ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΧΑΜΗΛΗΣ ΦΩΝΗΣ. ΜΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΚΑΙΡΟ, προτού να εμφανιστούν οι φωτοτυπίες, πολλοί αντέγραφαν συστηματικά κάποια κείμενα που τους άρεσαν: ποιήματα, ολόκληρα ή αποσπάσματα, καμιά φορά και έναν ή δυο στίχους μονάχα, είτε πετυχημένες φράσεις από δοκίμια, από κριτικές που έτυχε να διαβάσουν, πολιτικές ρήσεις ή άλλου είδους κομμάτια που τους εντυπωσίασαν καθώς τα διάβαζαν, και που ήθελαν να τα ξαναδιαβάσουν, να τα θυμούνται. Συνήθως ήταν ένα τετράδιο, πρόχειρο ή καμωμένο από καλό χαρτί, ένα είδος λευκώματος· επρόκειτο δηλαδή για ένα προσωπικό αντικείμενο, αποκλειστικά για ιδιωτική χρήση, κάποτε και για συνανάγνωση με φίλους – γιατι μια άλλη παλιά συνήθεια, που κι αυτή έχει πια εκλείψει, ήταν να συγκεντρώνονται τρεις, πέντε, καμιά φορά και περισσότεροι φίλοι το βραδάκι και να διαβάζουν είτε ν’ απαγγέλλουν ποιήματα. Τέτοια τετράδια, λευκώματα, μας έχουν πολύ λίγα σωθεί· τρία, πέντε; – όχι περισσότερα. Πολύ πρόσφατα δημοσιεύτηκαν οι περιλήψεις που κρατούσε γύρω στα 1850 ο νεαρός Δημήτριος Βικέλας από τα ξένα μυθιστορήματα που διάβαζε. Δεν ήταν άλλωστε μόνο οι γνωστοί λογοτέχνες που κρατούσαν λευκώματα, ήταν κι άλλοι, πολλοί, πάμπολλοι· ξέρουμε, λόγου χάρη, ότι η μητέρα του Δημήτριου Βικέλα γνώριζε απέξω και συχνά απάγγελνε ολόκληρα ποιήματα της εποχής της – να μην υποθέσουμε πως κάποια στιγμή τα είχε αντιγράψει, και τα έμαθε διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντάς τα φωναχτά; Μα δεν έχει βρεθεί ούτε κανένα δικό της λεύκωμα ούτε των συνομηλίκων της κορασίδων, ούτε άλλα των επόμενων γενεών. Ίσως βέβαια να διασώζονται μερικά κάπου, είτε ξεχασμένα σε παλιά συρτάρια είτε και σε ιδιωτικά αρχεία· και απλώς να μην τα έχουμε αναζητήσει εμείς οι φιλόλογοι.
Αν τα ξέραμε, θα μπορούσαμε να γράψουμε μια διαφορετική και πιο ενδιαφέρουσα ιστορία της νεοελληνικής φιλολογίας. Όχι μόνο πως στα 1850 μεσουρανούσαν οι δύο αδελφοί Σούτσοι και πως στα 1880 εμφανίζεται ο Παλαμάς και ο Δροσίνης ή στα 1935 ο Ανδρέας Εμπειρίκος, μα και ποια ανταπόκριση είχε ο ένας ή ο άλλος ποιητής στα χρόνια που έγραφε ή και αργότερα: τον αντέγραφαν οι κορασίδες και οι νέοι; Τυχαίνει να ξέρω από αξιόπιστη πηγή πως λίγο αφού εκδόθηκε η Υψικάμινος του Εμπειρίκου μια παρέα, αγόρια και κορίτσια, φοιτητές ή απόφοιτοι της Νομικής οι περισσότεροι –και το σημειώνω αυτό, επειδή τότε αποτελούσαν το πιο υψηλό μέσο στρώμα της κοινωνίας–, με αρχηγό, ας το πούμε έτσι, τον Άγγελο Τσουκαλά, αργότερα δικηγόρο του Μπελογιάννη και κατόπιν δήμαρχο της Αριστεράς στην Αθήνα, μια νεαρή λογία παρέα εικοσιπεντάρηδων, τριαντάρηδων, διάβαζαν Εμπειρίκο και ξέσπαγαν σε ειρωνικά γέλια. Στην ίδια παρέα ο Πολέμης εθεωρείτο «καλός ποιητής» και ο Παλαμάς «δυσνόητος», ενώ το μυθιστόρημα-ποταμός του Μαρσέλ Προυστ ήταν κάτι που όλοι όφειλαν να διαβάσουν, υποψιάζομαι όμως πως ελάχιστοι το είχαν κάνει. Να πούμε τα προσωπικά λευκώματα κάτι σαν αξονική τομογραφία του φιλολογικού γούστου; Στην αμερικανική και τις ευρωπαϊκές φιλολογίες, όπου το αντίστοιχο υλικό έχει μελετηθεί συστηματικά, έχει καταφανεί πόσο διευρύνει την κατανόηση του αντικειμένου μας.
Ανάμεσα σε άλλους, ένα τέτοιο λεύκωμα κρατούσε κι ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Από νεαρός, από τα εφηβικά του χρόνια, άραγε; Το πιθανότερο, αλλά πάντως και ώριμος σχετικά πρόσθετε ή αφαιρούσε ποιήματα – και καθώς μάλιστα ήταν φανατικός αναγνώστης και συλλέκτης παλιών περιοδικών, σίγουρα θα συναντούσε εκεί ποιήματα που δεν τα είχε παλιότερα προσέξει. Όταν όμως τελικά δέχτηκε να εκδοθεί η ανθολογία, το 1990, αφαίρεσε τους πολύ γνωστούς ποιητές, αφαίρεσε τους παλιούς και τους σύγχρονούς του, κι έβαλε στόχο ν’ αναδείξει τον λυρισμό από τους πρώτους μεταπαλαμικούςέως τα 1940: τις τελευταίες γενιές που έγραφαν ομοιοκατάληκτους και έμμετρους στίχους· Μαβίλης, Γρυπάρης, Μαλακάσης έως τον Νίκο Καββαδία.
Ξέρουμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι η ανθολόγηση ήταν ολότελα «μεροληπτική», ότι τα ποιήματα ανθολογήθηκαν όχι για να φανεί η πορεία της λυρικής ποίησης, παρά απλώς και μόνο επειδή άρεσαν στον Μανόλη Αναγνωστάκη. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο μας ενδιαφέρει: τεκμήριο ενός προσωπικού γούστου. Αν είχε κάνει κάτι ανάλογο κι ο Ελύτης ή ο Εγγονόπουλος είτε η Μελισσάνθη –ή βάλτε άλλο όνομα εδώ, όποιο νά ’ναι–, αν είχαμε στα χέρια μας μια παρόμοια ανθολογία ενός φιλόμουσου εμπόρου, μιας δακτυλογράφου, ενός πολιτικού, θα πετυχαίναμε να φανταστούμε καλύτερα την απήχηση του Καρυωτάκη ή του Ρώμου Φιλύρα. Και κάτι περισσότερο: ξεφυλλίζοντας τη Χαμηλή φωνή, όπως ονόμασε την ανθολογία του ο Αναγνωστάκης, θα διαπιστώναμε αν κάποια ονόματα που δεν τα έχουμε πολυακούσει, ή που δεν τα έχουμε καν ξανακούσει, για ν’ ακριβολογήσω, όπως του Γ. Σταυρόπουλου –χρειάστηκε ν’ ανοίξω το λεξικό για να δω ότι το Γ. σήμαινε Γιώργος, κι όχι ένα άλλο όνομα–, όπως Όμηρος Μπεκές ή Φώτος Πασχαλινός –αυτόν δεν τον βρήκα ούτε στο λεξικό–, αν λοιπόν αυτοί οι ποιητές είχαν εντυπωσιάσει και κάποιον άλλον αναγνώστη.
Ξέρουμε –μας το λέει ο Αλέκος Αργυρίου, φίλος του Μανόλη Αναγνωστάκη, που έγραψε τον πρόλογο της Χαμηλής φωνής– ότι αυτά τα ποιήματα τα διάβαζε φωναχτά, αυτός ή κάποιος της παρέας, όταν μαζεύονταν στο σπίτι του τρώγοντας τα υπέροχα, όπως έχω ακούσει, φαγητά της Νόρας, τα σχολίαζαν, και ορισμένα τα είχαν μάθει απέξω.
Κάτι τέτοιο θα προσπαθήσουμε να κάνουμε κι εμείς σήμερα. Δεν θα τα μάθουμε, βέβαια, απέξω· αν και μονάχα όταν οι ήχοι και οι εικόνες ενός ποιήματος σου έρχονται κάπως αυτόματα στον νου, ναι, μονάχα τότε το χαίρεσαι πραγματικά – το ίδιο δεν συμβαίνει και με τη μουσική και τα τραγούδια; Αλλά απόψε απλώς θα προσπαθήσουμε να τα διαβάσουμε κάπως προσεχτικά και να τα πάρουμε λιγάκι ως παράδειγμα για να εισχωρήσουμε κάπως κι εμείς στην έννοια της ποίησης.
******************************************************************************************************
ΚΑΘΕ ΕΡΓΟ ΤΕΧΝΗΣ εμπεριέχει ένα αίτημα ακύρωσης του χρόνου: γράφοντας, ζωγραφίζοντας, σκαλίζοντας το μάρμαρο, ο καλλιτέχνης προσπαθεί να νικήσει τον χρόνο, να φτιάξει κάτι ες αεί. Εδώ, ο συγγραφέας επιχειρεί να δείξει με τρόπο απλό και χειροπιαστό το πώς κάποιοι ποιητές στήνουν έναν ολότελα καινούριο κόσμο, πιο πραγματικό από τον πραγματικό, πώς τον απεικονίζουν και πώς ταυτόχρονα οδηγούν το μάτι του αναγνώστη να διακρίνει διά γυμνού οφθαλμού και τα μη ορατά. Γιατί τα ποιήματα δεν γράφονται, βέβαια, με ιδέες, αλλά ούτε και με λέξεις· γράφονται με εικόνες.
Σύντομα δοκίμια, που δεν απαιτούν ιδιαίτερες γνώσεις· απλώς κάποια προσοχή και ενίοτε διάβασμα του ποιητικού κειμένου «με το μολύβι στο χέρι». Τα κεφάλαια του τόμου: «Διονύσιος Σολωμός. Η πρώτη γραφή του “Λάμπρου”», «Αλέξανδρος Μάτσας. Η πάλη της ποίησης με τον χρόνο», «Μανόλης Αναγνωστάκης. Διαβάζοντας ποιήματα, Αναγνώστες του Αναγνωστάκη, Σαν τα παλιά τα γυάλινα ρολόγια…», «Τίτος Πατρίκιος. Ενώπιος ενωπίω, Λυσιμελείς σκέψεις για την πολιτική και για τον έρωτα», «Γιώργης Μανουσάκης. Οι δυσκολίες της κατανοητής ποίησης, Τοπίο μυστικό», «Αργύρης Χιόνης», «Διονύσης Σαββόπουλος. “Φύσα, θάλασσα πλατιά”, “Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο”» και, τέλος, «Η ανθολογία Χαμηλή φωνή».