
Η Νάνα Παπαδάκη γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν, της Σχολής Σκηνοθεσίας Κιν/φου Ε. Χατζίκου, του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και της Γερμανικής Σχολής Αθηνών. Ως ηθοποιός έχει συνεργαστεί με σημαντικούς σκηνοθέτες σε έργα ελληνικού και παγκόσμιου ρεπερτορίου, που παρουσιάστηκαν σε πολλές θεατρικές σκηνές (Θέατρο Τέχνης, Εθνικό Θέατρο, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, Θέατρο Δημήτρης Χορν, Badminton κ.ά.) καθώς και στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
Μιλάει στο Ποείν για το τέταρτο ποιητικό βιβλίο της με τίτλο «Αργέγονη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι. Πρόκειται για ένα βιβλίο επηρεασμένο απ’ την Art Brut (Ακατέργαστη Τέχνη), τη Σκοτεινή Κυρία των Σονέτων του Σαίξπηρ, τη Συκόραξα της Τρικυμίας, ακόμη και το σύμπαν του σαιξπηρικού Άμλετ ή της ιψενικής Έντα Γκάμπλερ . Η τέταρτη ποιητική της συλλογή είναι ένα βιβλίο πολύ «προσωπικό» καθώς συμπυκνώνει την πορεία και την ψυχική της διαδρομή. Τα 55 ποιήματα – στιχουργήματα της συλλογής έχουν αρίθμηση από τα γράμματα της αλφαβήτου. Πρόκειται για θραύσματα, ενορατικές αναλαμπές, όνειρα που βουτάνε μέσα σ’ ένα σκοτάδι συνδεδεμένο με τη θηλυκή πρόσληψη του κόσμου. Αυτό το σκοτάδι δεν θέλησε να το καλύψει αλλά να το επεξεργαστεί και να καρφώσει τα μικρά της ποιήματα σαν άστρα στον νυχτερινό ουρανό.
`
ΜΘ’
Όσο μεγαλώνει
Επιθυμεί πιο πολύ το ζώο
Απ’ τον θεό.
Είναι σχεδόν ευτυχισμένη.
`
Μιλήστε μας για τον τίτλο της ποιητικής σας συλλογής «Αρχέγονη» και τη σημασία της.
O τίτλος «Αρχέγονη» προέκυψε στην πορεία της συγγραφής του βιβλίου, καθώς προσπαθούσα κι εγώ η ίδια να καταλάβω και να ονομάσω τι ήταν αυτό που με έκανε να επιμένω προς μία κατεύθυνση που δεν ήξερα πού θα με οδηγήσει. O αρχικός τίτλος ήταν «Τρεις μήνες στο σπίτι του Άριελ». Είχα επικεντρωθεί στην «Τρικυμία» του Σαίξπηρ και στις πρόβες ενός επινοημένου θιάσου για το ομώνυμο έργο. Τελικά, μέσα απ’ τη δουλειά, αναδύθηκε και μονοπώλησε τον χώρο της έμπνευσής μου, μία θηλυκή οντότητα, σαν τη Συκόραξα, η οποία ορθώθηκε, μες στη φαντασία μου, σαν ένα θεόρατο δέντρο, με κλαδιά κι αμέτρητα παρακλάδια, μια μητρική παρουσία, η οποία ελευθέρωσε και αγκάλιασε διαφορετικές πτυχές της ύπαρξής μου. Και ενώ, στην αρχή, με τρόμαξε, μετά λειτούργησε ως οδηγός και πηγή δημιουργίας.
`
-Είναι η ποίηση μια από τις πιο «Αρχέγονες» μορφές έκφρασης;
Την ποίηση τη φέρουμε μέσα μας. Όμως, για να μπορέσουμε να τη συναντήσουμε, χρειάζεται πολλή δουλειά. Ξεχορταριάζουμε για να ανοίξουμε τον δρόμο. Θεωρώ ότι και η σιωπή είναι μέρος της ποίησης. Το ποίημα είναι η κορφή, το κύριο σώμα, όμως, είναι η σιωπή. Αυτό ισχύει και στο θέατρο. Κάθε τέχνη, νομίζω, αν την ακολουθήσεις ή την αφήσεις να σε οδηγήσει στις ρίζες της, όπως ο χορός, το θέατρο, η μουσική, φτάνει σε κάτι πρωταρχικό, μια πηγή, ένα αστείρευτο νόημα, που διαρκώς αρχίζει και δεν τελειώνει ποτέ.
-Γιατί διαλέξατε τη μικρή φόρμα;
Να σας πω την αλήθεια, δεν τη διάλεξα, με διάλεξε. Σχεδόν επιβλήθηκε. Η πρώτη μορφή των ποιημάτων ήταν τελείως διαφορετική. Μετά αφαιρούσα κι αφαιρούσα, ούτε κι εγώ ήξερα τι θα απομείνει και τι θα μπορέσει να αποτελέσει ένα σύνολο αντιπροσωπευτικό όσων λάμβαναν χώρα κατά τη διεργασία που πυροδοτήθηκε μέσα μου. Δεν ήξερα αν θα τα καταφέρω. Λες και δεν γινόταν να εκφραστεί αλλιώς αυτή η αρχέγονη δύναμη, η οποία διέλυε καθετί στο διάβα της, προκειμένου να πει αυτό που ήθελε εκείνη. Ήταν σαν να έσπασα και να ‘μειναν από εμένα αυτά τα σπαράγματα που αποτελούν το βιβλίο.
-Η ποιητική σας συλλογή αποτελείται από 55 θραύσματα αφιερωμένα σε μια άγνωστη «αρχέγονη» δύναμη που εκφράζεται μέσα από τη σιωπή. Τι είναι αυτό που σας ώθησε να εκφραστείτε με αυτό τον τρόπο;
Η ζωή δεν είναι κάτι απλό. Δεν εύκολο να ζει κανείς. Καμιά φορά νιώθω ξένη μες στον κόσμο και προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτό που με διαφοροποιεί και με ωθεί στο να ακολουθώ τον έναν δρόμο και όχι τον άλλον. Λοιπόν, είναι κάτι που δεν θα μπορέσω να καταλάβω ποτέ. Ίσως και να μη χρειάζεται. Εξάλλου, εν αρχή ην ο Λόγος, όχι ο ποιητής, ούτε ο ηθοποιός. Αυτοί πρέπει να σιωπούν, προκειμένου να ξεπροβάλλει αυτό που συμβαίνει μέσα τους και να μπορεί να διαλέξει τη μορφή και τις λέξεις που του ταιριάζουν.
ΚΔ’
Mα, δεν μιλώ.
Μιλιέμαι από εμένα.
Συμβαίνω μες στον λόγο.
Η σάρκα μου λέει τον εαυτό της.
Το σώμα, την ανάσα του.
Η σκηνή είναι ο τόπος μου.
Είμαι όλη μια άσκηση θανάτου.
–Ποια μορφή έχει ο θάνατος στην ποίηση; Ποια είναι τα αισθήματά σας απέναντι στον θάνατο;
Μαζί του ζω. Όλοι μας. Είναι παρών καθημερινά. Και δεν το λέω «αρνητικά». Είναι το μόνο σίγουρο. Πρόοδο θα σημειώσουμε μόνο αν συμφιλιωθούμε με την ανθρωπινότητα και τη φθαρτότητά μας. Αντ’ αυτού, χτίζουμε τείχη μέσα μας και έξω μας και οχυρωνόμαστε πίσω απ’ αυτά, φοβούμενοι ότι θα χρειαστεί να αλλάξουμε. Αντί να αγκαλιαζόμαστε που είμαστε ζωντανοί, εμείς σκοτωνόμαστε μεταξύ μας και μιλάμε για τον φόβο του θανάτου, τον οποίο, ταυτόχρονα, σκορπάμε πλουσιοπάροχα πάνω στον πλανήτη. Οι θρησκείες μάς λένε τι θα γίνει μετά τον θάνατο και, πριν από αυτόν, οι άνθρωποι σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, χωρίς τελειωμό. Η ανθρώπινη συνείδηση έχει πιάσει ταβάνι. Πρέπει να αλλάξουμε τρόπο σκέψης. Η υπέρβαση δεν είναι υπόθεση κάποιου θεού, είναι υπόθεση των ανθρώπων.
`
`
ΜΖ’
Η σιωπή έχει πολλά ονόματα. Σαν αδέσποτος γάτος. Ή σαν θεός.
-Η σιωπή είναι συνυφασμένη με τη μοναξιά;
Αναγκαστικά, μέσα σ’ όλη αυτή την πίεση να είμαστε λειτουργικοί, αποδοτικοί, παραγωγικοί, χρειαζόμαστε και λίγη μοναξιά, λίγο χρόνο με τον εαυτό μας, να αφουγκραστούμε το σώμα μας. Εγώ προσωπικά, χρειάζομαι συχνά ησυχία, να μην ακούω κανέναν θόρυβο για να ισορροπώ. Να ησυχάζω, γιατί δεν μπορώ να ακολουθώ ρυθμούς που θολώνουν τη σκέψη και επιβάλλονται στο σώμα μου. Θέλω να κάνω πλέον τα χατίρια του εαυτού μου. Μετά χαίρομαι περισσότερο την εργασία, αλλά και την παρέα και τη συζήτηση με τους φίλους μου. Τη ζωή μου.
ΛΓ’
Παγώνει τον χρόνο και στήνει αυτί στο κτήνος της.
Κι αυτό είναι σιωπή.
-Επανέρχεστε στο ζήτημα της σιωπής στα ποιήματά σας.. Πώς επηρεάζει τη ζωή μας;
Δεν είμαστε ικανοί να σιωπήσουμε. Ακούμε στη διαπασών τη δική μας φωνή και τις δικές μας βεβαιότητες, αρνούμενοι να σκύψουμε πάνω απ’ τη ρωγμή, που μπορεί να οδηγήσει στα βάθη μας. Μια ολόκληρη κοινωνία δεν μπορεί να σιωπήσει. Παράγει διαρκώς θόρυβο και εμποδίζει τους ανθρώπους απ’ το επικεντρωθούν σ’ αυτά που έχουν αξία.
-Είναι τελικά για τον ποιητή μια βαθιά ανάγκη η σιωπή;
Για όλους μας είναι. Όχι το να μη μιλάμε, αλλά το να βρίσκουμε μέσα μας μια ζωντανή, εκφραστική ησυχία που θα μας φέρει κοντά στο αίσθημα και την καρδιά μας. Κάτι που θα μας υπενθυμίσει την ομορφιά της ζωής. Αισθάνομαι ότι μέσα στο τρέξιμο, τη σπατάλη, πολλές φορές, σε διαφορετικές δουλειές, υποχρεώσεις κλπ. χάνουμε τον εαυτό μας. Κινδυνεύουμε να πιστέψουμε ότι έχουμε γεννηθεί μόνο για να παράγουμε και να καταναλώνουμε. Ε, δεν είναι έτσι. Οι άνθρωποι έχουμε και ομορφιά. Αυτή την ομορφιά, καμιά φορά, χρειάζεται να ησυχάσεις για να τη νιώσεις και να τη δεις. Να συμπληρώσω, βέβαια, ότι η ποίηση, η τέχνη, δεν χρειάζεται να μιλάει μόνον για «ομορφιά». Ο καθένας βρίσκει τη θεματική και τον δρόμο που του ταιριάζει. Εξάλλου, εάν η «ομορφιά» δεν ακολουθήσει διαφορετικές διαδρομές, ώσπου να δώσει «μορφή» και «σχήμα» στο «ά-σχημο», είναι επιφανειακή και εύκολα προσπελάσιμη.
-Η πρόσληψη του κόσμου στη συλλογή σας παρουσιάζεται μέσα από μια θηλυκή ματιά. Μιλήστε μας γι’ αυτή την ομορφιά…
Η θηλυκή ματιά, στη δική μου περίπτωση, είναι όμορφη, άσχημη, επικίνδυνη, γενεσιουργός, χαώδης, ερεβώδης, σπαράσσουσα, διαταρακτική, θεραπευτική, λογική, λίγο τρελή, γοητευτική, σοφή, φωτεινή, απ’ όλα. Όπως και η ανδρική, εδώ που τα λέμε, αλλά με άλλον τρόπο. Για εμένα ο άνθρωπος γεννιέται απ’ τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσει το σκοτάδι του και θα μπει στη διαδικασία να το μετουσιώσει. Όσο το αποφεύγει, δεν το ονομάζει, είναι ακόμη «αγέννητος», αν μπορώ να το πω έτσι. Πρόκειται για μια διαδικασία, όμως, που ταπεινώνει. Δεν μπορείς να της ξεφύγεις με τερτίπια και εξυπνάδες. Ούτε η μόρφωση σώζει, ούτε η συγκρότηση, ούτε η γλωσσομάθεια, ούτε τίποτα, τουλάχιστον για αυτό που εγώ μιλώ. Πρώτα ταπεινώνεσαι και μετά ξεκινά η αληθινή ομορφιά. Μαθαίνεις να περπατάς, να αναπνέεις, να κοιτάς, όλα απ’ την αρχή. Δεν ξέρω αν είναι «όμορφη» αυτή η διαδρομή, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Εμπεριέχει και τον «θεό» αυτό που λέω, επιζητώ την υπέρβαση, αλλά την εντοπίζω μέσα μου και όχι έξω από εμένα.
ΜΣΤ’
Είναι ζωντανή.
Έχει σώμα, νόημα και εαυτό.
Γεννάει το κεφάλι της στον κρότο.
-Πόσο επηρέασε την ποίηση σας η πιο αυτοκαταστροφική και συνάμα αξιοθαύμαστη ηρωίδα του Ίψεν, Έντα Γκάμπλερ;
Υπάρχει ένα βιβλίο που έχει γράψει η Λου Σαλομέ, εκείνη η φοβερή και τρομερή γυναίκα, με το υπέροχο μυαλό, το οποίο λέγεται «Ibsen’ s Heroines», και αφορά όλες τις ηρωίδες του Ίψεν, αλλά μέσα απ’ τη ματιά μιας οξυδερκούς, ερωτικής και μορφωμένης γυναίκας. Η ματιά της, λοιπόν, είναι τελείως διαφορετική, απ’ όλα τα άλλα βιβλία που είχα διαβάσει για τον Ίψεν και τα είχαν γράψει άνδρες. Όλοι θέλουν να επιβάλλουν την δική τους ερμηνεία πάνω στη γυναίκα, να την εξουσιάσουν. Έχω συγκρουστεί με ανθρώπους που αντιμετωπίζουν εχθρικά τις γυναίκες λες και δεν είναι άνθρωποι, αλλά τέρατα που θα τους κατασπαράξουν. Έχει τύχει τέτοιου είδους άνθρωποι να έχουν και κάποια υποτιθέμενη εξουσία, αλλά δεν γίνεται και αλλιώς, κάτι πρέπει να αλλάξει, να μετακινηθεί και αυτό έχει τίμημα. Πολλές φορές είναι και ασυνείδητο και ίσως να φταίμε κι εμείς οι γυναίκες που δεν βάζουμε κάποιους ανθρώπους στη θέση τους. Ας πούμε, λοιπόν, πως η αυτοκαταστροφή ήταν ο μοναδικός τρόπος που απέμεινε στην ηρωίδα για να ορίσει η ίδια τη ζωή της και όχι, διαρκώς, κάποιος άλλος. Στο πιο αντιπροσωπευτικό δικό μου ποίημα η ηρωίδα «γεννάει το κεφάλι της στον κρότο». Δεν θέλει άλλες ιδέες, άλλα «κόνσεπτ» που να αφορούν «το σώμα, το νόημα και τον εαυτό της». Στο τέλος υπάρχει ο ουρανός, ο κρότος του πιστολιού και τίποτε, όπως πολύ ωραία λέει η Σαλομέ. Είναι κουραστικό να νομίζουν όλοι ότι σε καταλαβαίνουν και ξέρουν καλύτερα από εσένα ποιος είσαι. Επειδή φοβούνται να κοιτάξουν μέσα τους, ασκούν τα όποια εργαλεία τους πάνω σε εσένα. Είναι εξουθενωτικό.
-Τι σημαίνει η ποίηση για εσάς;
Είναι το καταφύγιό μου. Όταν διαβάζω ένα καλό βιβλίο ποίησης είναι σαν να κρατώ στα χέρια μου την ακτινογραφία της ανθρώπινης ψυχής. Και όσο πιο βαθιά φτάνει αυτή η ποίηση, τόσο πιο μακριά βλέπεις. Έχει αλλάξει ο τρόπος που διαβάζω, όπως έχει αλλάξει ο τρόπος που βλέπω θέατρο, θέλω να πιστεύω και ο τρόπος που παίζω. Η ποίηση με μαθαίνει να υπάρχω αλλιώς στη σκηνή.
-Μπορεί να βοηθήσει η ποίηση στην ψυχική μας ισορροπία;
Πολλοί έχουν στο μυαλό τους την ισορροπία ως μια στατική κατάσταση. Δεν είναι. Η ισορροπία είναι μια δυναμική κατάσταση, αλλάζει συνέχεια, σημαίνει ότι σε τραβούν διαφορετικές δυνάμεις, ροπές και εσύ ισορροπείς μέσα σ’ αυτές. Τίποτε δεν μπορεί να βοηθήσει στην ψυχική μας ισορροπία εάν αυτό δεν αποτελεί ανάγκη μας ή εάν δεν έχουμε ξυπνήσει κάτι μέσα μας για να το ισορροπήσουμε. Υπάρχουν λογής προκαταλήψεις και εμπόδια στο να αισθανθούν οι άνθρωποι ότι η ζωή τους πρέπει να τους αφορά. Δεν θέλουν να γνωρίσουν τον εαυτό τους. Αυτό, όμως μπορεί να ισχύει και για τους γράφοντες ή τους καλλιτέχνες γενικότερα. Το ότι κάποιος είναι καλλιτέχνης, δε σημαίνει ότι είναι και πνευματικός ή βαθύς άνθρωπος. Υπάρχουν, επίσης, και άλλοι άνθρωποι που καταναλώνουν την τέχνη, την ποίηση, το θέατρο κλπ. για να αποφύγουν τον εαυτό τους. Ίσως ο δρόμος του αναγνώστη να είναι και αυτός μοναχικός.
– Ο ρόλος της ηθοποιού και της σκηνοθέτιδος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έκφρασή σας μέσα από την ποίηση;
Ναι. Μπορεί βέβαια να συνέβη και το αντίστροφο. Ξέρετε, έγινα ηθοποιός γιατί έχω ανάγκη τις λέξεις. Ξαναγεννιέμαι. Από πού εκπορεύονται, τι μας κάνει να μιλάμε, πώς αναπνέουμε, τι είναι η φωνή, με μαγεύει η ανθρώπινη φωνή. Η εικόνα τελειώνει πολύ εύκολα για εμένα, η φωνή, η ομιλία ενός ανθρώπου, η όψη του, καθώς μιλά, είναι αυτό που με έλκει. Με ενδιαφέρει ο λόγος και αυτό με οδήγησε και στο να γίνω ηθοποιός και στο να διαλέξω συγκεκριμένα κείμενα προκειμένου να παρασταθούν, δουλεύοντας σε αυτά σκηνοθετικά, ως ηθοποιός ή και τα δύο. Εν αρχή ην ο Λόγος, ας μην το ξεχνάμε, ειδικά τις μέρες που ζούμε.