου, ἐσένα ἀγαπῶ·
καὶ μὲ τῆς Μοίρας τὸν παλμὸ τρανώνει ἡ καρδιά του,
πάνω στὴν γῆ, στὴν θάλασσα, μέσα στὸ σπιτικό.

Ο ΟΙΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Ἡ μουσικὴ εἶναι ὁ οἶνος τῆς Ἀγάπης,
κι’ εἶν’ τὸ τραγούδι τῆς Ἀγάπης ἡ γιορτή:
κι’ ὅταν ἡ Ἀγάπη παρακάθεται στὸν δεῖπνο,
ἡ Ἀγάπη κάθεται πολύ:

Πολὺ κάθεται κι’ ἐγείρεται πιωμένος,
ὅμως ὄχι ἀπ’ τὴν γιορτὴ κι’ ἀπὸ τὸν οἶνο·
παραπαίει ἀπ’ τὴν ἴδια τὴν καρδιά του,
τὸ πλούσιο καὶ μέγ’ Ἀμπέλι κεῖνο.

ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΤΡΑΙΝΟ

Καθὼς ὁρμᾶμε, μὲς στὸ τραῖνο μὲ σβελτάδα,
δέντρη καὶ σπίτια πᾶνε ἀνάντια μας γυρνῶντας,
μὰ οὐράνια ἀστρόσπαρτα ποὺ σκέπουν τὴν ἁπλάδα
πάνω στὲς ῥᾶγες μας φτάνουν πετῶντας.

Ὅλα τὰ ἔμμορφ’ ἄστρη στ’ οὐρανοῦ τὸ βράδυ,
τοῦ Νύχτιου δάσους τ’ ἀσημένια περιστέρια,
πάνω ἀπ’ τὴν γκρίζα γῆ σμάρια πετοῦν ὁμάδι,
τὸ πέταγμά μας συνοδεύουν ταίρια.

Παντοτινὰ μὲ δίχως φόβον θὰ ὁρμᾶμε·
ἂς εἶν’ ἀλάργα ὁ σκοπός, πτῆσι γοργή!
Ὅτι, ἀκριβή, τὰ Οὐράνια ἀντάμα κουβαλᾶμε,
ἐνῷ γλιστρᾷ κάτω ἀπ’ τὰ πόδια μας ἡ Γῆ!