Ο Χρύσανθος Θεοδωρίδης γεννήθηκε το 1934 στην Οινόη Κοζάνης από Πόντιους γονείς με καταγωγή απ’ το Καρς, οι οποίοι ήρθαν στην Ελλάδα το 1922 κατά την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Είχε δύσκολα παιδικά χρόνια. Με τον χαμό του πατέρα του κατά τον εμφύλιο κλήθηκε να εργασθεί από νεαρή ηλικία για να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά του.
Με την μετεγκατάστασή της οικογένειάς του από την Κοζάνη στη Δραπετσώνα, εγγράφηκε στο Α’ Πρότυπο Γυμνάσιο Πειραιά (σημερινή Ιωνίδειος Πρότυπος Σχολή). Σπούδασε Λογιστικά και εργάσθηκε ως ελαιοχρωματιστής και ψάλτης. Από την ηλικία των 15 ετών άρχισε εκπομπές στους δύο ραδιοφωνικούς σταθμούς της Αθήνας μέχρι το 1958. Το 1959 μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και συνέχισε εκεί το ραδιόφωνο.
Είχε μία ιδιαίτερη φωνή, με μεγάλη έκταση και ιδιαίτερη τεχνική. Τα γυρίσματά του θύμιζαν τους χρωματισμούς της ποντιακής λύρας. Τον αποκαλούν Το αηδόνι του Πόντου. Ο ίδιος είχε δηλώσει: “Τραγουδώ με το στομάχι και όταν αισθάνομαι ότι τελειώνει ο αέρας δια της πίεσης του θώρακα δημιουργώ χώρο, έτσι ώστε να τελειώσω τη φράση μου χωρίς να ακούγομαι ότι δεν έχω άλλη ανάσα. Αυτό το πήρα απ’ τους ζουρνατζήδες μας”.
Εκτός από ερμηνευτής ήταν στιχουργός και συνέθεσε πολλά τραγούδια. Αναφέρεται ότι μπορούσε να γράψει στίχους αυθόρμητα και γρήγορα.
Κατά την πορεία της καριέρας του συνεργάστηκε με μεγάλα ονόματα της μουσικής. Σύμφωνα με τον Γιάννη Μαρκόπουλο υπήρξε “μία από τις επτά φωνές του πλανήτη”.
Πηγή έμπνευσής των τραγουδιών του ήταν η αγάπη, ο θάνατος, η μάνα, η ξενιτιά και η ορφάνια.
Φώταξον, ήλιε μ’, φώταξον
[Όι] Φώταξον, ήλιε μ’, φώταξον,
ας λύγουνταν τα χ̌ι͜όνι͜α
[Ωχ! Και] Να έρχουν σο ταφόπο μου
και κελαηδούν τ’ αηδόνι͜α
[Αχ! Και] Φώταξον, φέγγο μ’, φώταξον,
ποίσον γιαρτίμ τον ήλιον
[Ωχ! Και -ν-] Εντάμαν να χουλένετε
τη κασελί’ μ’ το ξύλον
[Ωχ!] Κι εσείς, αστρόπα τ’ ουρανού,
φωτάξ’τεν ση σκοτίαν
[Ωχ! Και] Βαθύν εποίκαν το ταφί μ’
κι απέσ’ σην υγρασίαν.
Φώτισε, ήλιε μου, φώτισε
Φώτισε, ήλιε μου, φώτισε
να λιώσουνε τα χιόνια
να έρθουν στον μικρό μου τάφο
να κελαηδούν τ’ αηδόνια
Φώτισε, φεγγάρι μου, φώτισε
βοήθησε τον ήλιο
μαζί να ζεστάνετε
της κάσας μου το ξύλο
Κι εσείς, αστεράκια τ’ ουρανού
φωτίστε στο σκοτάδι
βαθύ έκαναν τον τάφο μου
και μες στην υγρασία.
Μαχ̌αίρ’ έπαρ’ και κάρφα το
Μαχ̌αίρ’ έπαρ’ και κάρφα το
σην καρδι͜ά μ’ το καμένον
Το αίμαν ντο θα τσιμπονίζ’
θα έν’ φαρμακωμένον
Ύλτσον, πουλόπο μ’, το αίμαν,
δείξον ολίγον σέβας
Εκείνο ντο θα κατενίζ’
βάλεν ατο ση φλέβα σ’
Τ’ εμόν το αίμαν ντο θα παίρτς
πέλκι πλεθύν’ τη φως -ι-σ’
Τη σεβντά σ’ αν ’κ’ εγνώρτσα το,
’ίνουμαι -ν- αδελφός ι-σ’
Ντο απομέν’ το λείμψανον,
πασ̌τάν φαρμακωμένον
Απέσ’ σ’ αχάντι͜α θάψον α’
κι όχι τονατεμένον
Μαχαίρι πάρε και κάρφωσ’ το
Μαχαίρι πάρε και κάρφωσ’ το
Στην καρδιά μου την καμένη
Το αίμα που θα πεταχτεί
Θα ειν’ φαρμακωμένο
Το αίμα μου διΰλισε
Δείξε ολίγον σέβας
Αυτό που θα ’ν’ αμόλυντο
Βάλ’ το στη φλέβα σ’
Το αίμα μ’ που θα λάβεις
Το φως σου να πληθύνει
Τον έρωτά σ’ κι αν δε γνώρισα
Ας γίνω αδερφός σου
Ό,τι απομένει, λείψανο
Εντελώς φαρμακωμένο
Θαψ’ το μες στα αγκάθια
Και όχι καλλωπισμένο
*Από τον δίσκο “Ο Χρύσανθος τραγουδάει Ματσούκα” (1986)
Ευχαριστούμε!