«Κι η Άννα όταν γελούσε ήταν σα να / Σκόρπιζε γιασεμιά / φωτίζοταν για λίγο η νύχτα»
(Τάσος Λειβαδίτης]
Ο Πάμπλο Νερούδα, ο οποίος γεννήθηκε σαν σήμερα, γράφει σε ένα ποιήμά του: «Πάρε μου το ψωμί, αν θέλεις,/ πάρε μου τον αέρα, αλλά / μη μου παίρνεις το γέλιο σου».
Είδα φωτογραφίες της Άννας. Ένα γέλιο πρόσωπο. Πόσους βλέπεις πια να γελάνε και ν’ ανθίζουν από άκρη σε άκρη χείλη, μάτια, βλεφαρίδες, μέτωπο, μαλλιά; Πόσους να περπατάνε και να σφυρίζουν έναν σκοπό; Να βαδίζουν με τα χέρια μπλεγμένα πίσω από την πλάτη; Να έχουν ένα καθημερινό λουλουδάκι στο πέτο; Να σταματάνε άξαφνα κοιτώντας μ΄ένα ηλίθιο βλέμμα -όπως το ορίζει ο Κορτάσαρ- κάτι ασήμαντο που τους ενθουσίασε; Να καλημερίζουν έναν άγνωστο μόνο και μόνο γιατί τους άρεσε μια κίνησή του; Να φωτογραφίζουν χωρίς να περιέχονται; Να αφαιρούνται, να παραμιλάνε, να λιγοστεύουν;
Μαζί με την Άννα δολοφονήθηκε και αυτό το γέλιο της. Κατακτημένο με πολύ πόνο και κόπο.
Ποιος τάφος άραγε μπορεί να το χωρέσει;