[…] H γραφή τοῦ Θανάση Τριαρίδη –δὲν πρόκειται γιὰ κάποια πρωτότυπη διαπίστωση– εἶναι ἐξόχως μυθοπλαστική. Σαϕῶς, ὑπάρχουν σημεῖα στὸ ἔργο του τὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ πραγματικὰ γεγονότα. Αὐτὰ μπορεῖ νὰ εἶναι καθαρὰ ἱστορικά, ὅπως τὰ θεατρικά του ἔργα ποὺ ἀναϕέρονται στὸ ῾Ολοκαύτωμα τῶν ῾Εβραίων, τὴν ἀποικιοκρατία στὴν ᾽Αμερικὴ ἢ στὴν ᾽Αϕρική, ἢ αὐστηρὰ προσωπικά, ὅπως γίνεται στὴν ποίησή του – ἐνδεικτικὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ παραπέμψει στὰ ποιήματα γιὰ περιστατικὰ τῆς ζωῆς τῶν δικῶν του ἀνθρώπων. ῾ώστόσο, ὅλα διυλίζονται μέσα ἀπὸ τὴ ϕαντασία τοῦ συγγραϕέα κι αὐτὸ εἶναι μιὰ πάγια τακτικὴ πού, ἐνίοτε, παρεισϕρέει καὶ στὰ πιὸ δοκιμιακά του ἔργα.
῾Η ἐπιμονὴ αὐτὴ στὴ μυθοπλασία πηγάζει, πιθανότατα, πρωτίστως ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ϕαντασία τοῦ ΘΤ εἶναι τέτοια ποὺ ὁ ἴδιος καταλήγει νὰ ἐπενδύει ϕαντασιακά –περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι συμβολικά– κάθε πλευρὰ τῆς καθημερινότητας, ὁλόκληρου τοῦ κόσμου. Κάτι τέτοιο ὡστόσο (μιὰ πραγματικότητα ποὺ δηλώνεται καὶ ρητά: «Δὲν ὑπάρχει ὁ κόσμος – ὑπάρχει μονάχα ἡ ἀνυπαρξία. ῞Ο,τι ζοῦμε εἶναι ἐπινόηση τοῦ Καλλίμαχου. Αὐτὸς ἐπινόησε τὸν κόσμο, ἀϕοῦ πρῶτα ἐπινόησε τὸν ἑαυτό του» ἔχει τὴ σημασία του ἐδῶ: βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε ἀπὸ ποῦ ἐκκινεῖ μιὰ τέτοια πρακτική, τὴν ἀϕετηρία τῆς πρωτοτυπίας τοῦ ἔργου του στὸ σύνολό του. Μὰ ἀκόμη μεγαλύτερη σημασία ἔχει ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ΘΤ συνδέει κάθε ἔργο του μὲ πράγματα μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτό. Παρατηροῦμε, ἔτσι, μιὰ διπλὴ κίνηση ποὺ ἀϕορᾶ τὴ σύνδεση μὲ ἄλλα δικά του ἔργα καὶ τὴ σύνδεση μὲ ἔργα ἄλλων. Σημασία ἔχει ἐδῶ, ἐντούτοις, νὰ θυμόμαστε πὼς πρόκειται γιὰ μιὰ ἐπιλογή. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ τί μπορεῖ κανεὶς νὰσκεϕτεῖ γιὰ τὴ δημιουργικὴ διαδικασία ἐν προκειμένω, ὑπάρχει ἀρκετὴ σκέψη πίσω ἀπὸ καθετὶ κι ἴσως αὐτὸ νὰ δικαιολογεῖ καὶ τὴν ἄρνηση τοῦ συγγραϕέα νὰ ἐπιμεληθεῖ καὶ νὰ ἀλλάξει ὁ ἴδιος ἐκ τῶν ὑστέρων τὰ γραπτά του.
᾽Αναζητώντας, ἔτσι, τὶς πηγές του, περισσότερο θὰ βροῦμε ἐπιρροὲς ἀπὸ τὸ ὕϕος καὶ τὴ μυθοπλαστικὴ διαδικασία ἄλλων, παρὰ ἀπὸ θέματα καὶ μοτίβα καθαυτά – μὲ ἐλάχιστες ἐξέχουσες ἐξαιρέσεις ποὺ θὰ δοῦμε στὴν πορεία. ῾Ο ἴδιος ἔχει ϕροντίσει ἄλλωστε –ὅπως ἔχω ἐπισημάνει καὶ σὲ ἄλλα μου κείμενα– νὰ χτίσει τὸ μυθοπλαστικό του ὁπλοστάσιο δημιουργώντας μιὰ δεξαμενὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ἀντλοῦνται διαρκῶς θέματα, ποὺ προστίθενται στὰ νέα μυθοπλαστικά του πονήματα. ῾Η ἰδιαιτερότητα ἔγκειται ἐδῶ στὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὲς οἱ δεξαμενὲς δὲν γράϕτηκαν στὴν ἀρχὴ τῆς συγγραϕικῆς του πορείας, ἀλλὰ διαμορϕώνονται ἀκόμη, ὣς ἕναν βαθμό. Τὰ δύο βιβλία ποὺ ὁρίζουν τὸ ἔργο του, διατρέχοντάς το τόσο ὡς πρὸς τὸ πνεῦμα ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὸ γράμμα, εἶναι τὰ Χλωρὰ διαμάντια καὶ τὰ Μελένια λεμόνια. Πρόκειται γιὰ τὰ «ἱερὰ κείμενα», ἕνα εἶδος Βίβλου, ἡ ὁποία σϕραγίζει καὶ ὁριοθετεῖ τὸ σύμπαν του. Δὲν τὸ περιορίζει, ὡστόσο. Τὸ ἀντίθετο: πρόκειται γιὰ κείμενα πάνω στὰ ὁποῖα στηρίζεται τόσο ἡ προσέγγισή του στὰ πράγματα ὅσο καὶ τὸ ὑλικὸ ποὺ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ τὴν καταδείξει, χωρὶς νὰ «προσκολλᾶται» οὔτε στὴ μιὰ οὔτε στὸ ἄλλο:
γιατὶ ἀλίμονο ἂν πειραχτοῦν οἱ ἱερὲς ἱστορίες. Θὰ ραγίσουν καὶ θὰ ἐλευθερώσουν παντοῦ λύσσα κι ὄλεθρο. Σὰν νὰ δαγκώνεις βυζὶ σὲ μιὰν ζωγραϕισμένη Παναγία. […] γιατὶ ἀλίμονο ἂν μείνουνε ἀπείραχτες οἱ ἱερὲς ἱστορίες. ῾Η ἱερότητά τους ἀϕηνιάζει – καὶ πρὶν τοὺς δαγκώσεις τὸ βυζί, σοῦ δαγκώνουν τὸ καρύδι καὶ σ ᾽ τὸ κόβουν.
῎Ετσι ξεκινᾶ τὸ πρῶτο «ἱερὸ βιβλίο» τοῦ ΘΤ καί, ἂν καὶ ἡ ἔκδοσή του ἕπεται κατὰ πολὺ ἄλλων κειμένων, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸ «εὐαγγέλιο» τῶν Μελένιων λεμονιῶν, ὀϕείλουμε νὰ τὸ ἀναγνωρίσουμε ὡς ἕνα εἶδος «Παλαιᾶς Διαθήκης» – ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς γενεαλογίας, ἀλλὰ μὲ ἐκείνην τῆς κοσμογονίας καὶ τῆς περιγραϕῆς τοῦ κόσμου ὡς ἔχει μέσα στὸ μυθοποιητικὸ σύμπαν τοῦ συγγραϕέα. ῾Οριακά, θὰ μποροῦσε νὰ μιλήσει κανεὶς γιὰ μιὰ συλλογὴ ποὺ μοιάζει μὲ τὸν Χρυσὸ θρύλο τοῦ ζὰκ ντὲ Βοραζίν, μὲ συλλογὴ ἀπὸ συναξάρια, ἀπὸ ἱστορίες ἱερῶν μορϕῶν, ποὺ ἐπανεμϕανίζονται συχνὰ-πυκνὰ στὰ ἄλλα κείμενα τοῦ Τριαρίδη. ῾Η πιὸ πάνω προμετωπίδα καταδεικνύει τὴ ϕύση τοῦ βιβλίου: συγκεντρώνει τὶς ἱστορίες ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐκκινεῖ τὸ ἔργο του καὶ προορίζονται νὰ λειτουργήσουν ὡς ἀϕετηρία γιὰ τὰ ἑπόμενα κείμενά του. Κάτι τέτοιο σηματοδοτεῖται τόσο ἀπὸ τὴν ἀποσπασματικότητα ποὺ τὸ χαρακτηρίζει ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς πὼς τὰ δύο πρῶτα δειλινὰ τιτλοϕοροῦνται «῾Ο δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος» καὶ «῾Η δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου». […]
****************************************************************************************************
[…] Τα κείμενα του ανά χείρας τόμου αποτελούν την κατάληξη μιας σχέσης τόσο φιλικής όσο και δημιουργικής. Άρχισαν να γράφονται το 2012 (χρονιά της γνωριμίας μου με τον Τριάρ) και φτάνουν στο 2023. Τα περισσότερα από αυτά αναφέρονται στο θέατρό του, και κάποια από αυτά σε πεζογραφήματα και την ποίησή του. Πρόκειται για δοκίμια που στόχο έχουν να προσεγγίσουν, με έναν τρόπο όχι ξένο για το ευρύ –αλλά σαφώς ενημερωμένο– κοινό, μα διεισδυτικό, τα έργα του.[…]
Πρόκειται για την αγωνία του να αρνηθεί, να συστρέψει, να αναστρέψει ό,τι τον έχει «ανδρώσει» ως συγγραφέα: κάθε στοιχείο της λογοτεχνικής και ευρύτερης πολιτισμικής παράδοσης –δηλαδή της δυτικής γραμματείας και όχι μόνο– που συνιστά τη βασική του προσλαμβάνουσα είναι απορριπτέο ως έχει. Και καθώς ξέρει πως δεν μπορεί να την αποτινάξει από πάνω του, αποφασίζει να την ιδιοποιηθεί πλήρως. Αφομοιώνοντας τα πάντα και ξαναπαρουσιάζοντάς τα ριζικά αλλιώς (είτε μέσω της αντιστροφής είτε μέσω της αλλαγής), προσπαθεί να δημιουργήσει κάτι ριζικά νέο, δείχνοντας πως δεν αγνοεί το ριζικά παραδοσιακό.
Προλογικό σημείωμα από τον Θανάση Τριαρίδη, Η θάλασσα των συγχύσεων
Αντί εισαγωγής, Διακειμενικότητα και «ενδοκειμενικότητα» στο έργο του Θανάση Τριαρίδη: απόπειρες οριοθέτησης ενός συνεχούς
Δοκίμια για το θέατρο
Δοκίμια και σκέψεις για την πεζογραφία, την ποίηση, του θέατρο του Θ.Τ.
Επίμετρο από τη Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου για μια ιστορία της παγκόσμιας απανθρωπίας