
Ήρθε μια μάνα στ’ όνειρό μου, απ’ τα παλιά
δυο φύλλα δάφνη, φυλαγμένα στο μαντήλι,
ένα φεγγάρι στα σγουρά της τα μαλλιά
και την ψυχή πικρό παράπονο στα χείλη.
Ελλάδα μάνα, ανοιχτές είν’ οι πληγές
κι’ εσύ εμπόρευμα σε πάγκο λερωμένο
απ’ το λυκόφως των θεών,στο λυκαυγές,
το κάρο σπρώχνεις σ’ ένα κόσμο σαλεμένο.
Νύχτα ακούω την κραυγή σου, και μ’ ακούς,
όταν γυρίζω τις σελίδες σου και κλαίω,
τη μια στη στάχτη ψάχνω φίλους και δικούς,
την άλλη, μες στη λάσπη,τ’ όνομά σου ξαναλέω.
Ελλάδα, τ’ όνειρο γραφή και καταδίκη,
οι ποιητές στη λήθη, στου μυαλού τη φυλακή,
στην ανηφόρα σε βαρούν με το καμτσίκι,
Ελλάδα, μια βδομάδα που δεν έχει Κυριακή.
Κέρινες μάσκες, θειάφι, γύρω μου σκουριά,
διαβόλοι και θεοί στήνουν χορό στα ίδια αλώνια,
τα ξένα μεγαλεία στου καιρού τη ζυγαριά
και συ φορτώνεις την τιμή σου στα καμιόνια.
Ελλάδα μάνα, στις δικές σου τις αυλές,
αρπαχτικά, που έχουν φάτσα μουσαφίρη,
δόξες σού τάζουν, μαοι ξένες εντολές,
σε ορίζουν πιόνι στο δικό τους πανηγύρι.
Στα καφενεία λένε δεν υπάρχεις πιά
μα πώς μπορεί, εσύ Ελλάδα να πεθάνεις,
στο φως, σκοπιάφυλάς στην ανθρωπιά
πριν μας τρελάνουν, ξύπνα εσύ, να τους τρελάνεις.
Ήρθε μια μάνα στ’ όνειρό μου, απ’ τα παλιά,
Ελλάδα στ’ άδικο πνιγμένη, μα οι λέξεις,
όπως φτερούγιζαν και γίνονταν πουλιά:
«μάνα στη βρόμικη σκακιέρα εσύ μην παίξεις».
Σ’ ένα κόσμο σαλεμένο, σε έναν κόσμο εμπόρευμα σε πάγκο λερωμένο, υπάρχει ελπίδα για κάποιον; Μόνο, η Ελλάδα, είναι καταδικασμένη ( που δεν παράγει τίποτε εις τον βωμόν, – του ανήκομεν εις την Δύσιν – που όντως ο ένας στους δύο έλληνες πεινά, και οι οκτώ στους δέκα τουλάχιστον – εάν όχι παραπάνω – είναι διεφθαρμένοι με τον ατομικισμό του χρήματος τής εξιδανίκευσης των υλικών αγαθών, και πολλοί άλλοι διεστραμμένοι λόγω αθεράπευτων σεξουαλικών προβλημάτων, ανεπούλωτων τραυμάτων, και άλλοι βιασμένοι ), σε ποια χώρα ζουν ευδαιμονικά ή έστω υποφερτά; Μήπως σε εκείνες τις χώρες που οι γονείς παίρνουν τα ανήλικα παιδιά τους από το χέρι, για να τα προσφέρουν αντί αμοιβής στον παιδεραστή, ή σε εκείνες τις χώρες που πίνουν λασπωμένο νερό και παθαίνουν τύφο, γιατί οι διάφορες ολλανδίες τους παίρνουν το νερό, για την καλλιέργεια των ρόδων τους;
Για τον εδώ και χρόνια κηρυγμένο τρίτο παγκόσμιο πόλεμο ενάντια στον τρίτο κόσμο, έχετε να πείτε κάτι ή δεν το αντιληφθήκατε ακόμα;
Ποια χώρα δεν είναι αποικία των ισχυρών οικονομικοστρατιωτικά κρατών;
H Ελλάδα (λόγω γεωγραφικής θέσης ) είναι αποικία των αγγλοαμερικανών και της δύσης από το 1821, όπως άλλες χώρες είναι αποικίες της μόσχας, παλαιότερα της ισπανίας, της πορτογαλίας, του βελγίου,
της ολλανδίας και ούτο καθεξής.
Πως μπορεί ένα κράτος, η ίδια η έννοια του κράτους να αποφύγει να παίξει σε μια βρώμικη σκακιέρα που την στηρίζουν άνθρωποι μελεόφρονες; Είναι ατομικιστικό – άρα ατελέσφορο – να ενδιαφέρεται κάποιος για ένα συγκεκριμένο δένδρο και όχι για το δάσος – τοπίο.
Το πρόβλημα είναι, της Ελλάδος, ή η ανθρωπότης πρέπει να επανεξετάσει τις αξίες της και το σημείο από το οποίο θεάται και αντιλαμβάνεται την ζωή;
– Στα καφενεία λένε δεν υπάρχεις πιά
μα πώς μπορεί, εσύ Ελλάδα να πεθάνεις,
στο φως, σκοπιάφυλάς στην ανθρωπιά
πριν μας τρελάνουν, ξύπνα εσύ, να τους τρελάνεις.-
Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία που πάρα πολλοί, πλην των νεοελλήνων καταναλωτών, εκτιμούν, μελετώντας, καθώς και η ελληνική γλώσσα με την βαθειά – φολοσοφίζουσα ετυμολογία της, μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται, να πεθάνουν, ούτε χρήζουν σοβινιστικής υπερασπίσεως, διότι είναι αναγνωρισμένες παγκοσμίως. Εκτός, εάν αυτοί οι στίχοι υποκρύπτουν ελπίδες, να γίνει, η Ελλάδα, χώρα
κυριαρχίας, τρελαίνοντας τις άλλες χώρες’ δηλαδή να κάνει στους άλλους, αυτό που η ίδια για χρόνια υφίσταται.
Τι είναι οι πατρίδες μας; Μην είναι τα αίματα που στιλβοστάζουν;
Λ.Κ.
Πάσα γη πατρίς ην, εξαίρετος δ’ ουδεμία!
Διογένης
–