Περνάνε ανεπίστρεπτα τα χρόνια εκείνα
λάμψεις ισχνές μεταβολίζονται σε μνήμες
μαζί μ’ εκείνες της Παρασκευής τις βόλτες
– ιδίως μ’ εκείνες της Παρασκευής τις βόλτες –
που σ’ έβρισκαν σ’ άδεια σοκάκια ν’ αλητεύεις
παρέα με φίλους και γνωστούς που γίναν άγνωστοι
– ρημαδιασμένο άλφα, εσύ, στερητικό! –
κι επισφραγίζονταν πάντα με νεραντζιών
στης γειτονιάς τις μπαλκονόπορτες τη ρίψη
Μάλιστα ίσως να σου μένουν πιο πολύ
από τα χρόνια κείνα τ’ άναρθρα που πέρασαν
αξέχαστες κείνες οι περιστάσεις
– οι πλέον σπάνιες σ’ όλες τις περιστάσεις –
που κάποιο από τα βλήματα θα τύχαινε
το πιθανό να υπερβεί και να ταιριάξει
σ’ ένα ανοιγμένου παραθύρου περιθώριο
ολοσχερώς νικώντας τις κουρτίνες
που έν’ ανοιχτό στα μάτια θα προδίδανε
σπιτιού διάπλατο φως στην εισβολή του.
Τότε
για μια στιγμή βουβού θριάμβου σε συνείχε
η αίσθηση ότι τα πάντα κατακτούσες
στον Παρνασσό κι ότι στασίδι ισόβιο έπιανες
κι έπειτα το λαχάνιασμα κι η αδρεναλίνη
και των ενοίκων οι φωνές πού ’χες κατόπι σου
μέχρι να στρίψεις το τετράγωνο και μέσα
σε κάποιου θέρους την αχλή να εξαχνωθούν
σου βομβαρδίζαν στα μηνίγγια τη διαπίστωση
πως ήσουν – τέλος – ζωντανός, πέρα για πέρα.
Περνάνε ανεπίστρεπτα τα χρόνια εκείνα
– λάμψεις φιλάσθενες που δεν τις προλαβαίνεις –
σου γνέφουν κάπως φευγαλέα κι ύστερα χάνονται·
κι όσες φορές σε φέρνει η βόλτα σου ξανά
– κάποιο σου βήμα επιτήδειο ή ακούσιο –
στα μέρη εκείνα προς στιγμήν και κοντοστέκεσαι
σ’ έν’ απ’ τα σπίτια που άλλοτ’ έβαζες σημάδι
μετέωρος, κι οι ευωδιές των νεραντζιών
σου πυρπολούν την όσφρηση, θαρρείς που ένα
παιδί μικρό σαν αεράκι ανεπαίσθητο
μέσα στα στήθια σου παλιννοστεί και κάνεις
γι’ ακόμα μια φορά όλος έκσταση ν’ απλώσεις
ένα σου χέρι στην παλιά βαλιστική
να επιδοθείς, τότε, παράνομη συνήθεια
μα εντέλει κόβονται τα πρόσκαιρα φτερά σου
κι αποτραβιέσαι απότομα ή ενοχικά,
γεμάτος δισταγμούς, όχι γιατί μεγάλωσες
και ήθη ανάλογα δε σε χαρακτηρίζουν
αλλά γιατί πια τρέμεις κείνο το ενδεχόμενο
όπου από τ’ άνοιγμα περνώντας το νεράντζι
– από της μπαλκονόπορτας το διάκενο –
θ’ αποκαλύψει της κουρτίνας κάποιο ανέμισμα
σκοτάδι ασύλητο μονάχα κι εγκατάλειψη
μέσα στο άλλοτε κατοικημένο σπίτι
κι έτσι θα μπεις στον πειρασμό να υποθέσεις
πως όλα τίποτα δεν ήταν παραπάνω
– τα λαχανιάσματα, το τρέξιμο, οι φωνές –
από έντεχνες της φαντασίας καταφυγές
με σένα γι’ αποκλειστικό τους ένοικο
του μαύρου το μονότονο να ξεγελάς
και να καμώνεσαι πως είν’ γεμάτα μνήμες
– λάμψεις φιλάσθενες που δεν τις προλαβαίνεις –
τα χρόνια κείνα τ’ ανεπίστρεπτα που πέρασαν.