
Πάουλ Τσεχ (1881-1946)
Τα σπίτια άνοιξαν τα μάτια τους…
Τα πράγματα το βράδυ δεν είναι πλέον τυφλά
και στέρεα σαν τοίχη, καθώς κυνηγημένες γλιστρούν
οι ώρες πλάϊ· από τους μύλους οι ανέμοι κουβαλούν
απόκοσμο μπλε και πάχνης ψυχρή δροσιά.
Τα σπίτια άνοιξαν τα μάτια τους, πάλι
αστέρι μέσα στ’ αστέρια είναι η Γη,
οι γέφυρες ρίχνονται στο ποτάμι το βαθύ
και κολυμπούν στην κοίτη, μια βάρκα μετά την άλλη.
Από κάθε θάμνο υψώνονται μορφές, σαν καπνός
των δέντρων οι κορφές πετούν μακριά, νωθρός,
και οι κοιλάδες σπρώχνουν τα βουνά που τις πίεζαν καιρό.
Οι άνθρωποι όμως θαυμάζουν με πρόσωπο ενεό,
των αστεριών τον ασημένιο χείμαρρο, όταν νυχτώσει
κι είναι σα φρούτα γλυκά και ώριμα για την πτώση.
Τέοντορ Ντόϊμπλερ (1876 – 1934)
Μοναχικός
Καλώ! Όλες μου οι φωνές είναι χωρίς ηχώ.
Είναι ένα δάσος αυτό παλιό, όλο σιωπή.
Αναπνέω, ναι, μα τίποτα δεν κινείται ούτ’ αντηχεί.
Γιατί ακόμα μπορώ ν’ ακούω και να θυμώνω, ζω.
Δεν είναι δάσος; Είναι μια λάμψη ονειρική;
Είν’ το φθινόπωρο αυτό που προχωράει σιωπηλά;
Ήτανε δάσος. Ένα δάσος από βία αρχέγονη. Μια φωτιά
ξέσπασε μετά, την είδα να γίνεται όλο και πιο κοντινή.
Μπορώ να θυμάμαι, να θυμάμαι, απλά.
Το δάσος μου ήταν νεκρό, ψιθύρισα στις ξένες φλαμουριές
κι ένιωσα ένα συντριβάνι μέσα να ξεπηδάει στα σωθικά.
Τ’ άκαμπτο φάντασμα του δάσους, τ’ όνειρο, τώρα κοιτώ.
Η σιωπή μου, αχ, δυστυχώς, δεν είναι χωρίς κανένα περιορισμό.
Σε κανένα δάσος δε θα βρω αυτές που ηχούνε τις σιωπές.
Έρνστ Στάντλερ (1883-1914)
Νωρίς το πρωί
Η σιλουέτα του κορμιού σου το πρωί στέκεται σκοτεινή μπροστά στο αμυδρό φως
απ’ τα κατεβασμένα στόρια. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι νιώθω να μου προσφέρεις, σα θεία κοινωνία, το πρόσωπό σου.
Όταν λευτερώθηκες απ’ την αγκαλιά μου, το ψιθυριστό σου «πρέπει να φύγω» έφτασε μόνο του ονείρου μου τις πιο μακρυσμένες πύλες –
Σαν μέσ’ από πέπλο, βλέπω τώρα το χέρι σου να στρώνει απαλά το λευκό σου πουκάμισο πάνω στων στηθιών σου τις καμπύλες…
Οι κάλτσες, τώρα η φούστα…μαζεμένα τα μαλλιά…ήδη είσαι μια ξένη, που για τη μέρα και τον κόσμο έχει στολιστεί.
Ανοίγω αθόρυβα την πόρτα…σε φιλώ, γνέφεις, από μακριά ένα «να περνάς καλά» κι έχεις εξαφανιστεί.
Ακούω, ήδη απ’ το κρεβάτι, πως ο ήχος απ’ το ελαφρύ βήμα σου στα σκαλοπάτια ξεθωριάζει,
πάλι έχω παγιδευτεί στη μυρωδιά του κορμιού σου, που διαπερνά τις αισθήσεις μου ζεστά, καθώς απ’ τα μαξιλάρια ευωδιάζει.
Φωτεινότερο το πρωϊνό. Αέρας νέος και ήλιος θέλουν να μπουν. Η κουρτίνα κυματίζει.
Ο θόρυβος αυξάνεται…Πρωϊνή μουσική…με παίρνει ο ύπνος, όπως σε όνειρα πρωινά σιγανά με νανουρίζει.
Βίλχελμ Κλέμ (1881-1968)
Η εποχή μου
Πόλεις γιγάντιες με το τραγούδι, ονειροστιβάδες,
κράτη ξεθωριασμένα, άδοξος ανταγωνισμός,
οι αμαρτωλές γυναίκες, ανάγκη κι ηρωϊσμός,
φαντάσματα πυκνά, καταιγίδα στων τρένων τις ράγες.
Σε κουρέλια από σύννεφα οι προπέλες κροταλίζουν.
Έθνη διαλύονται, βιβλία σα μάγισσες έχουν ξορκιστεί.
Σε μικροσκοπικά συμπλέγματα συρρικνώνεται η ψυχή.
Η τέχνη πέθανε. Στο ρολόϊ οι δείκτες πιο γρήγορα γυρίζουν.
Ω, εποχή μου! Τόσο χωρίς αστέρι,
τόσο ανώνυμα διχασμένη, πώς να ζει κανείς δεν ξέρει.
Σαν και σένα καμιά, καμιά ίδια δεν τη λες.
Ποτέ πριν η Σφίγγα το κεφάλι δε σήκωσε τόσο ψηλά!
Κι εσύ στην πορεία κοιτάς δεξιά κι αριστερά,
την αγωνία αψηφώντας, και στης τρέλας την άβυσσο κλαις.