Το χωράφι μου
Στην πλάτη μου δεμάτι τα καυσόξυλα,
σ’ ένα χωράφι γέρικο, παλιό τόσο
που μες στα ξερά ούτε ζιζάνια δε φυτρώνουν
και τα παπούτσια μου τρυπούν
και γύρω μου γελούν τα έντομα
κι οι τόσες άκαρπες ελιές
δεν είναι παρά απλά ο εαυτός μου.
Και με κοιτά μέσα απ’ τους ρόζους,
γυμνός, γκροτέσκος, τραβηγμένος
απ’ του κόσμου την όμορφη τάξη
-αδύναμη κράση η κράση μου
τσακισμένη στη λειψυδρία-
κι άμα δεν ξέρω από δουλειά
κι απ’ αυτά που όλοι οι ανθρώποι ξέρουν
και όμως καταφέρνω στις παλάμες μου
να έχω πάντα κάλλους -δεν είναι παράσημο
είναι απλά μια απολογία.
(Οι αμαρτίες που με πνίξαν προηγήθηκαν
δεν ήταν ποτέ -ποτέ!- όλες δικές μου
μα αυτό το κρύο το χειμωνιάτικο
εγώ θα πρέπει να το σπάσω
με το να κάψω ξύλα.)
Ταπεινώνομαι Κύριε.
Τι ζητάς πια από μένα;
μόνο χώμα μπορεί να δώσει το χωράφι μου
μόνο αίμα ζεστό κάτω απ’ το δέρμα
που θέλω μα δε το μπορώ
να το χαρίσω ως κι αυτό σ’ Εσένα
-τι ζητάς πάλι αυτό το βράδι
σ αυτή την τσακισμένη αντανάκλαση
που τόσο πάλι μοιάζει με εμένα; Δεν αρκούν;
Δεν αρκούν τα γονατίσματα μου
για να σταθείς όρθιος στο σβέρκο μου
δεν αρκεί το ένα μου δάκρυ μου
να σώσει αυτό το άνυδρο χωράφι;
(απλώνομαι σε ξύλινο θάνατο
σε άνεμο που μέχρι το μάρμαρο
στριφογυρνά και σπάζει
-μήπως έστω η τέφρα αυτή
με βγάλει στο ψύχος του χειμώνα
-μέχρι και στον τάφο μου
εμφανίστηκα μ’ άδεια τα χέρια
-ούτε ένα άνθος Κύριε
ούτε μια φλόγα για κεράκι.)
Στην πλάτη μου δεμάτι οι σκιές
μάγισσες γριές που μου ζητούν μόνο ένα σπόρο
να βγει ο χειμώνας ο άσπλαχνος, ο κρύος
-μα μου λείπει- μα είναι άγριο το χωράφι μου
άγριο ξερό και στείρο
και δε χωράει πια δε χωρά στις εποχές
δε χωράει πια δε χωρά
στου κόσμου την όμορφη τάξη.
****
`
Amiri Baraka, Πέρα στη Δύση (μετάφραση: Αλέξανδρος Κοάν)
Μια τόσο απλή πράξη
όσο το ν’ ανοίγεις τα μάτια σου. Απλά
μια εισχώρηση στα πράγματα βαθμηδόν.
Πρωί: ένα δάκρυ έχει σπάσει
στα ξύλινα σκαλοπάτια
των ματιών της γυναίκας μου. Πληθώρα
πρασίνου. Τα φύλλα. Το
αέναο γράπωμά τους. Σαν γέρικα
πρεζάκια στην πλατεία Σέρινταν, μάτια
κρύα και στρογγυλά. Υπάρχει ένα τραγούδι
που τραγουδάει ο Νατ Κόουλ… Αυτή η πόλη
και η περίτεχνη αταξία
των εποχών.
Αδύνατον να αναφερθείς
σε κάτι τόσο αφηρημένο όσο ο χρόνος.
Ακόμα κι έτσι, (βαθιά υπόκλιση στον πυκνό
καπνό φτηνών αρωματικών στικς· κάθε
είδους ερώτηση γεμίζει το στόμα,
μέχρι που ασφυκτιάς & πέφτεις νεκρός
στο άφθονο χαλί.) Ακόμα κι έτσι,
οι σκιές θα συρθούν πάνω στη σάρκα σου
& θα κρύψουν την αταξία, τα ψέματά σου.
Υπάρχουν άσχημες άγριες φτέρες
έξω απ’ το παράθυρο
εκεί που κρύβονται οι γάτες. Ουρλιάζουν
από κει τις νύχτες. Στον καύσωνα
& ματώνουν στις τουλίπες μου.
Σιδερένιες καμπάνες, σαν την σατανική
βρώμικη Σφίγγα, που σέρνεται στο λυκόφως.
Άτεκνοι γέροι δολοφόνοι, αιώνες τώρα
με μουχλιασμένα μάτια.
Είμαι αναστατωμένος. Σκέφτομαι
τις εποχές, πώς περνάνε,
πώς περνάω, η νεότητά μου, η
γλυκιά ωρίμανση της ζωής μου· στραγγισμένη…
Σα γιγάντιες μαϊμούδες·
τσιμπούν τα κρανία τους,
πολυμήχανες & βάναυσες
ρουφούν τους εγκεφάλους.
Καμία χρησιμότητα στην ομορφιά
καταρρέει, με ανάσα μούχλας
εξαντλημένη. Ύπουλο το βάρος
των πληγωμένων ονείρων. Του Τειρεσία
πολυκαιρισμένος πετεινός.
Περπατώντας μες στη θάλασσα, κοχύλια
πιάνονται στα μαλλιά. Τραχιά
κύματα ξεσκίζουν τη γλώσσα.
Κλείνοντας τα μάτια. Τόσο
απλή πράξη. Επιπλέεις