Η σκέψη είναι πάγος

Πάντα στέκομαι σκεφτικός μπροστά στο Θάνατο
από φόβο ίσως και από περιέργεια.
Αλλόκοτο να περιμένω ένα σώμα άκαμπτο
για να αναλογιστώ της ζωής τις καθαρές αξίες.
Και τότε σαν σπασμένοι σταλακτίτες οι μνήμες
με τεμαχίζουν σαν κοφτερό γυαλί.
Τα αόρατα επίπεδα του ουρανού κατεβαίνουν και με τυλίγουν
παγωμένα κομφετί τα θρύψαλα της αγωνίας μου, που
πάνω μου στίγματα θα αφήσουνε.

Ζωγραφιά με μισοτελειωμένο δείλι, οι αναμνήσεις πορτοκαλί
ξυλομπογιές, τον χρόνο δεν μπορούν να φυλακίσουν.
Κάθε ώρα εκκινεί μια νέα ιστορία.
Κι εγώ απλός ακολουθητής του ρου της σκέψης είμαι.
Τον ύπνο της ύπαρξής μου θα πρέπει να διακόψω
και με αγωνία αρχέγονη ν΄ αναλογιστώ
αν όσα ζω είναι αληθινά, αν είναι déjà vu, ή
μήπως φαντασία. Τέτοιες στιγμές χάνω τον εαυτό μου
τρελαίνομαι θαρρώ, μπορεί και σε έκσταση να ζω.
Αναζητώ το «εκείνο», το «εγώ» και το «υπερεγώ» μου.

Μηχανικά την νεκρική πομπή ακολουθώ
γυρεύοντας κάποιους οιωνούς.
Για την ατέλεια της θνητότητας
για τα μηνύματα της αιώνιας ζωής
για το φως μέσα στο σκοτάδι.
Λουσιφερίνη στην κοιλιά μιας κανιβαλίζουσας πυγολαμπίδας
που με το φως της προσελκύει το επόμενο υποψήφιο θύμα της.

Κακοτράχαλες αναζητήσεις 

Ποίηση. Τηλεσκόπιο της ψυχής
Φύλλο που φέρνει ο άνεμος, μια μέρα που είχε έκλειψη ο ήλιος.
Σταγόνες υδρορροής μπορεί και χείμαρρος
οι Λέξεις.

Μουσική με στίχους κόκκινους και ασυνάρτητους
Ίχνη πληγών που ακροβατούν ανάμεσα σε σκιές
Κάποτε ξεδιάντροπη και αναιδής σαν πόρνη.
Αλλά όχι φονιάς των φόβων σου
Αυτούς μόνο εσύ μπορείς να απαλύνεις.
Εκείνη θα σου πει να μην κρατάς κρυφά
ένστικτα κι απωθημένα που σε τρώνε
όπως η θάλασσα που γλείφει τον βράχο.
Μη βάζεις τη ζωή σου σ΄ αυτόματο πιλότο.
Εκτός κι αν πόθο έχεις με «ασφαλείς» επιλογές να ζήσεις
(Βίον άνοστον).

Και τι σημαίνει αρετή; Σωματικές στερήσεις;
Ή πυρετό ανημέρωτο; Ποιος ξέρει;
Ο έρωτας ίσως προσφέρει μια δύναμη εξαγνιστική.
Άστον να γίνει ο εθισμός σου.
Γιατί χρειάζεσαι την έγκριση των άλλων;
Άλλη πνοή σου μην τους αφήνεις να σου πάρουν.
Φτιάξε ένα χάρτη και ταξίδεψε με ωτοστόπ. Μαζί με σένα.
Δρασκέλισε τον κόσμο απ’ άκρη σ΄ άκρη.
Κι όταν έχεις πλέον βυθιστεί στα σκοτεινά άδυτα της λαχτάρας σου
ανέβα πάλι ψηλά κι αντίκρυσε τους φόβους σου στα μάτια.
Βγες έξω και με χείλη πυρωμένα τα όνειρά σου φίλησε.
Γέλασε, κλάψε, ρίσκαρε, μέθυσε με εικόνες
αλήτεψε τους πόνους σου,
Τη γεύση της τρέλας σου απόλαυσε.
Γέψη αλατισμένης καραμέλας που τη γλώσσα σου ερεθίζει.