«Μα έχω γιό δεκατεσσάρων χρόνων που τυγχάνει του ενδιαφέροντος και της αφοσιώσεώς μου». Αποκρίθηκε η τριαντατετράχρονη βιβλιοθηκονόμος στις ερωτικές νύξεις του Μιχαήλ, ένα πρωινό του χειμώνα, που ο Μιχαήλ ξεφύλλιζε βιβλία λογοτεχνών στα ράφια μιας δημοτικής βιβλιοθήκης.

Ο Μιχαήλ εγνώριζε από καιρό την βιβλιοθηκονόμο, αφού δανειζόταν βιβλία από την βιβλιοθήκη, αλλά και έδινε σε αυτήν τις κατά καιρούς εκδιδόμενες συλλογές των ποιητικών κειμένων του. Είχε εκφράσει από την αρχή την συμπάθειάν του διά την παρουσίαν της βιβλιοθηκονόμου, και περίμενε τον χρόνο που ωριμάζει τις συνθήκες, για να διατρανώσει την επιθυμίαν του.

«Ο γιός σου λοιπόν νέμεται τα γαλάζια μάτια σου;» Ανταπήντησε με ερώτηση ο Μιχαήλ, στην διαμαρτυρίας δήλωση της βιβλιοθηκονόμου. «Άφησε την ειρωνεία και σοβαρέψου. Είμαι χωρισμένη, έχω γιό κοτζάμ άνδρα, και δεν επιτρέπεται στην θέση μου να δέχομαι τέτοιες προτάσεις. Κατάλαβες;» Είπε αγριεμένη.

Ο Μιχαήλ έφυγε, αλλά αναρωτιόταν: «Αφού είναι χωρισμένη, δεν έχει ανάγκη από ερωτική συντροφιά; Και γιατί προτάσσει την ύπαρξη του υιού; Δηλαδή, όταν γεννήσεις, κλείνεις ερωτικά; Η μητρότητα αντικαθιστά την ερωτική συνεύρεση και την κορύφωσή της, τον οργασμό; Είναι δυνατόν η μητρότητα με το μεγάλωμα των παιδιών και τα μαρτύρια που αυτό συνοδεύουν, να είναι γλυκύτερη, ζωτικότερη από το ερωτεύεσθαι και το συνευρίσκεσθαι; Άρα η μητρότητα αντιστρατεύεται την προέλευσή της, που είναι πόθος ερωτικός και ενσάρκωση του πόθου τούτου.»

Αυτά εσκέπτετο ο Μιχαήλ, κατά την διάρκειαν της ημέρας εκείνης, μετά την άκομψη συμπεριφορά της βιβλιοθηκονόμου. Την επόμενη μέρα, ο Μιχαήλ έδωσε στην βιβλιοθηκονόμο ένα φύλλο χαρτί, εις το οποίον είχε εξωτερικεύσει οργανωμένα τους προβληματισμούς του, που χρόνια τώρα, η γυναικεία άρνηση δημιουργούσε, και οι οποίοι σε συμπεράσματα μετετράπησαν.

«Η μητρότητα κατέχει το κομμάτι της στην πίττα των σημασιών, ως απότοκη του έρωτα, τον οποίον η φύση προβάλλει, εμπνέει, επιτάσσει ως σημασία των σημασιών. Όμως το ανθρώπινο είδος απαξιώνει την σημασία των σημασιών, και καθοσιώνει, χρησιμοποιώντας το απότοκό της, την τεκνογονία, ανάγοντας αυτό σε υπέρτατη ευχαρίστηση και αξία. Ο πολιτισμός και η κοινωνική οργάνωση που τον εκφράζει, στρέφουν την μητρότητα εναντίον του έρωτος, από τον οποίον αυτή εκπορεύεται. Έτσι, οι ανέραστοι, ελλείψει  κινήτρου ζωής, προσπαθούν να διασωθούν μέσα από τα παιδιά τους, πνίγοντάς τα, αφού τα διδάσκουν τις απαξίες-αντικίνητρα ζωής, της μονογαμίας-αγαμίας, της εξιδανίκευσης των υλικών αγαθών, του ανταγωνισμού, της απληστίας, του χασίματος χρόνου, που είναι ζωή˙ αντί η παιδεία των ανθρώπων να είναι προσανατολισμένη, προσαρμοσμένη, σύμφωνα με την εκ φύσεως μείζονα και οξυτέρα των ηδονών, την περί τα αφροδίσια.

Αυτήν την μητρότητα που τον έρωτα εκδιώκει, μανιωδώς επιδιώκουν οι γυναίκες, επιστρατεύοντας όλου του είναι τους την ικμάδα, κάθε μέσο θεμιτό και αθέμιτο, προσποιούμενες έρωτα, κατά τις γόνιμες ημέρες, για να συλλάβουν, ενώ η ματιά τους αγριεύει, και μόνο που θα τις κοιτάξουν οι άνδρες. Πολλοί αποκαλούν τις γυναίκες ξυπνές! Μα ποιόςξυπνός επιθυμεί, διακαώς, την φυλακή;»

Μετά από δέκα ημέρες , ο Μιχαήλ επήγε πάλι στην βιβλιοθήκη να ζητήσει κάποιο βιβλίο, και τότε εδέχθη τα πυρά της βιβλιοθηκονόμου για το περιεχόμενο της επιστολής που της είχε δώσει. «Ποιός είσαι εσύ, που τολμάς, να λοιδορείς τις σταθερές στον χρόνο, αδιαπραγμάτευτες αξίες των ανθρώπων, τα ιερά και τα όσια, να αμφισβητείς το μεγαλείο της αναπαραγωγής, της μητρότητας! Που αποτελούν σκοπό ζωής! Να αποκαλείς την εργασία χάσιμο χρόνου, ζητώντας θρασύτατα από την κοινωνία, να υπακούσει στις διεστραμμένες ορέξεις του μυαλού σου και του πουλιού σου, που μόνο αυτό έχεις στο νού σου. Είσαι περιθώριο επικίνδυνο!

Οι ποινικοί, οι τοξικομανείς μάς απειλούν για ευτελείς παθολογικές ιδιοτέλειες, και φυσικά συλλαμβάνονται, φυλακίζονται˙ ενώ εσύ απειλείς με τις μιαρές σκέψεις σου, των οποίων η διάδοση πρέπει να εμποδίζεται, διότι,   εάν οι άνθρωποι επηρεασθούν από αυτές, θα καταλήξουν τεμπέληδες, νιχιλιστές, διεστραμμένοι, και τότε αλλοίμονο στην ανθρωπότητα! Θα σβήσει.»

«Ενώ τώρα θα μεγαλουργήσει, όπως μεγαλουργεί τόσους αιώνες εργασιομανίας, απληστίας, αγαμίας». Απήντησε ο Μιχαήλ συνεχίζοντας: «Η μητρότητα, την στιγμή που επιχειρεί (και λέγω επιχειρεί, διότι ποτέ δεν θα το κατορθώσει), να σφετερισθεί την μοναδική, ανυπέρβλητη    απόλαυση τής προέλευσής της, αρρωσταίνοντας ανθρώπους, αφού εξοβελίζει τον έρωτα, αυτή η μητρότητα καθίσταται, αυτομάτως, απαξία επικίνδυνη.

Η δε εργασία είναι, και θα παραμείνει, αναγκαίο κακό, και σαν τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται από τους ανθρώπους, καθιστώντας αυτό, όσο το δυνατόν ανώδυνο, αφιερώνοντάς του λίγο χρόνο. Σε μία κοινωνία που θα υπηρετεί το αναγκαίο και όχι το μάταιο περιττό, θα χρειαστούν αγρότες, τεχνίτες, γιατροί, που θα είναι εραστές, αθλητές στοχαστικοί στον χρόνο τον πολύ που θα απομένει. Όμως αυτό απαιτεί ανθρώπους  ηδονικούς, λιτούς, εμπειροτέχνες αισθήσεων, και όχι μυημένους στην ανικανότητα του αισθάνεσθαι που νεκρώνουν την ψυχή και τον εντολοδόχο της το σώμα, αφουγκραζόμενοι σκουπίδια, οχετούς.

Όπως τα γεγονότα καταδεικνύουν, εις τα οποία συμπεριλαμβάνεται η δημιουργία των ποινικών και των τοξικομανών, από τους οποίους είπες ότι απειλείσθε, το τραγελαφικό για σένα και την πλειοψηφία των ανθρώπων, εξ ονόματος της οποίας αλαζονικά ομιλείς, είναι ότι, οι αξίες σας υπονομεύουν την υπόστασή σας, προδίδοντάς σας˙ ενώ εγώ, απομονωμένος από την προδοσία των δικών μου ιδανικών, προδοσία η οποία έγκειται εις το ανεφάρμοστο, λόγω μη προτιμήσεως αυτών από τους ανθρώπους, παρατηρώ τα αλληλομακελέματα των πολλών, τρώγοντας,  κάποτε, καμιά μαχαιριά ξώφαλτση.

Μέχρι στιγμής, το ζωικό βασίλειο, παρ’ όλη την σημαντική έλλειψη και διάκριση της φύσης εις βάρος του, κατανοεί την ελευθερία και συμμερίζεται την ζωή περισσότερο από το ανθρώπινο είδος, το οποίο με απριόρι αποθέματα νόησης δηλητηρίασε την οικουμένη, και ουαί σε αυτούς που έρχονται! Υπεραμύνσου των αλυσίδων σου!

 

Φόβου ημέρες φειδωλές η αρχή σας

Φόβου ημέρες φειδωλές η απαντοχή σας >>.

 

Ο Μιχαήλ, μετά τα συμβάντα τής βιβλιοθήκης, εσκέφθη, και, πάλι, του παρελθόντος τα ζεστά ψωμιά και τα ξέχειλα των ομοφυλοφίλων κανάτια! Μα, τώρα, ούτε οι ομοφυλόφιλοι ήταν διαθέσιμοι, αφού, με τις ευλογίες του πατριαρχικού – αντιερωτικού – εκμεταλλευτικού συστήματος, ενυμφεύοντο μεταξύ των, και, εφρόντιζαν, αναθρέφοντας, παιδιά! Έτσι, η λύση τής αυτοκτονίας τού περνούσε, διαρκώς, απ’ το μυαλό, αφού, δεν μπορούσε, να υπομείνει άλλο την ερωτική – σεξουαλική στέρηση – την συναισθηματική πενία που η κοινωνία επιβάλλει!