Ξεκινώ με το τέλος του κόσμου.

Τα παιδιά παίζουν μπάλα/ τα παιδιά όλο τρέχουν/ ο φονιάς στην κρεμάλα/ τα παιδιά τον εμπαίζουν

-κάτι καίγεται γύρω μου, μυρίζει χρώμιο γδαρμένο- τα παιδιά στην κουζίνα/ στο φαΐ βάζουν δάχτυλο/ τα παιδιά στην Αθήνα/ μπουγελώνουν τον άτιμο -τα μπαλκόνια όλα σείονται, ο καιρός γαρ εγγύς- μα δεν έφτασε ακόμα

δεν έφτασε

απλά ξεκινώ με αυτό να προλάβω

ξεκινώ με αυτό όσο μνήμα δε σκάβω –

Ξεκινώ με το τέλος του κόσμου.

Τα παιδιά έχουν χυθεί/ τα παιδιά όλα σκόρπισαν/ ο φονιάς τα θωρεί/ και γελάει που ψόφησαν -είν η άσφαλτος σίδερο, πυρωμένη είν η πόλη- τα παιδιά έχουν πλυθεί/ έχουν μπει μες στα φέρετρα/ τα παιδιά τα οδηγεί/ χαρωπά στον Αχέροντα -ποιος κραδαίνει τα κτίσματα, το δάχτυλό του κουνάει σε μένα- μα δε μ’ έφτασε ακόμα

δε μ’ έφτασε

απλά ξεκινώ με αυτό να το βγάλω απ’ τη μέση

πριν να πω τι ειν αυτό που σαν πυρ μ’ έχει φλέξει –

Ξεκινώ με το τέλος του κόσμου.

 

*******

Μη μου σκαλίζεις τα γεράνια, τυμβωρύχε
γύρνα άμα θες το σάβανο σα να μαι μπετονιέρα – στον αέρα τράβα και τίναχτο σα μπαντιέρα
τα δόντια μου βγάλτα και σπείρε τα
ρίχτα σαμάνικα μες στο γουδί και κάντα σκόνη με πήλινο χέρι, τάισε χοίρους αν θέλεις
μ’ αυτά ή μ’ ό,τι άλλο μπορεί
να χει ένα δράμι αξία•
βγάλε τα μάρμαρα
βγάλε το φέρετρο σπάστο και πάρε τα ξύλα
φτιάξε άμα θες το πλοίο του Θησέα, κάντο κομμάτια, ξαναφτιάξε το
βάλε του ρόδες και στείλτο στη Μεσογείων, στην Πατησίων, στου κόσμου τα ύστερα
που δεν έχουν ούτε ένα φανάρι•
στη Βαλχάλα ή στην Κομάλα στείλε το -δε με νοιάζει-
μα μη
μη μου σκαλίζεις τα γεράνια μου,
τα λουλούδια μου μην τα εκπορνεύεις,
τυμβωρύχε.
Αφού τώρα μετράει το ύψος μου οριζόντια – μες στα καλώδια και μέσα στους βόθρους
κι ο τεχνικός του ΟΤΕ λέει πως κάτι εμποδίζει το σήμα: είναι εγώ
ή είναι κάτι που μοιάζει σε μένα ή έμοιαζε
βγάλτα λοιπόν όλα ξύλωστα
κάντα πολτό όλα και πιες τα
ρούφα τα όλα και ξέραστα
βεβήλωσε αν θες κάτι βαθιά ιερό -εμετό τα κομμάτια μου λίμνη σε μανουάλι-
στην προτομή του Σιντάρτα, μια χρυσή αγελάδα
στις πύλες του Τιμπουκτού στο Μάλι – άσε μια στάμπα μια σκέτη αηδία
ή κάντα άμα θες μαύρο άνθρακα
και βάλε παιδιά να τον ψάχνουν
σε μια Αγγλία της Βικτωρίας – φτύστα τα σα δαίμονα νέμεση
στου Κορανίου τις σούρες, στου Παύλου τις επιστολές
και στη Γένεση•
διέλυσε διέλυσε τσάκισε
βάλ τα οστά μου στο μπλέντερ με λάδι κόκκινο – πέρνα τα κόσκινο μη χάσεις το δράμι αξίας
και χτύπα τα
ρίχτα
στου Βαν Γκογκ την έναστρη νύχτα ή ένα γκρίζο κουτί ενός Χατζηκυριάκου-Γκίκα
κάνε μου τον τάφο κενοτάφιο
το πτώμα μου αίρεση κάντο
κυβισμού κάντο κύκλο και άσχημο -δε με νοιάζει-
μα μη
μη μου σκαλίζεις τα γεράνια μου,
τις ρίζες μου μην τις χαλάς,
τυμβωρύχε.

 

*****