Ξεριζωμὸς
Βογάζκιοϊ 13 Ἰουνίου 1924
Ἔμαθε νὰ γράφει ποιήματα,
νὰ σφιχτοδένει τοὺς στίχους
στὶς κομμένες ρίζες τῆς γενιᾶς του,
στὸ στερνὸ θυμιάτισμα στὰ μνήματα,
στὴ γυμνωμένη ἐκκλησιά,
στῶν σπιτιῶν τὶς πόρτες
καὶ τὰ παραθύρια
ποὺ ἔχασκαν ὀρθάνοιχτα.
-Πατέρα, σὰν ἀνταμωθοῦμε κάποτε
θὰ σοῦ πῶ γιὰ τὶς κουρτίνες μας,
ξεμακραίναμε κι ἀνέμιζαν
ἀπ’ τὰ παράθυρα
ὅπως κουνάει στὴν προκυμαία
ὁ κόσμος τὰ μαντήλια
γιὰ καλὸ κατευόδιο.
Τὸ ξεφτισμένο χαρτὶ
τοῦ ἀνταλλάξιμου,
ἐκεῖνο τὸ κομμάτι ριζικοῦ,
εἶναι κακιὰ πληγὴ
καὶ στάζει ἱστορία.
*********
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΣΕΙΡΗΝΩΝ
Στίχος τραγουδιοῦ κι ἡ Μνημοσύνη
ποὺ στέναζε καὶ ἵδρωνε
μερόνυχτα ἐννιὰ
στὰ στρώματα τοῦ Δία.
Πρόκληση
Ὅταν περάσεις τὸν χαρτοκόπτη
ἀνάμεσα στὶς ἑνωμένες σελίδες ἄκοπου βιβλίου
καὶ σκίσεις τὴν παρθενοραφή τους
ἴσως νὰ νιώσεις τὴν ἡδονὴ
τῶν ἀπελευθερωμένων τους ἀράδων.
Ἀποκαλύπτονται στὸ φῶς,
παίρνουν ἀέρα,
φλερτάρουν μὲ τὰ μάτια σου.
Ἀκόμα καὶ παρατημένα στὸ κομοδίνο
διαλαλοῦν τὴ χαμένη παρθενιά τους.
Πάει πιὰ ἡ ὁμοιομορφία στ’ ἀκροσέλιδα,
πάει καὶ τὸ μεράκι τοῦ βιβλιοδέτη.
Μὲ τὶς ἴνες τοῦ χαρτιοῦ
νὰ προεξέχουν ἀκανόνιστα,
ἡ ἐρωτικὴ ἀνατριχίλα τῆς ἀνάγνωσης
αἰώνια θὰ προκαλεῖ
τοῦ παζαριοῦ τ’ ἀνέγγιχτα βιβλία.
***
Ἵμερος
Τὴν ὥρα ποὺ ξεπλένονται οἱ νεκροὶ στὴν Κασταλία,
τὴν ὥρα ποὺ ὁ Πήγασος
καλπάζει ἀπὸ τὸν Ἐλικώνα πρὸς τὸν Σείριο,
τὴν ὥρα ἐκείνη φτερουγίζει ὁ Ἵμερος.
Ψαύει τοὺς κόρφους νὰ κλέψει
θέρμη θηλυκότητας.
Εἰσβάλλει στῶν αἰδοίων τὸ μυστήριο,
στοὺς λαβύρινθους στρέφει τοὺς σπασμούς του
κι ἀναδύονται τ’ ἀρώματα τῆς συνουσίας
στὰ σεντόνια ὡς τὸ ξημέρωμα.
***
Κι οἱ ζωντανοὶ ξεχνοῦν
Καὶ νά ποὺ κάποτε οἱ νεκροὶ θυμοῦνται
κι ἔρχονται
πεταλοῦδες τῆς νύχτας
γύρω ἀπὸ τὴ λάμπα
κι ἔρχονται στὰ ὄνειρα,
στ’ ἀνοιχτὰ παράθυρα
ὅταν ὁ ἀέρας μετατοπίζει τὴν κουρτίνα.
Καὶ νά ποὺ οἱ ζωντανοὶ ξεχνοῦν
ψελλίζουν
γαμῶ τὴν ἀγανάκτηση
κι ἀδειάζουν τὸ μυαλό τους
στὴ λεκάνη μὲ τ’ ἀπόνερα.
Ἡ ἄνοια, ἡ ἄνοιά σου τόσα χρόνια
μ’ ἔκανε νὰ ξεχάσω τὴ χροιὰ τῆς φωνῆς σου.
Μονάχα κάποιες λέξεις σου ἐπαρχιώτικες
προφέρω γιὰ νὰ θυμᾶμαι τὰ λόγια σου
ἀράν’ τ’ ἀράν᾿
ἀλὰκ μπουλὰκ
ἀντίδερο.
Ἡ ἄνοιά σου ἄρχισε
νὰ κατατρώει καὶ τὰ ὄνειρά μου
κι ἐκεῖ ἀμίλητη ἔρχεσαι.