Ήρθε μια μάνα στ’ όνειρό μου, απ’ τα παλιά

δυο φύλλα δάφνη, φυλαγμένα στο μαντήλι,

ένα φεγγάρι στα σγουρά της τα μαλλιά

και την ψυχή πικρό παράπονο στα χείλη.

 

Ελλάδα μάνα, ανοιχτές είν’ οι πληγές

κι’ εσύ εμπόρευμα σε πάγκο λερωμένο

απ’ το λυκόφως των θεών,στο λυκαυγές,

το κάρο σπρώχνεις σ’ ένα κόσμο σαλεμένο.

 

Νύχτα ακούω την κραυγή σου, και μ’ ακούς,

όταν γυρίζω τις σελίδες σου και κλαίω,

τη μια στη στάχτη ψάχνω φίλους και δικούς,

την άλλη, μες στη λάσπη,τ’ όνομά σου ξαναλέω.

Ελλάδα, τ’ όνειρο γραφή και καταδίκη,

οι ποιητές στη λήθη, στου μυαλού τη φυλακή,

στην ανηφόρα σε βαρούν με το καμτσίκι,

Ελλάδα, μια βδομάδα που δεν έχει Κυριακή.

 

Κέρινες μάσκες, θειάφι, γύρω μου σκουριά,

διαβόλοι και θεοί στήνουν χορό στα ίδια αλώνια,

τα ξένα μεγαλεία στου καιρού τη ζυγαριά

και συ φορτώνεις την τιμή σου στα καμιόνια.

 

Ελλάδα μάνα, στις δικές σου τις αυλές,

αρπαχτικά, που έχουν φάτσα μουσαφίρη,

δόξες σού τάζουν, μαοι ξένες εντολές,

σε ορίζουν πιόνι στο δικό τους πανηγύρι.

 

Στα καφενεία λένε δεν υπάρχεις πιά

μα πώς μπορεί, εσύ Ελλάδα να πεθάνεις,

στο φως, σκοπιάφυλάς στην ανθρωπιά

πριν μας τρελάνουν, ξύπνα εσύ, να τους τρελάνεις.

 

Ήρθε μια μάνα στ’ όνειρό μου, απ’ τα παλιά,

Ελλάδα στ’ άδικο πνιγμένη, μα οι λέξεις,

όπως φτερούγιζαν και γίνονταν πουλιά:

«μάνα στη βρόμικη σκακιέρα εσύ μην παίξεις».