Κρατώ τα χρήσιμα χέρια
Ένας ακροβάτης της κάθε λέξης που εκσπάει στα χείλη σου.
Φέγγει, Υγραίνεται, γλιστράει στα Τάρταρα των Βοών,
μέσα στους Βόμβους των χρόνων που σπατάλησα.
Θα σου έπλενα τα μαλλιά αιώνες, πατώντας τις θηλιές που σκόρπισα
στο σώμα μου.
Μια, δυο, τρεις στιγμές,
λαξεύω ένα κορμί ζωσμένο με το άγιο φως, τον οδυρμό
του νεροχύτη σου.
Μια εκκλησία για τις στοίβες του πόνου σου.

`

 

***

Το κοιμητήριο του Μπραν
Είναι ένα ήσυχο κοιμητήριο
Μέσα στο δάσος με το βάρος του καιρού και της υγρασίας.
Το είδα δυο φορές και ήταν αυτές οι δυο τελευταίες φορές.
Στην πόλη της χαράς,
υπάρχει το ποτάμι –το κρύο των ανθρώπων– η ωδί(ύ)νη του τοκετού.
Στους δρόμους της πόλης και πέρα από τα σύνορα των πόλεων
της χαράς
Εκεί που ουρλιάζει το χιόνι της χρονιάς.
Είναι πολύ απείθαρχο ο τρελός σε άλλη γλώσσα να βρίζει.
Τον σφάζει το χιόνι.
Στην πινακοθήκη σχολάει το φως.
Αυτό το Επαναλαμβάνει
αμέτρητες μέρες κάτω από τα παράθυρά της.
Υπάρχουν αλλόγλωσσα δωμάτια στις 03.15 με καπνούς και σκιές
στους τοίχους που έζησαν τη μέρα τους.
Υπάρχει και αυτή η σπουδή του Ψύθου στα παράθυρα… Λοιπόν,
τίποτα.
…θέλω να σύρω το πόδι σου, θέλω να σε σύρω από τα μακριά
μαλλιά σου
Να γελάς σαν κρότος, να πονάς σαν δέρμα
Να γίνεις Φίδι ή να είμαι φίδι
Η ωραία ησυχία του ταξιδιού…

 

`

***

Άφησες να πέφτουν μια μια οι λέξεις από το χέρι σου μέσα
στο δικό μου.
Σαν την Κυρίαρχη Οσμή των Δέντρων· με πόνεσες πολύ.
Η Απαίσια Κυριακή ενός κορμιού.
Και όταν απέσυρες τα χείλη από τη γραφή σου, εκείνο το μικρό
ταξίδι του νευρώνα
Το κενό του χρόνου που έπλασες πάνω από δέρμα και ιδρώτα
Με έλουσε με στάχτη και κραυγή.
Δεν πέταξες αστέρια κάτω από την πόρτα μου χτες.