
Πιάνω το νήμα από την πιο κοντινή χρονικά συλλογή, τα «Δεμένα Σώματα» που κυκλοφόρησαν το 2019. Η τεχνοτροπία του σταθερή σε ρίμα όπως από τις εκβολές του, παρόλο που στη συλλογή υπάρχουν και ελευθερόστιχα ποιήματα. Και ο στόχος του ίδιος: ένα έμμετρο ημερολόγιο, ένας στιχουργικός φόρος τιμής σε πρόσωπα και καταστάσεις της ζωής του που τείνουν περισσότερο σε καθαρόαιμα στιχουργήματα λαϊκών και έντεχνων στιχουργών μας («τραγούδια» ονόμαζε τα ποιήματά του ο Παλαμάς, μη το ξεχνάμε) οι οποίοι μαζί με τους συνθέτες τις δεκαετίες του ’50, ’60, ’70, δημιούργησαν τραγούδια με έντονο το βιωματικά εικοπλαστικό περιεχόμενο και όχι με υπερεαλιστικές ή μεταφυσικές αγωνίες- ενιότε στείρες ή φαντασμαγορικές.
Διαβάζοντας για τους δικούς του ανθρώπους, τους φίλους, τους συμμαθητές, τους συντρόφους διαπιστώνει κανείς για ακόμα μια φορά πως η μεγάλη Ιστορία αποτελείται από μικρές ιστορίες του Θανάση, του Μήτσου, της Άννας, του Κώστα, του Βασίλη και άλλων που συνθέτουν όχι μόνο την ιδιωτική μυθολογία του Γεωργόπουλου, αλλά τη διαχρονική παρουσία των επώνυμων ανωνύμων ή κατά Ρίτσο, το Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων, και όχι των απλών ανθρώπων καθώς ένας τέτοιος προσδιορισμός είναι τελείως ανεδαφικός. Δεν υπάρχουν απλοί άνθρωποι. Τελεία.
Στο «Σπασμένο βέλος» δεν κρατά απλώς το νήμα από τις προηγούμενες συλλογές του, αλλά το επεκτείνει. Και το επεκτείνει τεχνικά τόσο ως προς το είδος της ρίμας, που γίνεται ακόμα πιο προσεγμένη, αλλά και στη στοχαστική του εμβάθυνση και το λεξιλογικό του οπλισμό. Η όποια συζήτηση περί φορμαλισμού ή νεοφορμαλισμού, οι όποιοι διαξιφισμοί περί επιστροφής στην συντηρητική ομοιοκατάληκτη παράδοση ή περί ρυθμικών γυμνασμάτων με αφήνει αδιάφορο. Για μένα οι ρίμες είναι οι κωπηλάτες του ποιήματος και όχι η ίδια η τριήρις. Και πάνω σε αυτό το αξίωμα αποδέχομαι ή όχι την ποιότητα του δημιουργού, όταν επιλέγει αυτό το εκφραστικό είδος.
Στην περίπτωση του Γεωργόπουλου στόχος είναι ξεκάθαρα η τριήρις, δηλαδή, το αυτόνομο ποίημα που ξεμακραίνει από πρώιμους σκοπούς, όπως η απλή εξωτερίκευση ή η έμμετρη καταγραφή συμβάντων και ταξιδεύει μέσα στα πελάγη της διαχρονίας ακολουθώντας την επαγωγική διαδικασία. Με άλλα λόγια, το εφαλτήριο της έμπνευσης μπορεί να επαναλαμβάνεται ως θεματολογικά μοτίβα ή εμμονές από το παρελθόν του, όμως πλέον αποκτά και μια καθολικότητα: Οι σύντροφοι που αναφέρονταν στην προηγούμενη συλλογή, με έναν πιο φωτογραφικό τρόπο, τώρα γίνονται οι Μαγγελάνοι, οι αγωνιστές μεταφράζονται ως ράτσα της φωτιάς, οι καθαρόαιμες ναυτικές εμπειρίες μεταποιούνται σε «Σονέτο ναυτικό και άκαιρο» που ξεπερνά την εικονοπλασία και συναντά την καββαδιακή φιλοσοφία όχι μόνο ως τρόπο αλλά ως ουσία, ως συμβολιστική ποίηση.
Κι αν κάποιος αθώα ή πονηρά αναρωτηθεί γιατί κι άλλη μια τέτοιου είδους τεχνική, τόσο ως προς τα είδη, όπως αυτά που εμπεριέχονται -δεκατετράστιχα σονέτα, αγγλικού και ιταλικού τύπου, μπαλάντες και ποικιλία ομοιοκαταληξίας (σταυρωτή και πλεχτή)- όσο και θεματολογικά, η απάντηση είναι απλή: γιατί η θαλασσινή εμπειρία, το «μεροκάματο του τρόμου», ο αυτόχειρας, η τηλεοπτική νιρβάνα, και οι άλλοι «χαρακτήρες» στα ποιήματα του Γεωργόπουλου είναι οι συγγενείς αντίστοιχων ηρώων –αληθινοί ή φανταστικοί- άλλων προγενέστερων ποιητών και δεν στερεύουν. Όπως και δεν στερεύει ο τρόπος αποτύπωσής τους. Είναι σύγχρονες ιστορίες με πανάρχαιους πόνους. Που χρειάζονται τον ρέοντα ρυθμικό λόγο όπως μια κινηματογραφική ταινία τα καρέ της για να αφηγηθεί τη ιστορία τους. Στα πρότυπα των αρχέγονων ραψωδών.
Ειδικά μάλιστα όταν οι στίχοι το σκάνε από το ποίημα και γίνονται αποφθεγματικοί, τότε αποτελούν και αξιόπιστο πάντα δείγμα υψηλής ποίησης που αδιαφορεί για τον τρόπο και μένει στην ουσία. Για παράδειγμα: «Οι μέρες μου περνούν και πλησιάζω δεν μου χαρίζουν χρόνο κι αγοράζω», «από την ράτσα της φωτιάς που η φλόγα της δε σβήνει», «Τηλεπλασιέ σε μια συχνότητα προσμένει να μας πουλήσει σε φιξάκια λησμονιά», «μ’ έναν σουγιά πνοή αφήνεις χαραγμένη», «να νιώσουμε τους έρωτες που δέσαν τα κορμιά μας», «Ουρλιάζει ακόμα το κορμί μου από τα χάδια»
Όπως οι ρίμες έτσι και οι λέξεις στα ποιήματα του Γεωργόπουλου δεν χρησιμοποιούνται ως ομόηχες λύσεις ανάγκης, αλλά έχουν τη θέση και το ρόλο τους. Δεν γράφει έχοντας ανοικτό μπροστά του κάποιο εγχειρίδιο ομοιοκατάληκτων λέξεων, αλλά ως άλλοτε ναυτικός χρησιμοποιεί τις λέξεις όπως τους αρμούς τα πλοία, έχουν δηλαδή και νόημα και οργανική θέση. Τοπωνύμια, ναυτικές ορολογίες, ξενικά ονόματα, λατινικοί χαρακτήρες, σύγχρονη αργκό, διαχρονικές έννοιες συμπλέουν, αλληλοεξαρτώνται, αλληλοσυμπληρώνονται υπηρετώντας τη θεματική του ποιήματος και όχι την επίδειξη του ποιητή ή τον εντυπωσιασμό του αναγνώστη. Γίνεται πεζολογικός, αφηγηματικός στα όρια, όμως της ποιητικής τέχνης, αφαιρώντας κοσμητικά επίθετα και προσθέτοντας περιγραφικά και ταξινομικά.
Στην τέταρτη ενότητα της συλλογής, καταπιάνεται και με την τεχνοτροπία των χαϊκού, αυτή την πανάρχαια και πειθαρχημένη στιχουργική μορφή της ιαπωνικής λογοτεχνίας. Ακολουθεί την τεχνική του υπαινιγμού (Οι λεμονανθοί /ευωδιάζουν / γυμνές φωτογραφίες), την περιγραφή συγκεκριμένων πραγμάτων (Πέφτουν τα τούβλα·/ Ασβεστωμένες αυλές / κάποτε ήταν), όπως και την αντιπαραβολή μέσω της οποίας τονίζεται το θέμα (Ο πατέρας μου / μόνος στο καφενείο / με την τράπουλα), αξιοποιώντας δηλαδή, τρεις από τις κατεξοχήν εσωτερικές τεχνικές των χαϊκού. Δεν ξεχνά όμως και το παιχνιδιάρικό του εαυτό, την λεπτή καυστικότητα που εμφανίζεται και σε ορισμένα άλλα ποιήματα σε προηγούμενες ενότητες, ιδίως όταν σατιρίζει τα εγχώρια λογοτεχνικά μας ήθη, και έτσι τα χαϊκού του αν και δέσμια της τεχνοτροπίας τους απελευθερώνονται ως σύντομα σχόλια και γίνονται πιο ελεύθερα από τον ορισμό τους.
Ο Χούλιο Ραμόν Ριμπέϊρο, γράφει στις αγαπημένες μου «Ρήσεις του Λουδέρ»: «Με ταράζει η απελπισία τόσων νεαρών καλλιτεχνών να μη χάσουν το τρένο της νεωτερικότητας –λέει ο Λουδέρ. Δεν συνειδητοποιούν πως αυτό το τρένο οδηγεί άτεγκτα στο Αρχαιολογικό Μουσείο». Ο Γεωργόπουλος μακριά από κάθε είδους νεωτεριστικές αγωνίες και μεταμοντέρνες ασυναρτησίες, είναι επιβάτης πια με αυτή τη συλλογή στο τρένο που κατευθύνεται όπως το Σπασμένο βέλος του: στο Μουσείο της αυθεντικής Τέχνης που λέγεται ζωή και το αντίστροφο. Στο Μουσείο της αυθεντικής ζωής που λέγεται Τέχνη.
`