Μην ξαναστείλεις το περιστέρι
Έρχεται μέσ’ απ’ τη θάλασσα
μουδιασμένο –
αντί γι’ αλάτι
η φτερούγα του στάζει πετρέλαιο·
μάτι δεν έχει να με δει
το έφαγε η αιθάλη·
ραμφίζει βράχια
βότσαλα καταπίνει
στο πόδια μου έρχεται κι αφήνει
τις λέξεις σου –
τις τρυφερές
σαν πέτρες.
Δεν θα μάθω ποτέ τ’ όνομά τους
Τους ακούω να έρπουν μέσ’ απ’ το δάσος.
Μοιάζουν κουρασμένοι.
Καλώς τα παιδιά, τους λέω,
να κεράσω λίγα βατόμουρα;
Είμαστε περαστικοί, λένε,
δείχνοντας τα σακιά με το χώμα.
Χαμογελώ.
Παρά τη νύστα μου θέλω να δείξω φιλόξενη.
Δεν κρατούν τσεκούρια·
μονάχα κάτι καλογυαλισμένα αλυσοπρίονα.
Όλα θα γίνουν γρήγορα, λένε.
Βλέπω να πέφτουν στο παρκέ
φτερούγες σπουργιτιών και φύλλα.
Μυρίζει φρέσκο ροκανίδι και φτερνίζομαι.
Τώρα θα δυναμώσεις, λένε.
Παρά την κούρασή τους
θέλουν να δείξουν τρυφεροί και γενναιόδωροι.
Αμφιβολία
Αν ήσουν μέταλλο θα ήσουν λεπίδα.
Λεπτή, παγωμένη, άοσμη.
Θα μπορούσα να σταθώ μπροστά σου
μήλο σκληρό, πράσινο.
Εσύ θα μ’ έκοβες στα δυο
χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Το μηρυκαστικό
Η κοιλάδα είναι σπαρμένη μάρμαρο.
Τίποτα δεν βλασταίνει.
Μονάχα αραποσυκιές.
Καμιά φορά
φαντάζομαι τα δόντια μου
να μπήγονται στη ρίζα τους·
να την αναμασούν για ώρες.
Ο ήλιος να δύει
οι μέρες να φεύγουν
ορδές περιστέρια να ’ρχονται καταπάνω μου –
να με διασχίζουν.
Μα εγώ εκεί – ατάραχη.
Η νύχτα να με βρίσκει ξανά
με γνάθο μουδιασμένη.