Η Ευρώπη ένας παιδότοπος
(Για τη Lisa, όπως κι αν τη λένε)
Σε κάθε χώρα είχε και άλλο όνομα
οπότε στο Άμστερνταμ της είπαν
θα σε φωνάζουνε Αμάντα. Να το θυμάσαι
όταν ο άντρας θα καλεί μέσα στην έκσταση,
για εσένα θα εκφράζει την αγάπη του
μην αφαιρείσαι από τη θέα
έχε το νου σου στη δουλειά.
Δεν ήτανε ρομαντική
και ίσως αυτό βοήθησε να φτάσει εκεί
όταν οι φίλες της παρέμειναν πίσω στη Ρουμανία.
Έκαναν ζήτημα ολόκληρο το εύκολο,
να πρέπει ν’ αγαπάς για να δοθείς.
Μα ίσως ήταν κι αυτό ακριβώς.
Δεν ήτανε ρομαντική, δεν καταλάβαινε
που την ύψιστη στιγμή ο εραστής θέλει
να πει το όνομα.
Έτσι, όταν το έλεγαν δεν πρόσεχε
και σα να ήταν άλλη, δεν έδινε την πρέπουσα ανταπόκριση
ένα χυδαίο βογγητό και μια κατάφαση.
Γίναν παράπονα. Πέντε μήνες ύστερα
της άλλαξαν το όνομα, τη στείλαν στη Βουδαπέστη
που η δουλειά ήταν πολλή και οι τιμές
τρεις φορές πιο χαμηλές.
Σκέφτηκε πως αν δεν έφτιαχνε ένα νόημα
για όλη την κωμωδία που ζούσε
δέκα φορές τη μέρα,
το τέλος θα ήταν αναπόφευκτο,
θα επέστρεφε στο Πλόεστι ανώνυμη.
****
Κάτω από το Σταυρό
Ἀντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς, ὁ Θεός…
Μόνο εσύ κι εγώ
ξανα, στη δύση αυτού του κόσμου.
Με τις φωνές
τις οιμωγές
με την απελπισία των εξαπατημένων
την αγωνία των άδικα σταυρωμένων.
Και τι κρυφή ματιά στο σχέδιο του Θεού!
Το ηλιοβασίλεμα μιας μέρας καλοκαιριού
σαν τιμωρία τα πάντα πυρρωμένα
και όλοι πια εξαντλημένοι
από το σαν αμόνι φως.
Μα τι μας νοιάζει εμάς
κι αν όλος ο πολιτισμός ποτέ δεν ήταν
και τώρα πάει οριστικά κατά διαόλου;
Αν πήραμε μονάχα εσύ κι εγώ
το ελιξήριο που όλοι
μα όλοι παρακαλούν στα όνειρά τους
ας τους χαρίσουν οι θεοί
την ασχήμια αυτής της πλάσης, όπως τη θέλησαν
ολόκληρη. Δικά τους όλα, ας γίνουν
οι κυρίαρχοι του κόσμου.
Έστω σε αυτό το τοπίο θανάτου,
εμείς ξανά συναντηθήκαμε
όπως κάποτε που ζούσαμε
αληθινά, οι μέρες
πιο δροσερές κι από χυμό, πιο ήπιες
κι απ’ την αύρα, πιο γλυκές
κι απ’ το σταφύλι του κήπου.
Ο ήλιος δεν κατεβαίνει πια,
και όλοι σκεπάζουνε τα μάτια τους.
Από τα κενοτάφια
σκόνη μόνο και κάποια έντομα, όμως να:
τα ελαιόδεντρα δε φύγαν απ’ τους λόφους.
Πώς μοιάζει μετά από συμφορά η φύση απαράλλαχτη!
Ήταν όλα άστοχες προφητείες;
Έτσι πήγε η μεγάλη περιπέτειά μας;
Την παίζουν στα ζάρια βαριεστημένοι στρατιώτες;
Θα φύγω. Θα πάω να πεθάνω στη Γαλλία.
****
Χαμένος παράδεισος
les splendeurs situées derrière le tombeau
Εξόριστος
στην ίδια μου την ύπαρξη.
Αλλού ήταν οι εφηβικές ελπίδες:
περα από τον ορίζοντα της θάλασσας.
Ω ποίηση, λυπήσου με!
Δως μου ξανά το δάκρυ
όταν μου δείχνεις την ευτυχία σαν αλήθεια.
Δως μου ξανά το απαρηγόρητο παράπονο
όταν στα μάτια μου μπροστά οικοδομείς το ανέφικτο.
Δως μου ξανά την ηδονή
όταν αποδεικνύεις πως τη ζωή μου δικαιώνει
μόνο ο θάνατος.