Aπ’ τις ακτές των βλεφάρων σου αγναντεύω τον ορίζοντα.
Μεσ’ απ’ την κόρη του ματιού σου αναλύω την ψυχή σου:
πράσινη, κόκκινη, μαβιά
όλες οι εκδοχές σου είναι φως.
*****
Κόβω μια παπαρούνα απ’ το έδαφος.
Οι χυμοί της απλώνονται στο χέρι μου, κολλάει.
Ακουμπώ το στήθος σου και ορκίζομαι
στη ζωή του χαμένου λουλουδιού: τη ζωή μας.
****
Ρίχνω πάνω μου βενζίνη, ανάβω τσιγάρο.
Η βενζίνη καίγεται, το δέρμα μου όχι.
Άλλη ανάφλεξη δε χωρά
σε ό,τι φίλησαν τα χείλη σου.
****
Ήσουν ακίνητη, σχεδόν λυπημένη
όμως τα δένδρα, οι καταρράκτες, τα πουλιά
συνεχώς σε συζητούσαν˙ ώσπου βούτηξες στη θάλασσα
κόβοντας την ανάσα του σύμπαντος.
Αφήστε ένα σχόλιο