I
Αυτό όμως δεν μπορεί να χωρέσει τους καημούς,
που από μένα σε σένα, δρόμος πια κανείς δεν οδηγεί,
που την πόρτα μου προσπερνώντας, θα χαθείς,
σε μακρινούς, άγνωστους δρόμους, σιωπηλούς.
Να’ταν ευχή μου, η μορφή σου για μένα να χλωμιάσει,
όπως η λάμψη του ήλιου, σαν είν’ στα σύννεφα πνιγμένη,
όπως η χαρούμενη εικόνα ενός τοπίου, βυθισμένη
στον ήρεμο καθρέφτη των λιμνών, σαν σκοτεινιάσει;
Τα κουρασμένα δέντρα στάζουν. Πέφτει η βροχή.
Του ήλιου οι ώρες ξεθωριάζουν, σα φύλλωμα ξερό.
Τον εαυτό μου ακόμα δεν έχω βρει στο δρόμο αυτό
και του σκοταδιού του τα βάθη, τα αχανή.
II
Σαν μολύβι, βυθίζεται το σκοτάδι βαρύ
στο νεκρό, μονότονο γκρι,
χρώμα και σχήμα χάνονται εδώ.
Την κουρασμένη σιωπή κανένας ήχος δεν ταράζει,
σαν μαύρος τοίχος το δάσος μοιάζει,
καθώς ορθώνεται μέχρι τον ουρανό.
Η ζωή μου ανέλπιδα σ’ ένα κενό
απλώνεται, πελώριο, ζοφερό.
Τόσο κούφια και -σαν τον τάφο- ψυχρή,
η αναπνοή της νύχτας με φυσάει,
που ένα ρίγος με διαπερνάει,
αχ, να κοιμηθώ, να κοιμηθώ για μια στιγμή.
III
Οι ήπιες, ηλιόλουστες μέρες που έχει στην αρχή
το φθινόπωρο, οι ονειρεμένες, έχουνε τόση ομορφιά,
απλώνονται πάνω από λίμνες, κοιλάδες και βουνά,
μια λάμψη, μια ακτινοβολία, που δεν μπορεί να συγκριθεί.
Μπροστά στο έντονο φως οι σκιές λουφάζουν,
οι εκτάσεις φαίνονται ανοιχτά και καθαρά,
και καταλαβαίνεις τα πιο βαθιά μυστικά,
όπως του καλοκαιριού τα έντονα χρώματα ξεθωριάζουν.
Με μια ελαφράδα, που καμιά λέξη δεν μπορεί να εκφέρει,
νιώθεις την ανάσα του καλοκαιριού να κοπάζει,
μια γλυκιά ανάμνηση, που έμεινε απ’ αυτό.
Κι ό,τι η καρδιά μου από παλιά αγαπάει και ξέρει,
εμπρός μου βλέπω, στο νέο φως να απαυγάζει
και με μια βαθύτερη, πιο ώριμη αγάπη τ’ αγαπώ.
IV
Κάποια μέρα είναι γραφτό η ευτυχία να μου δοθεί,
που ονειρευόμουν, που’χα στις δύσκολες στιγμές ποθήσει.
Εκεί που όλα τα σκοτάδια έχουν πια υποχωρήσει
κι όλες του πόνου οι φωνές γίναν σιωπή.
Σε βάζα ψιλόλιγνα γέρνουν παντού
μακρόμισχα λουλούδια, χύνεται αργά
σ’ όλο τον χώρο η βαριά ευωδιά,
όπως από θυσιαστήριο οι στήλες του καπνού.
Στους τοίχους τρεμοπαίζει το φώς απ’ τα κεριά,
πάνω απ’ των λουλουδιών την πολυχρωμία.
Τώρα ήρθε και της ευτυχίας μου η στιγμή,
δε θα μου τη χαλάσει καμιά παραφωνία.
Μ’ ένα μπουκέτο στα χέρια, κοιμάμαι τόσο βαθιά
και στο μέτωπο η μικρή κόκκινη πληγή.
Αυστριακή ποιήτρια. Κινείται στο κλίμα του όψιμου συμβολισμού. Τα συγκεκριμένα ποιήματα μελοποιήθηκαν από τον Franz Schreker (το πρώτο και από τον Erich Korngold) και αποτελούν μέρος του κύκλου τραγουδιών «Πέντε Τραγούδια για βαθιά φωνή», έγραψε όμως και λιμπρέτα για όπερα. Αυτοκτόνησε στην Φλωρεντία το 1921, όπου και βρίσκεται ο τάφος της. Αδερφή της γνωστής εικαστικού Mariette Lydis.