
Εμπνευσμένο από τη ζωή και το έργο του Γιάννη Ρίτσου,
ένα μυθιστόρημα για την ακατάλυτη δύναμη της ποίησης που γράφει ιστορία.
`
Σήμερα το πρωί τα παιδιά έχουν ραντεβού με τον άνεμο.
Φτάνουν σε μικρά μπουλούκια, ίδια με δίνες, γεμίζουν την αλάνα που ανακάλυψαν την προηγούμενη μέρα γλιστρώντας κάτω από το συρματόπλεγμα, πίσω από τα παλιά κτίρια που πλαισιώνουν το στρατόπεδο. Τα μεγαλύτερα εξετάζουν με το βλέμμα το κτίσμα με τα κλειστά παράθυρα. Άλλα φλυαρούν καθισμένα στα σκαλοπάτια, με το πρόσωπο λουσμένο στο αμείλικτο φως της μέρας. Πιο κάτω, τέσσερα πέντε μικρά παίζουν κρυφτό. Το ένα από αυτά μετράει γρήγορα έως το είκοσι, με τα χέρια και το κεφάλι στηριγμένα στον κορμό ενός δέντρου, όση ώρα τα άλλα τρέχουν να βρουν ένα μέρος να κρυφτούν. Παραπέρα, ένα παιχνίδι που έχει προσελκύσει καμιά τριανταριά παιδιά εξελίσσεται σε μια εύθυμη οχλοβοή. Μπροστά από έναν χώρο περιφραγμένο με συρματόπλεγμα, ένας έφηβος υπαγορεύει με επισημότητα κανόνες που όλοι ακούνε με προσοχή.
– Χοτσπότ! Χοτσπότ! τσιρίζει δείχνοντας με το δάχτυλο τη φαγωμένη απ’ τα σκουλήκια πόρτα του περιφραγμένου χώρου.
Τα άλλα παιδιά το βάζουν στα πόδια χωρίς δεύτερη κουβέντα, πριν ο έφηβος αρχίσει το κυνηγητό και τα πιάσει για να τα μαντρώσει.
Σηκώθηκε αέρας.
Βίαιες ριπές ταρακουνούν τα παραταγμένα αρμυρίκια που ζώνουν την πλατεία, σηκώνεται σκόνη, η άμμος ραπίζει τα πρόσωπα, δυνατά ρεύματα ρίχνουν τα πιο αδύναμα παιδιά στους τοίχους και τα γέλια τους δεν αργούν να παραχωρήσουν τη θέση τους σε ξέφρενους βρυχηθμούς.
– Μέσα στο μέγαρο θα έπρεπε να παίξουμε, λέει ένα νεαρό κορίτσι φέρνοντας μπροστά στα μάτια το χέρι της που δείχνει κατά την ξεφλουδισμένη πρόσοψη του κτιρίου. Εκεί τουλάχιστον θα ήμασταν προφυλαγμένοι.
Το ξέρει όμως πολύ καλά, το τεράστιο κτίσμα με τα σφαλιστά παράθυρα και τις κλειδωμένες με λουκέτα πόρτες δεν είναι γι’ αυτούς. Μια ταμπέλα γραμμένη σε τρεις γλώσσες υπόσχεται βαριές κυρώσεις σε όποιον αποπειραθεί να εισέλθει στον χώρο. Όπως όλα τα άλλα παιδιά των Γεζίντι* που βρίσκονται μαζί της εκείνο το πρωί, το νεαρό κορίτσι δεν διαβάζει ούτε ελληνικά, ούτε αραβικά, γνωρίζει όμως αρκετές λέξεις στα αγγλικά για να μαντέψει πόσο αυστηρή είναι αυτή η προειδοποίηση.
Την προηγούμενη μέρα, αφότου ανακάλυψαν ένα ακατοίκητο μέγαρο δυο βήματα απ’ το στρατόπεδο όπου βρίσκονται μαντρωμένες οι οικογένειές τους, κάποιοι από τους φίλους της κυριεύτηκαν από εκδικητικότητα. Αυτή την ξεχαρβαλωμένη πόρτα, που την κρατούσε όρθια μια αλυσίδα, φαγωμένη κι αυτή απ’ τον χρόνο, έπρεπε να την παραβιάσουν. Γιατί να μην καταλάβουν τους άδειους χώρους, να εγκατασταθούν σε υπνοδωμάτια, να κοιμηθούν σε κανονικά κρεβάτια, να χρησιμοποιήσουν αποχωρητήρια, να προφυλαχτούν απ’ τον αέρα, τη ζέστη ή τη βροχή; Στο κάτω κάτω, ποιον θα ενοχλούσαν αν ξανάδιναν ζωή σ’ ένα κτίριο εγκαταλειμμένο, τη στιγμή που δεκάδες οικογένειες κοιμούνται σε σκηνές σταλμένες από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες;
– Ένα μόνο μέγαρο δεν θα αρκούσε για να στεγάσει όλους τους εξόριστους, είχε απαντήσει η Ζαρίν, ένα κορίτσι δεκαπέντε ή δεκάξι χρονών, που ανησυχούσε μήπως έβλεπε τους φίλους της να θέτουν σε εφαρμογή το σχέδιό τους να εισβάλουν στο κτίριο με τις κλειδαμπαρωμένες πόρτες.
»Κι έπειτα, για σκεφτείτε, πρόσθεσε, θα μας πάρουν μεμιάς πρέφα οι κάτοικοι του νησιού που έρχονται κάθε μέρα να μας επισκεφθούν και να μας φέρουν να φάμε. Να παραβιάσουμε τις πόρτες ενός σπιτιού όπου απαγορεύεται η είσοδος· ωραίος τρόπος να τους ευχαριστήσουμε!
Οι άλλοι τράνταξαν τη βαριά αλυσίδα, διαπιστώνοντας ότι οι γάτες μπαινόβγαιναν ελεύθερα σε έναν χώρο στον οποίο οι άνθρωποι δεν είχαν πρόσβαση. Ότι ήταν κι αυτό άλλη μια αδικία σε βάρος τους. Ότι δεν υπήρχε τίποτε κακό στο να καταλάβουν ένα εγκαταλειμμένο κτίριο. Οπότε κι αυτή υποχώρησε.
– Μα καλά, δεν έχετε κουκούτσι μυαλό; Ξεχάσατε από πού ερχόμαστε και ποιοι είμαστε; Έχετε μήπως την εντύπωση ότι γλιτώσαμε από την Νταές,* ότι εγκαταλείψαμε τα * Νταές σπίτια μας και τη γη μας στο Ιράκ, για να βρεθούμε τώρα εδώ, έτοιμοι να παραβιάσουμε την είσοδο σε ένα κτίριο που δεν μας ανήκει; Συνεχίστε, συνεχίστε, και θα δείτε καινούργια προβλήματα να πέφτουν βροχή στις πλάτες των γονιών μας. Λίγο γρήγορα δεν ξεχάσατε ότι η ελληνική αστυνομία κατέσχεσε τα διαβατήριά μας κι ότι είμαστε πρόσφυγες. ΠΡΟΣ-ΦΥ-ΓΕΣ, με ακούτε; Δεν είμαστε στο σπίτι μας εδώ. Εδώ πρέπει να είμαστε φρόνιμοι. Να μην μπλέκουμε σε φασαρίες. Να μη βάζουμε τις οικογένειές μας σε μπελάδες.
Σπρωγμένη απ’ τον θυμό, το νεαρό κορίτσι εγκατέλειψε την αλάνα και γλίστρησε κάτω από το συρματόπλεγμα, προς την άλλη κατεύθυνση, για να επιστρέψει στον καταυλισμό των προσφύγων όπου βρίσκονταν στοιβαγμένοι οι δικοί της. Σιγά σιγά την ακολούθησαν και οι άλλοι, και όλα ξαναμπήκαν σε τάξη.
Αυτό το πρωί ο άνεμος έχει βαλθεί να τους χαλάσει τη γιορτή. Είναι τόσο δυνατός, κουβαλάει τόσο πολλή σκόνη που τα παιδιά ένα ένα παραιτούνται απ’ το παιχνίδι. Οι σκηνές πλαταγίζουν με θόρυβο κάτω απ’ τις ριπές του, πλαστικές σακούλες έχουν στήσει έναν ιπτάμενο χορό. Οι μανάδες ίσα που πρόλαβαν να μαζέψουν την μπουγάδα που είχαν απλώσει πάνω στα τοιχαλάκια για να στεγνώσει. Όλη αυτή η αναμπουμπούλα ωστόσο δεν θα εμποδίσει τις οικογένειες να φάνε μαζί. Όπως κάθε πρωί, από τότε που εγκαταστάθηκαν εδώ, ένα άσπρο φορτηγάκι κάνει την εμφάνισή του στον καταυλισμό. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι κατεβαίνει από το όχημα. […]
******************************************
Απρίλιος 1967. Το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών επιβάλλει τη δικτατορία στην Ελλάδα. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ανοίγουν ξανά για τους αντιφρονούντες. Μεταξύ των εξορίστων, ο Γιάννης Ρίτσος, ο οποίος κρατείται υπό απάνθρωπες συνθήκες στη Λέρο. Την ίδια εποχή, στο Παρίσι, ο νεαρός Αντουάν χάνει την επαφή με τη Φωτεινή, την Ελληνίδα φοιτήτρια Φιλολογίας με την οποία είναι ερωτευμένος. Αρπάζει την ευκαιρία που του δίνεται και έρχεται στην Ελλάδα ως γραμματέας μιας αποστολής της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού που ελέγχει τις συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων. Στη Λέρο ο Αντουάν συναντά τον Ρίτσο και θαυμάζει την αξιοπρέπεια και τη θαρραλέα στάση του ποιητή απέναντι στο καθεστώς. Μοιράζεται μαζί του την αγωνία για την τύχη της αγαπημένης του και τότε μαθαίνει το ανέλπιστο: ο Ρίτσος γνωρίζει τη Φωτεινή, η οποία είναι μία από τις πολλές γυναίκες που αντιστέκονταν.