John Heywood (1497 – 1580)

Περί βιβλίων και τυριών

Σε όλα, δυο πράγματα, που να φαίνοντ’ ένα και το αυτό,
δεν υπάρχουν, γιατί τότε θα ήταν μόνο ένα, αν και δυο.
Ωστόσο, to να διαβάζεις βιβλία και να τρως τυρί,
δεν είναι για κάποιους δυο πράγματα, σαν ένα μοιάζουν πιο πολύ.
Η γεύση ένος τυριού, αν ρωτήσεις δέκα ανθρώπους,
κρίνεται συχνά με δέκα διαφορετικούς τρόπους.
Λέει ο ένας “πολύ αλμυρό”, άλλος “πολύ χλωρό”,
η “για το γούστο μου πολύ σκληρό” η και “πολύ μαλακό”.
“Παραέγινε πικάντικο”, ο ένας λέει, “απ’ την πυτιά”,
“για μένα,” λέει ο άλλος, “δεν είναι νόστιμο αρκετά”,
άλλος πάλι, “όπως πρέπει είναι το τυρί”,
ούτε δύο απ’ τους δέκα δεν συμφωνούν σε κάθε τι.
Κι όπως το τυρί, έτσι και τα βιβλία κρίνουν συχνά,
όποιος παρατήρησε ποτέ, αν το ‘κανε προσεκτικά,
αυτό βλέπει: για κάποιον “το βιβλίο είναι μακροσκελές”,
για τον άλλον “πολύ σύντομο”. “Όχι, τι μου λες”,
ο τρίτος λέει, “είναι τέλειο, καλογραμμένο, το ύφος τόσο γλαφυρό,
που τέτοιο βιβλίο έχει να γραφτεί πάρα πολύ καιρό
κι όπως αλήθειες περιέχει, ασύγκριτα καμωμένο”,
“όλα ψέμματα”, ο τέταρτος, “το βιβλίο είναι υπερτιμημένο”.
Και το βιβλίο και το τυρί, καλό αν είναι η και κακό,
έπαινο κι απαξίωση έχει, και είχε πάντα στον κόσμο αυτό.

Jasper Heywood (1535-1598)

Η πικρή γλύκα που την παραδομένη μου καρδιά καταπονεί,
η ανέμελη μέριμνα, που παρόμοια την περιβάλλει,
η αμφίβολη ελπίδα ν’ αποκομίσω ό,τι μου αντιστοιχεί,
το θλιβερό μονοπάτι, που προεικάζει την ατέρμονή μου πάλη,
στο πληγωμένο στήθος μου, τέτοια σύγχιση μου φέρνουν,
που μου στερούν τη χαρά και την ησυχία μου παίρνουν.

Η άπληστη θέλησή μου, που το χρυσό κέρδος θ’ αναζητήσει,
η άτυχη μοίρα μου, που η φύση της πάντα μ’ εξαπατά,
όμοια και το μυαλό μου, που μάταια φοβάται ό,τι απαιτήσει,
το καημένο μου παράπονο, που πάντα να προχωρώ βοηθά,
ώστε ανάμεσα σε δυο κύματα από θάλασσες τρικυμισμένες,
περνούν οι μέρες μου άρρωστες και βασανισμένες.

Τα θλιμμένα μάτια μου έχουν σαν απόλαυση ωραία
το να χορταίνουν, καθώς τον ευχάριστο λαβύρινθο κοιτούν,
οι κρυφοί μου καημοί, που μεγαλώνουν μέσα μου στη θέα,
με πόνους οδυνηρούς μακριά απ’ το βλέμμα σου με κυνηγούν:
και, ευτυχώς για μένα, τίποτα άλλο δεν κερδίζω,
αλλά καίγομαι, καθώς ο ίδιος τη φωτιά υποδαυλίζω.

(Από τη συλλογή: The Paradise of Dainty Devices)

******

*Οι John Heywood και Jasper Heywood ήταν αντιστοίχως ο παππούς και ο θείος του ποιητή