
#stopthewar(?)
Έσφαξα αρνιά και χοίρους πάνω σε βωμούς
έκοψα κεφάλια εισβολέων, γόρδιους δεσμούς
μπήχτηκα στα σπλάχνα γυναίκας ετοιμόγεννης
και στο χώμα μπήχτηκα της νέας γης
σημάδι της κατάκτησης, της αναπότρεπτης.
Έκοψα τα χέρια των εχθρών που πνίγονταν
και τ’ άπλωναν ν’ ανέβουνε στα πλοία
τα πόδια των φυγάδων που έτρεχαν για να σωθούν
χάραξα τα κορμιά των δεσμωτών
να γίνει η απόδρασή τους μαρτυρία.
Τώρα που αλλάξαν οι καιροί
λένε πως χύθηκε αδίκως τόσο αίμα
κι έχουνε δίλημμα μεγάλο
αν θα με βάλουν στο μουσείο ή αν θα με λιώσουν.
Μα το γνωρίζουνε καλά
πως αν με λιώσουν τώρα, στης ειρήνης τον καιρό
πάνω απ’ το λείψανό μου πάλι θα ματώσουν
– αν θα με κάνουν κόσμημα ή κέρμα
και ποιός θ’ αρπάξει πρώτος της λαβής μου τον χρυσό.
Στο μουσείο θα με βάλουν, σε βιτρίνα
εν πλήρη ασφαλεία, ως τιμή
που υπερασπίστηκα θεούς, πατρίδες και δικούς
μέχρι τη μέρα που θα βρουν εκείνους που ζητούν
θα σπάσουν τη βιτρίνα με λοστούς και θα μ’ αρπάξουν·
τους τελευταίους, τάχα, της ειρήνης τους εχθρούς
μ’ εμένα θα τους σφάξουν.
Οκτώβρης 2019
(Από τη συλλογική έκδοση «Επί λέξει, Η τάξη της Λίνας»
Τάξη κας Λίνας Νικολακοπούλου- Εκδόσεις Φίλντισι, 2020)
Το τελευταίο σκαλί
Ως κι απ’ τον τάφο μου θα το φωνάζω
πως δεν είναι η Ποίηση μόνο παιδί του Λόγου
μα και του Αγώνα μάνα και της Πράξης.
Τι να τον κάνει η ανθρωπότητα τέτοιον καιρό τον ποιητή
αν καθρεφτίζεται σα Νάρκισσος σε κάθε δεύτερο ενικό του
αν περιφέρει τις πληγές του ηδονικά
ή προκαλεί τον θαυμασμό με μια εξαίσια μεταφορά
με εικονοπλασία μαγευτική
ή με το πρωτότυπό του θέμα;
Τέτοιον καιρό ζητείται ο ποιητής που οι στίχοι του
αντέχουν να ξηλωθούν απ’ το χαρτί
να γκρεμιστούν από τα ράφια
να ξεχυθούν στους δρόμους, διαδηλωτές
κραυγές, να σκαρφαλώσουν σε ταράτσες
σε χαρακώματα ιαχές
κύκνεια άσματα μπροστά σε δικαστές
και σ’ εκτελεστικά αποσπάσματα.
Στίχοι του συρμού, όπως αυτοί που γράφω
δεν είναι παρά αναπληρωτές
των θαρραλέων κενών που αφήνουν οι άλλοι
πάνω στα ράφια βιβλιοθηκών συγυρισμένων
στα μαξιλάρια καναπέδων αναπαυτικών
διασκεδαστές
για τα νωθρά απογεύματα κάποιων Κυριακών
πάει να πει, για των δειλών ποιητών τον δίκαιο τάφο.
Αυτός ο τάφος, όμως, γίνεται σκαλί
για κείνον τον ποιητή που οι στίχοι του θ’ αντέξουν
να υψωθούν πάνω απ’ τ’ αντίπαλα στρατόπεδα
πάνω απ’ τις σάλπιγγες και τα προστάγματα
ειρηνοποιοί
προτού βαφτεί για πάντα κόκκινο το χώμα.
Και θα ’ναι οι στίχοι του αυτοί
στης Ποιήσεως τη σκάλα
η κορυφή.
Ιούλης 2020
Του εσχάτου
Δεν έχω στήθη ούτε φαλλό
σπέρμα δε χύνεται από μένα γόνιμο
ούτε μήτρα χωρά στα σπλάχνα μου
να κυοφορήσω κληρονόμους
της βασιλείας Σου.
Τί με κοιτάς;
Άδικα αναζητάς επάνω μου σημάδια θλίψης ή χαράς
φόβος ή οργή δε χαρακώνουνε ποτέ το μέτωπό μου
το βλέμμα μου Σε διαπερνά
Ψάχνεις μέσα στις κόρες των ματιών μου
το είδωλό Σου – μάταια
Αγωνιάς
που βλέπεις τα χέρια μου να κρέμονται άψυχα
στο στήθος του αδερφού Σου να μη μπήγουνε μαχαίρι
να μην κρατούν σημαία ούτε κερί
σε αγκαλιά ποτέ να μην ανοίγουνε
Φοβάσαι
που βλέπεις να προσπερνώ αδιάφορα τα χαρακώματά Σου
να ποδοπατώ τα όσια Σου και τα ιερά
τα πόδια μου να μη λυγίζουν σε ικεσία
να μην τυλίγονται σε κανενός το σώμα τρυφερά
Τρέμεις
που δε βρίσκεις χώρα μέσα μου να κυβερνήσεις
γιατί κατέλυσα το κράτος Σου
εξόρισα τους υπηκόους Σου μακριά
γκρέμισα τους οίκους της ανοχής Σου.
Ελπίζεις
-στερνή κατάρα γαντζωμένη πάνω Σου η ελπίδα-
στις λέξεις που εκστομίζω, καμπάνες
να σημάνουν τη σωτηρία Σου, αλλά δεν είναι
παρά προμήνυμα
της εξοδίου ακολουθίας Σου.
Καταρρέεις πια, βλέπεις θαμπά
η ρακένδυτη ψυχή Σου εξέρχεται της θλιβερής οικίας της
με μια έγνοια μοναχά για αποσκευή
μα μη Σε μέλει
θα σπεύσω εγώ για το χατίρι Σου
ο έσχατός Σου Υιός
και θα χαράξω
στην επιτύμβιά Σου στήλη το «Ενθάδε κείται
ο Άνθρωπος».
Ιούνης 2016
(Από την ατομική συλλογή «Ως το ανέφικτο»
Εκδόσεις Φίλντισι, 2020)