Από το βιβλίο «Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες» (Εκδόσεις Κοβάλτιο, 2023).
Μετάφραση: Αγγελική Κορρέ, Βασίλης Λαλιώτης, Λαμπριάνα Οικονόμου, Μιχάλης Παπαντωνόπουλος
Η έκδοση περιλαμβάνει:
Τσαρλς Ντίκενς: Το νόημα των Χριστουγέννων καθώς μεγαλώνουμε
Αντόνιο Πέδρο ντε Αλαρκόν: Η Παραμονή του ποιητή
Γουίλα Κάθερ: Τα Χριστούγεννα του διαρρήκτη
Λ. Μ. Μοντγκόμερυ: Μια χριστουγεννιάτικη έμπνευση
Γιόζεφ Ροτ: Χριστούγεννα στην Κοχινκίνα
Λεβ Τολστόι: Τα ιδιαίτερα Χριστούγεννα του μπαρμπα-Πανόφ
Χανς Φάλαντα: Πενήντα μάρκα και Καλά Χριστούγεννα
********************************************************************************************
Υπήρχε μια εποχή ―για τους περισσότερους, έστω― όπου η μέρα των Χριστουγέννων περιέκλειε όλο μας τον μικρόκοσμο σαν ένας μαγικός δακτύλιος μες στον όποιο νιώθαμε να μην μας λείπει τίποτα: χωρούσε όλες τις χαρές, τη θαλπωρή και τις ελπίδες του σπιτιού μας· μάζευε τους πάντες και τα πάντα γύρω από το χριστουγεννιάτικο τζάκι, και αυτή η εικόνα φώτιζε περίλαμπρη στα έκθαμβα παιδικά μας μάτια.
Έπειτα ήρθε μια εποχή ―δεν άργησε καθόλου― όπου η σκέψη μας δραπέτευε από αυτό τον μικρόκοσμο· όπου κάποιος (πολύ αγαπημένος μας ―έτσι νομίζαμε τότε―, πολύ όμορφος και υπέροχος) έλειπε για να ολοκληρωθεί η ευτυχία μας· όπου κι εμείς λείπαμε (ή έτσι νομίζαμε ― που εντέλει είναι ακριβώς το ίδιο) από το χριστουγεννιάτικο τζάκι πλάι στο οποίο καθόταν αυτός ο κάποιος· όπου είχαμε συνδέσει κάθε χαρά στη ζωή με αυτό τον κάποιο.
Ήταν η εποχή των Χριστουγέννων με τα φωτεινά οράματα που έχει σβήσει από τα μάτια μας και διαγράφεται αμυδρά σαν την ίριδα μετά τη θερινή βροχή. Ήταν η εποχή της αθώας ευδαιμονίας για όσα ήταν να γίνουν και δεν έγιναν ποτέ· και όμως, ήταν τόσο πραγματικά υπό το πρίσμα της ακλόνητης προσδοκίας μας, ώστε μετά δυσκολίας θα βρίσκαμε ―έκτοτε― ένα πραγματικό γεγονός που να το βιώσαμε πιο έντονα.
Μήπως δεν ήρθαν εκείνα τα Χριστούγεννα όπου εμείς και το πολύτιμο μαργαριτάρι (η νεαρά εκλεκτή της καρδιάς μας) προσκληθήκαμε σε δείπνο ―μετά τον ευτυχή κι εντελώς αναπάντεχο γάμο μας― από τις οικογένειές μας που αναγκάστηκαν ―εξαιτίας μας― να βάλουν τα μαχαίρια στο θηκάρι και να μονοιάσουν; Εκείνα τα Χριστούγεννα όπου οι κουνιάδοι και οι κουνιάδες μας ―ανέκαθεν ψυχροί προτού επισημοποιηθεί αυτή η σχέση― μας λάτρεψαν ξαφνικά και οι γονείς μας δεσμεύθηκαν να μας στηρίζουν οικονομικά εφ’ όρου ζωής; Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δείπνο όπου έμειναν αφάγωτα τα εδέσματα, και μετά σηκωθήκαμε από το τραπέζι και αποδώσαμε εύγλωττα και γενναιόδωρα τα σέβη μας στον πρώην αντίζηλο, ο οποίος έτυχε να βρίσκεται μεταξύ των συνδαιτυμόνων, και ανταλλάξαμε αβρότητες και συγχωρέσεις, βάζοντας έτσι τα θεμέλια για μια φιλία ζωής ―; μνημειώδη ακόμη και για τα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά χρονικά. Εκείνος ο αντίζηλος που έπαψε προ πολλού να ενδιαφέρεται για το δικό μας πολύτιμο μαργαριτάρι, και παντρεύτηκε μιαν άλλη για τα λεφτά της και έζησε σαν τοκογλύφος. Και σήμερα: δεν ξέρουμε πως δυστυχήσαμε κατακτώντας το «μαργαριτάρι» και πως θα περνούσαμε καλύτερα χωρίς αυτήν;
Εκείνα τα Χριστούγεννα όπου γίναμε διάσημοι τις παραμονές, όπου μας σήκωσαν στα χέρια θριαμβευτές για μια μεγαλειώδη πράξη μας, όπου είχαμε κερδίσει τον σεβασμό και την εκτίμηση, και μπαίνοντας στο σπίτι μάς υποδέχθηκαν με δάκρυα χαράς ― είναι δυνατόν να μην έχουν έρθει ακόμη εκείνα τα Χριστούγεννα;
Αυτή είναι η φύση της επίγειας ζωής; Να κοντοστεκόμαστε πλησιάζοντας σε αυτό το ορόσημο, σε αυτήν τη σπουδαία γενέθλια ημέρα, και να βλέπουμε στο παρελθόν πράγματα που ποτέ δεν συνέβησαν, με τη ίδια φυσικότητα και σοβαρότητα που αντιμετωπίζουμε γεγονότα που όντως συνέβησαν και πάνε ή καταστάσεις που είναι ακόμη εν εξελίξει; Εάν αυτό είναι η ζωή ―και απ’ ό,τι φαίνεται, αυτό είναι―, θα πρέπει ν’ αποφανθούμε ότι είναι κατά τι καλύτερη απ’ όνειρο και δεν αξίζει την αγάπη και τις μάχες που δίνουμε στο διάβα της;
Όχι! Μακριά από εμάς τέτοιες αμπελοφιλοσοφίες χριστουγεννιάτικα, αγαπητέ αναγνώστη. Το πνεύμα των Χριστουγέννων, αυτός ο συνδυασμός έμπρακτης προσφοράς, επιμονής, φιλότιμου, ευγένειας και μακροθυμίας, ας πλημμυρίσει τις καρδιές μας! Αυτές οι αρετές έχουν ―ή θα ’πρεπε να έχουν― αντισταθμίσει τα ανεκπλήρωτα οράματα της νιότης μας· αυτές οι αξίες μάς οδηγούν στο να φερόμαστε με καλοσύνη ακόμη και στα πιο ελεεινά πλάσματα του κόσμου ― ποιος διαφωνεί;
Γι’ αυτό, μεγαλώνοντας, ας είμαστε ευγνώμονες που τα Χριστούγεννα διευρύνεται ο κύκλος των συνδαιτυμόνων μας και εμείς «γηράσκομεν αεί διδασκόμενοι»! Ας δεχθούμε τον κάθε φίλο και ας του προσφέρουμε μια θέση δίπλα στο τζάκι.
Καλώς ήρθατε, παλιές μας προσδοκίες, πλάσματα φανταχτερά της φλογερής μας φαντασίας, καλώς ήρθατε στη φωλιά σας κάτω από το γκι. Γνωριζόμαστε από παλιά και δεν σας έχουμε ξεπεράσει. Καλώς ήρθατε, παλιά μας όνειρα και παλιές μας αγάπες, όσο φευγαλέα κι αν περάσατε από τη ζωή μας, περάστε στις γωνίτσες σας κάτω από τ’ αναμμένα φώτα. Καλώς ήρθατε, όσα αληθινά ένιωσε ποτέ η καρδιά μας ― για ό,τι σπουδαίο κάνατε πραγματικό, λέω «δόξα τω Θεώ!» Μήπως και σήμερα δεν χτίζουμε χριστουγεννιάτικα παλάτια στην άμμο; Μάρτυρας οι σκέψεις μας που φτεροκοπούν σαν πεταλούδες στους ανθώνες ανάμεσά σε αυτά τα παιδάκια. Μπροστά σε αυτό το αγοράκι ξεδιπλώνεται ένα μέλλον πιο λαμπερό από ό,τι φανταζόμασταν στα δικά μας ρομαντικά χρόνια, που τα φώτιζαν η αρετή και η αλήθεια. Γύρω από εκείνο το στεφανωμένο με ηλιόξανθες μπούκλες κεφαλάκι η ομορφιά σαλεύει τόσο εξαίσια και αέρινα, λες και το χέρι του χρόνου δεν άγγιξε ποτέ την κώμη της πρώτης μας αγάπης. Στο πρόσωπο ενός άλλου κοριτσιού παραδίπλα ―ατάραχο μα χαμογελαστό―, ένα γαλήνιο προσωπάκι όλο χαρά, βλέπουμε να διαγράφεται η λέξη σπίτι. Βλέπουμε να λάμπει σαν άστρο η λέξη σπίτι και συνειδητοποιούμε πως όταν εμείς θα είμαστε νεκροί, άλλων οι καρδιές θα χτυπούν, άλλων οι ελπίδες θα γεννιούνται, άλλων ο δρόμος θα ανοίγει, άλλων η ευτυχία θ’ ανθίζει, θα μεστώνει και θα σαπίζει ― όχι, όχι, δεν θα σαπίζει, γιατί άλλα σπίτια και άλλα παιδιά ―που δεν υπάρχουν σήμερα και θ’ αργήσουν πολύ να εμφανιστούν― θα φυτρώνουν, θ’ ανθίζουν και θα μεστώνουν εις τους αιώνες των αιώνων!
Καλώς ήρθατε, όλα! Καλώς ήρθατε, ό,τι υπήρξε και δεν υπήρξε και ό,τι ελπίσαμε πως θα υπάρξει· περάστε κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, καθίστε γύρω από το τζάκι, στις θέσεις για τους ανοιχτόκαρδους συνδαιτυμόνες! Και εάν στο βάθος, στη σκιά, φωτίσουν οι φλογίτσες το πρόσωπο ενός εχθρού που τρύπωσε μουλωχτά; Συγχωρήστε τον ώσπου να πείτε Χριστούγεννα! Εάν το κακό που σας έκανε, σας αφήνει το περιθώριο να τον δεχθείτε στη συντροφιά, ας περάσει και αυτός. Ειδάλλως, δεν έχει θέση εδώ ― ούτε, όμως, να του ανταποδώσετε το κακό ούτε να τον κατηγορήσετε.
Την ημέρα αυτή δεν αποκλείουμε τίποτα και κανέναν!
«Μισό λεπτό», λέει μια φωνούλα. «Τίποτα και κανέναν; Για ξανασκέψου το!»
«Την ημέρα των Χριστουγέννων, δεν αποκλείουμε από το τζάκι μας τίποτα και κανέναν».
«Ούτε τη σκοτεινιά της αχανούς πολιτείας με τα μαραμένα φύλλα;» γυρίζει η φωνή. «Ούτε τον ζόφο που απλώνει τις φτερούγες του σε ολόκληρη τη Γη; Ούτε τους ίσκιους από την Πόλη των Νεκρών;»
Ούτε αυτούς. Ίσα-ίσα, ανήμερα των Χριστουγέννων πρέπει να στρέψουμε τα πρόσωπά μας προς αυτή την Πόλη και από τους βουβούς κατοίκους της να προσκαλέσουμε όσους αγαπάμε. Πόλη των Νεκρών, στο ευλογημένο όνομά Εκείνου που προς τιμήν του συγκεντρωθήκαμε απόψε, στην παρουσία Εκείνου που βρίσκεται ανάμεσά μας κατά πώς υποσχέθηκε, υποδεχόμαστε ―και δεν γυρίζουμε την πλάτη― στους κατοίκους σου που αγαπάμε!
Ναι. Μπορούμε να δούμε εκείνα τ’ αγγελούδια που λάμπουν τόσο ήσυχα, τόσο όμορφα, ανάμεσα στα ζωντανά παιδιά δίπλα στο τζάκι, εκείνα τα αγγελούδια που δεν αντέχουμε στη σκέψη ότι έχουν φύγει από κοντά μας. Ανέμελοι άγγελοι εν αγνοία τους, τα παιδιά παίζουν αψηφώντας ―όπως οι Πατριάρχες― την ομήγυρη· μα εμείς τους βλέπουμε, διακρίνουμε το λαμπερό χεράκι που σαν πειρασμός τυλίγεται γύρω από τον λαιμό κάποιου αγαπημένου μας παιδιού για να το πάρει μαζί του. Κι ανάμεσα στις επουράνιες μορφές είναι ένα ―δύσμορφο εν ζωή― πανέμορφο σήμερα αγόρι, που η ετοιμοθάνατη μητέρα του πενθούσε που θα το άφηνε μονάχο του στη Γη τόσο πολλά χρόνια μέχρι να το ξανασυναντήσει. Βιάστηκε, όμως, ο μικρός να πάει να βρει την αγκαλιά της και τώρα βαδίζουν χέρι-χέρι.
Και ήταν ένα γενναίο αγόρι, που σωριάστηκε ―στα ξένα― στην καυτή άμμο κάτω από τον καυτό ήλιο και είπε: «Πες στους δικούς μου, με όλη μου την αγάπη, ότι θα ήθελα να τους φιλήσω για τελευταία φορά· τουλάχιστον, φεύγω ήσυχος πως έπραξα το καθήκον μου!» Και ήταν ένα άλλο αγόρι, που πάνω από τη σωρό του διάβασαν: «Παραδίδουμε το σώμα του στον βυθό», και το απόθεσαν στον αχανή ωκεανό. Και ένα άλλο, που ξάπλωσε να κοιμηθεί στη σκοτεινή σκιά του μεγάλου δάσους και δεν ξύπνησε ξανά. Ω, μα σήμερα που είναι Χριστούγεννα πρέπει να σηκωθούν από την άμμο, τη θάλασσα, το δάσος, και να γυρίσουν σπίτι τους!
Ήταν ένα αξιολάτρευτο κορίτσι ―γυναίκα δεν πρόλαβε να γίνει― που περνούσε λυπημένα Χριστούγεννα σ’ ένα χαρούμενο σπίτι· και πήρε χωρίς γυρισμό τον δρόμο για τη βουβή Πόλη. Τη θυμόμαστε, εξαντλημένη, να ψιθυρίζει κάτι, να μην ακούγεται, και να βυθίζεται στον αιώνιο λήθαργο. Ω, δείτε την τώρα! Δείτε την! Είναι όμορφη, ήρεμη, αγέραστη, ευτυχισμένη! Η κόρη του Ιαείρου αναστήθηκε για να πεθάνει· μα το κορίτσι αυτό, πιο ευλογημένο, άκουσε την ίδια φωνή να του λέει: «Εγείρου εις τον αιώνα!»
Είχαμε έναν παιδικό φίλο, με τον οποίο συζητούσαμε συχνά πώς θα άλλαζε στο μέλλον η ζωή μας και φανταζόμασταν γελώντας πώς θα μιλάμε, πώς θα περπατάμε και θα σκεφτόμαστε και τι θα κουβεντιάζουμε όταν γεράσουμε. Το ενδιαίτημα, που του είχε ορίσει η μοίρα στην Πόλη των Νεκρών, τον υποδέχτηκε στο άνθος της νιότης του. Θα τον ξεχάσουμε ανήμερα των Χριστουγέννων; Δεν θα ’ναι σαν ν’ αποδιώχνουμε την αγάπη του; Φίλε που έφυγες, παιδί που έφυγες, γονιέ, αδελφή και αδελφέ που φύγατε, γυναίκα ή άντρα μας που φύγατε, δεν σας ξεχνάμε! Καθένας έχει μια ξεχωριστή θέση στις καρδιές μας και δίπλα στο τζάκι μας τα Χριστούγεννα· αυτή την ημέρα της αιώνιας ελπίδας, τη γενέθλια ημέρα του αιώνιου ελέους, δεν αποκλείουμε τίποτα και κανέναν!
Ο ήλιος του χειμώνα δύει επάνω από την πόλη και το χωριό· ανοίγει ένα ρόδινο μονοπάτι στη θάλασσα, λες και μόλις περπάτησε επί των υδάτων Εκείνος. Λίγο μετά, ο ήλιος χάνεται και απλώνεται η νύχτα, και αρχίζουν να λάμπουν φωτάκια στον ορίζοντα. Στην πλαγιά του λόφου, πάνω από την ακανόνιστη έκταση της πόλης και μέσα στη σιγαλιά των δέντρων που περιβάλλουν το καμπαναριό του χωριού, οι αναμνήσεις χαράσσονται στην πέτρα, ριζώνουν στα λουλούδια, φυτρώνουν στο χορτάρι, διακλαδώνονται στις βατομουριές γύρω στα υψώματα. Οι άνθρωποι στην πόλη και στο χωριό σφαλίζουν τις πόρτες και τα παράθυρα για να προφυλαχτούν από τον καιρό· και μες στα σπίτια: δυνατή φωτιά, πρόσωπα χαρούμενα, φωνές κελαρυστές. Ας διώξουν οι οικιακές θεότητες κάθε χυδαιότητα και κακό, και ας δεχθούν τις αναμνήσεις μας με τρυφερότητα. Είναι από παρήγορες και ξέγνοιαστες εποχές· είναι από την Ιστορία που ένωσε νεκρούς και ζωντανούς επί της γης· είναι από μια στάση καλοσύνης και γενναιοδωρίας που πάρα πολλοί προσπάθησαν να την τσακίσουν.
* * *