Αποσπάσματα
Μια ολόκληρη ώρα πριν φτάσει η συντροφιά στην πόλη, είχαν προσέξει ανησυχητικές αλλαγές στην ατμόσφαιρα. Γινόταν όλο και πιο σκοτεινή, ενώ πάνω στη γη το χορτάρι φαινόταν όλο και λιγότερο πράσινο. Κάθε λεπτό, καθώς το τρένο συνέχιζε να τρέχει, τα χρώματα των πραγμάτων γίνονταν πιο μουντά. Τα χωράφια ήταν τώρα ξερά και κίτρινα, το τοπίο αποκρουστικά γυμνό. Και, μαζί με τον καπνό που πύκνωνε, άρχισαν να προσέχουν ένα άλλο χαρακτηριστικό: μια παράξενη, ερεθιστική μυρωδιά. Δεν ήταν σίγουροι πως την έβρισκαν δυσάρεστη αυτή τη μυρωδιά. Μερικοί θα μπορούσαν να την πουν αηδιαστική, αλλά το γούστο τους στις μυρωδιές δεν είχε αναπτυχθεί κι ήταν απλά σίγουροι πως την έβρισκαν περίεργη. Τώρα, καθισμένοι στο βαγόνι, καταλάβαιναν πως τραβούσαν κατά την εστία της, πως είχαν κάνει όλο το ταξίδι από τη Λιθουανία για να φτάσουν σ’ αυτήν. Δεν ήταν πια κάτι το μακρινό και αμυδρό, που το ‘νιωθες σε ριπές. Μπορούσες, όχι μόνο να το μυρίσεις, αλλά και να το γευτείς στην κυριολεξία, μπορούσες σχεδόν να το πάρεις στα χέρια σου και να το εξετάσεις με την ησυχία σου. Οι γνώμες τους μοιράστηκαν. Ήταν μια μυρωδιά στοιχειακή, ωμή κι ακατέργαστη, ήταν πλούσια, κάπως ταγκή, αισθησιακή και δυνατή. Μερικοί τη ρουφούσαν σαν να ήταν πιοτό, άλλοι έβαζαν τα μαντήλια τους στο πρόσωπό τους. Οι νέοι μετανάστες τη δοκίμαζαν ακόμη, χαμένοι μέσα στη σαστιμάρα τους, όταν ξαφνικά το τρένο σταμάτησε, η πόρτα του βαγονιού άνοιξε μ’ ένα τράνταγμα και μια φωνή φώναξε: «Σφαγεία!»»

[…]

Κι έτσι, αφού ο μικρός Στανίσλοβας στάθηκε λίγα λεπτά κοιτάζοντας δειλά τριγύρω του, τον πλησίασε ένας άντρας και τον ρώτησε τι ήθελε, ο Στανίσλοβας είπε: “Δουλειά”. Τότε ο άντρας τον ρώτησε: “Πόσων χρόνων είσαι;” κι ο Στανίσλοβας απάντησε “Δεκάξι”. Μια δυο φορές το χρόνο, ένας κρατικός επιθεωρητής ερχόταν και τριγύριζε στα εργοστάσια, ρωτώντας εδώ κι εκεί κάποιο παιδί πόσων χρόνων ήταν. Γι’ αυτό οι εργοστασιάρχες πρόσεχαν πού να συμμορφώνονται με το νόμο, πράγμα που δεν τους έβαζε σε περισσότερο κόπο από όσο τώρα που ο αρχιεργάτης πήρε απλώς το πιστοποιητικό από το μικρό, του έριξε μια ματιά και το έστειλε στο γραφείο για να μπει στα αρχεία. Υστερα, έβαλε κάποιον άλλο σ’ άλλη δουλειά κι έδειξε στο παιδί πώς να τοποθετεί ένα δοχείο κάθε φορά που ο άδειος βραχίονας της ανελέητης μηχανής ερχόταν μπροστά του. Κι έτσι καθορίστηκε η θέση του μικρού Στανίσλοβας μέσα στο σύμπαν, και το πεπρωμένο του ως το τέλος της ζωής του. Ωρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, το γραφτό του ήταν να στέκει πάνω σ’ ένα ορισμένο τετραγωνικό μέτρο, στο πάτωμα, από τις εφτά το πρωί ως το μεσημέρι και ξανά πάλι από τις δωδεκάμισι ως τις πεντέμισι, χωρίς ποτέ να κάνει άλλη κίνηση, χωρίς ποτέ να σκέφτεται τίποτε άλλο εκτός από την τοποθέτηση των δοχείων με το λαρδί. Το καλοκαίρι η μπόχα από το ζεστό λαρδί σου ‘φερνε ναυτία και το χειμώνα, τα δοχεία πάγωναν σχεδόν τα γυμνά του δαχτυλάκια μέσα στο αθέρμαστο υπόγειο. Τον μισό χρόνο, όταν θα πήγαινε στη δουλειά, θα ήταν σκοτάδι σαν νύχτα και πάλι σκοτάδι σαν νύχτα θα ήταν όταν θα έβγαινε κι έτσι δε θα ήξερε ποτέ με τι μοιάζει ο ήλιος τις καθημερινές».

 

 

****************************************************************************

 

Ο Άπτον Σίνκλερ (1878-1968) είναι ένας από τους πολυγραφότερους και πιό πολυδιαβασμένους στο εξωτερικό, αμερικανούς συγγραφείς. Νωρίς προσχώρησε στο σοσιαλιστικό κίνημα της χώρας του. Σ’ όλο του το έργο στηλιτεύει κάθε μορφή κοινωνικής αδικίας, περιγράφει την αδυσώπητη πάλη ανάμεσα στον κεφαλαιοκράτη και τον εργαζόμενο. «Η ζούγκλα» είναι το δημοφιλέστερο μυθιστόρημά του και εκδόθηκε το 1906. Γράφτηκε, όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, «μέσα σ’ ένα σανιδένιο καλύβι, δυόμισι επί τρία, στην πλαγιά ενός λόφου στα βόρεια του Πρίνστον», αφού ο Σίνκλερ είχε ζήσει για εφτά βδομάδες μαζί με τους απόκληρους, αξιολύπητους ξένους στα σφαγεία του Σικάγου. Το βιβλίο εξιστορεί τη ζωή ενός λιθουανού χωρικού, μετανάστη στις ΗΠΑ στις αρχές του αιώνα, που προσπαθεί να επιζήσει σαν εργάτης στα σφαγεία και σαν ξένος γνωρίζει την διπλή εκμετάλευση.