«τον θόρυβο να καλύψω / με άλλον θόρυβο»

 

Όπως κάθε βιβλίο, έτσι και η νέα ποιητική συλλογή της Ελευθερίας Θάνογλου προσφέρει ένα σύμπαν ολόκληρο. Το που θα αναζητήσουμε τα νήματα της μετέωρης θέσης μας σε αυτόείναι, οφείλει να είναι, ένα ερώτημα ανάλογο με την αγωνία της «λευκής σελίδας». Αναρωτιόμουν, λοιπόν, για καιρό, από ποια «αρχή»θα μπορούσα να έχω πρόσβαση στη δουλειά της Θάνογλου. Ένας ασφαλής,ίσως,δρόμος θα ‘ταν ν’ αρχίσω από τον τίτλο, τους «Τίμιους Ψεύτες» που αναγγέλλουν «μια κωμική ιστορία ενός τραγικού ανθρώπου». Δεν θ’ αρχίσω, ωστόσο, από εκεί, μιας και υπήρξαν τρία σημεία μες στο βιβλίο που λειτούργησαν ως οι ρωγμές της δικής μου ανάγνωσης και σκέφτηκα να αναλάβω το ρίσκο να τα εμπιστευτώ:

«Ωριμάζω πάει να πει σταματάω / να περιμένω το θαύμα», διαβάζω ήδη στην πρώτη σελίδα. Κάπου προς το τέλος, στέκομαι στο τρίστιχο: «Η ομορφιά εξαντλείται στην / επανάληψη / κι εμείς υπάρχουμε για μία μόνο φορά», ενώ λίγο πριν τη μέση βρίσκεται μιαν ομολογία: «Η πρόφαση ήταν εξαρχής / τον θόρυβο να καλύψω / με άλλον θόρυβο».

Ας ξεκινήσω, λοιπόν, από αυτή την τελευταία λέξη, από τον θόρυβο. Και συγκεκριμένα από μια ιστορία που δεν ζητά μονάχα να αρθρώσει τον θόρυβο, αλλά και με θόρυβο να αρθρωθεί. Τον θόρυβο μιας ορισμένης εποχής. Γιατί αισθάνομαι ότι αμέσως πρέπει να πούμε πως το βιβλίο της Ελευθερίας διεκδικεί να είναι ένα πολιτικό ποιητικό βιβλίο. Και δεν χρησιμοποιώ τον χαρακτηρισμό αυτόν με την αυστηρότητα και τη δεσμευτικότητα μιας στράτευσης. Αλλά, μάλλον περισσότερο, λόγω του γεγονότος, ότι εγώ τουλάχιστον, μπόρεσα να το προσεγγίσω καλύτερα, μόνον όταν το είδα να αναμετράται τολμηρά με το ιστορικό παρόν του. Ένα παρόν θραύσμα της ιστορίας και άρα ήδη σε σύγχυση με τον παροντικό του εαυτό. Ένα παρόν που παρέρχεται την ίδια στιγμή που συμβαίνει, που επιστρέφει αναστοχαστικά ως επιδραστικό τώρα ενώ έχει παρέλθει. Γίνεται ιστορικό προϊόν με απτέςπια κοινωνικές προκείμενες, και ταυτόχροναπροβάλλει στο μέλλον ως υπόσχεση μέσα από τις πολιτικές αντιστάσεις που έχει εγγράψει στον εαυτό του.

Σε αυτό το σημείο χρονικής σύντηξης, νιώθω πως πρέπει να πάρω θέση. Καθώς είναι αυτό το σημείο που μπορεί να δημιουργήσει τους όρους για ένα γερό ανακάτεμα όλων των πιθανών ερμηνευτικών οριζόντων, χαρίζοντας έτσι περισσότερες της μιας εισόδους στο έργο. Άλλωστε, εξαρχής, ο στόχος, πιστεύω, δεν είναι να ανακαλύψουμε ή, τάχα, να ανασυστήσουμε το βαθύτερο νόημα του∙ αυτό έχει κιόλας χαθεί. Στόχος –για να διαπράξουμε μια μικρή υπεξαίρεση σε βάρος του Ρικέρ– είναι πάντα να οικειοποιούμαστε, να κάνουμε στο εδώ και στο τώρα δικές μας τις προθέσεις των κειμένων, ώστε αυτά στο τέλος να λένε τις ιστορίες και των δικών μας αναγνώσεων.

Τούτο, άλλωστε, το επιτρέπει, αν δεν το προσκαλεί κιόλας το βιβλίο της Θάνογλου, μέσω της καταφυγής στο λογοτεχνικό εύρημα του ποιητικού προσωπείου. Οι «Τίμιοι Ψεύτες» είναι η ιστορία ενός ανθρώπου, ο οποίος ήδη από τα πρώτα ποιήματα μας μιλά άμεσα και σε πρώτο πρόσωπο (δεν θα το κάνει για πολύ). Ο άνθρωπος αυτός, φυσικά, δεν ταυτίζεται με τον συγγραφέα, αλλά ούτε και με το ποιητικό εγώ, που κρατά για τον εαυτό του έναν άλλο ρόλο, μιλώντας σιωπηρότερα, με στίχους πλαγιογραφημένους, προτάσσοντας σκέψεις και αφορισμούς πριν το ποίημα ή σηματοδώντας τη μετάβαση σε κάποια άλλη ενότητα, μιας και το βιβλίο,παρεπιπτόντως, διακρίνεται σε τρία μέρη.

Ας επιστρέψουμε, όμως, στον άνθρωπό μας. Στον άνθρωπο που περιγράφεται μονάχα ως τέτοιος, χωρίς, δηλαδή, καμία περαιτέρωπληροφορία για την ηλικία, το γένος, το φύλο, τον τόπο του. Και αυτό συνιστά μιαν αποτελεσματική χειρονομία καθολίκευσης, αφαίρεσης. Τούτη η αφαίρεση δεν χωρά μονάχα τους πάντες, αλλά ταυτόχρονα ξενίζεικαι αποξενώνει, αποστασιοποιεί, ωθώντας με πανουργία διαλεκτική τους αναγνώστες να σπεύσουν να καλύψουν το κενό, να σπάσουν το κενό σε χίλια συγκεκριμένα κομμάτια, και να διαβάσουν εν τέλει την ιστορία αυτού του ανθρώπου ως δική τους ιστορία.

Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, να επιχειρήσω το ίδιο πράγμα και εγώ, και να δω σε αυτόν τον άνθρωπο έναν άνθρωπο της δικής μου γενιάς. Γεννιέται, για παράδειγμα, κάπου στα τέλη του ‘80. Φορτώνεται όλο το βάρος του νεοελληνικού μεταπολιτευτικού ονείρου ήδη από τα πρώτα του βήματα. Ζει με καλλιεργημένη ενοχή λίγο καλύτερα από τους δικούς του και ανατρέφεται με ένα σωρό προσδοκίες. Διασχίζει όλο το ‘90, πηδά τη ράχη της χιλιετίας και φτάνει ως το 2010, οπότε ξαφνικά, όλα παίρνουν μια ετικέτα, την ετικέτα της κρίσης. Όλα πια μοιάζουν άπιαστα. Ο άνθρωπος μου ξεκινά να σπέρνει ματαιώσεις στον εαυτό του, σε όσους και ό,τι αγαπά, κάνει συμβιβασμούς, τον ένα μετά τον άλλο, πέφτει από θλίψη σε θλίψη, αγωνιά ή θυμώνει, κι ακόμη κι αν αγγίζει τους στόχους του το κάνει με τη μεγαλύτερη δυνατή ανασφάλεια.

Αυτόν τον μύθο ή μάλλον την πραγματικότητα αυτού του μύθου ξεκίνησε να μου ξετυλίγει το πρώτο ποίημα του βιβλίου. Φέρει τον τίτλο «Το Σχοινί», και εδώ ο άνθρωπος για τον οποίο γράφει η Θάνογλου ομολογεί ότι δεν μπόρεσε ποτέ του να γίνει ακροβάτης, όπως όλοι περίμεναν, δεν ισορρόπησε στις κοινωνικές ζυγαριές «αυτό»-πραγμάτωσης και απομακρύνθηκε «απ’ αυτόν τον επαγγελματικό / προσανατολισμό». Αυτόν τον «μύθο» μου βεβαιώνουν η ειρωνεία και οι σκληρά αντιλυρικοί στίχοι του ποιήματος «Το Μάθημα», κάνοντας με να σκεφτώ δεκάδες άλλους ανθρώπους μου με ένανσωρό πτυχία να καταλήγουν να εργάζονται στις πιο επισφαλείς συνθήκες ως πρεκάριοι. Τα στενά, ασφυκτικά όρια αυτού ακριβώς του «μύθου» αγγίζω και σε άλλους στίχους παρακάτω: «Μα εγώ δεν μπόρεσα να ξεγελάσω / τον εαυτό μου, κύριοι, / όταν εσείς γελούσατε με τις γκριμάτσες και τις γκάφες μου».

Και όλα αυτά, φυσικά, δεν αποτυπώνουν λίγες ή ειδικές ατομικές περιπτώσεις, αλλά ένα ολόκληρο πολιτικό φαινόμενο. Γι αυτό, ίσως, και στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο άνθρωπος της Θάνογλου, και πια ο δικός μου άνθρωπος, φεύγει από τα δικά του παπούτσια, μετακινείται. Τα υποκείμενα τώρα αρχίζουν να μιλούν πληθυντικά. Η πρωτοπρόσωπη εκφορά του λόγου των πρώτων αφηγηματικών ποιημάτων εγκαταλείπεται και αντικαθίσταται είτε από ένα αλληλέγγυο εμείς («αδέλφια μου») είτε από ένα καταγγελτικό εσείς, το οποίο ως επί το πλείστον στρέφεται ενάντια σε μια συγκεκριμένη χωρία πολιτικών με σαφή, σαφέστατη την ταξική διάκριση ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους.Αρκετά χαρακτηριστικό είναι εδώ το ποίημα «Θεματοφύλακες», όπου ο άνθρωπος μου θα μπορούσε ναεντοπίσει αναστοχαστικά όλες σχεδόν τις πολιτικές διακυμάνσεις που βίωσε στην επικράτεια των συναισθημάτων κατά τη δεκαετία 2010-2020. Τον φόβο, την αγανάκτηση, την ελπίδα και τις προσδοκίες, την προδοσία και τη διάψευση και πάλι τον φόβο. Με τον λαό να κάνει μαθητεία στην ανέχεια, να του απομένει πια μονάχα «αυτό το πήγεν’ έλα της αρκούδας που γρυλίζει κάπου κάπου στο κλουβί της» και «τις μέρεςνα μικραίνουν για μεγάλες επαναστάσεις», όπως αναφέρεται.

Το βάρος αυτής της εμπειρίας δεν θα μπορούσε, αισθάνομαι, παρά να δώσει τη θέση του στα περισσότερο στοχαστικά και φαινομενικά μόνον εσωστρεφή ποιήματα της τρίτης και τελευταίας ενότητας. Η πρώτη ενότητα, θυμίζω, ξεκινούσε με τον στίχο «Ωριμάζω πάει να πει σταματάω να περιμένω το θαύμα». Αντίθετα, η τρίτη ενότητα, αντιστρέφει την πορεία της ωρίμανσης. Επιστρέφει σε ένα παιδί, που στον πρώτο στίχο του ποιήματος «Πένθιμα και οριζόντια» αναμετράται παράδοξα με τον θάνατο. Είναι για εμένα ένα παιδί πια μικρομέγαλο, που έχει μάθει όχι μόνον τις γεωμετρικές διαστάσεις της πολιτικής ήττας, αλλά και των ορίων που επιβλήθηκαν πάνω του μέσα στη δυσμενή συγκυρία. Ναι, παρότι είναι παιδί, είναι «ώριμο», κι έχει σταματήσει να περιμένει το θαύμα (όχι, όμως, και εντελώς, θα επανέλθω σε αυτό). Γιατί έχει βιώσει μία βαθιά ρήξη, η οποία, νομίζω, αποτυπώνεται εμμέσως και στον τίτλο. Έφτασε, ίσως, η ώρα να ασχοληθούμε και μαζί του, επιφυλάσσοντάς του το τέλος, παρότι όπως κάθε τίτλος διεκδικεί πάντοτε το ξεκίνημα.

Προβληματίστηκα πάρα πολύ για το ποιοι μπορεί να είναι τάχα αυτοί οι «Τίμιοι Ψεύτες» του βιβλίου. Αυτοί που συνδυάζουν φαινομενικά δυο τόσο αντικρουόμενες ποιότητες, του ψεύδους και της τιμιότητας. Σε πρώτη φάση, εξέλαβα τον τίτλο ειρωνικά, θεωρώντας πως αναφέρεται σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις εξουσίας που καταγγέλλει και παρωδεί, ιδίως τις στιγμές που επιχειρούν να παρουσιαστούν ως αναγκαίες και έντιμες, τίμιες τάχα μα ψεύτικες. Εξού εν μέρει και το κωμικό στοιχείο. Το βιβλίο,όμως, εμπεριέχει και ένα τραύμα που χαίνει. Εμπεριέχει όλους εμάς ή σίγουρα τον άνθρωπο μου,που έκανε κάποτε να ελπίσει σε όλες αυτές τις εξουσίες, τις στήριξε, μισοείπε ψέματα στον ίδιο του τον εαυτό και πλήρωσε αυτή του την αφέλεια. Και σε αυτό το σημείο πιθανότατα εμφιλοχωρεί το δράμα. Που κάνει εν τέλει και αυτή την ιστορία, σύμφωνα με την περίφημη φράση του Μαρξ, πρώτα τραγωδία και ύστερα φάρσα. Με την επανάληψη αυτού του κύκλου να σπέρνει και τρόμο και γέλιο.

Όμως, για να επιστρέψω σε μια από τις ρωγμές από όπου ξεκίνησα, όπως εύστοχα γράφει η Θάνογλου: «Η ομορφιά εξαντλείται στην/ επανάληψη/ κι εμείς υπάρχουμε για μία μόνο φορά». Και οι στίχοι της Θάνογλου επιτρέπουν στον άνθρωπο μου, κλείνοντας, να μην το βάλει κάτω. Τον καλούν, με τρόπο που μου θύμισε έναν αντίστροφο Μ. Κατσαρό, να πιστέψει σε ό,τι πιο αλλόκοτο έχει, ώστε να μπορέσει να μεταμορφώσει τη μοναδικότητα της ομορφιάς σε όμορφο πείσμα, ακόμη και όταν όλα φαίνονταιχαμένα ή, τέλος πάντων, νεκρικά ακίνητα:

«Πιστέψτε στα γρυλίσματα των χοίρων

πιστέψτε στους στοχαστικούς παπαγάλους

πιστέψτε ακόμη και στο λάλημα ενός σφαγμένου κόκορα.

 

Μην πιστεύετε στην ακινησία

των νεκρών·

 

σκεφτείτε

 

ένα ξεραμένο φύλλο μπορεί και να θροΐζει

απ’ το σκουλήκι που κινείται από κάτω του

 

Έτσι, ο άνθρωπος μου, ο άνθρωπος που η Θάνογλου μου έδωσε την ευκαιρία να χτίσω, νομίζω πως αυτό που κρατά εν τέλει από το βιβλίο είναι πως το να παραιτείσαι από το θαύμα, δεν σημαίνει αναγκαστικά πως παύεις να πιστεύειςσε αυτό, πως αποδέχεσαι ως πράγμα οριστικό την κοινωνική αδικία. Αντίθετα, μπορεί και να σημαίνει πως χρειάζεται πια εσύ ο ίδιος με τα χέρια σου να αναλάβεις την πίστη σου, να την μεγαλώσεις ακόμα και με δυσκολία, να την αρθρώσεις με θόρυβο πάνω στον θόρυβο μέσα από τις ήττες, να την κάνεις, στο πνεύμα του Μπένγιαμιν, ένα άλλο καινούργιο θαύμα, που θα διαθλά την ιστορία μέσα απ’ την ιστορία σου, επιστρατεύοντας ακόμη και «μικρές το δέμα» ελπίδες, ακόμη και μια πεισματωμένη απαισιοδοξία. Κι αυτό είναι επιτακτικά επείγον, γιατί «κι εμείς υπάρχουμε για μία μόνο φορά».