Σημασιολογική προσέγγιση στο ποιητικό έργο «Θερίσματα ζωής και ερώτων»του Nίκου Μυλόπουλου
– Η πληρότητα του «εγώ» μέσα από το «εμείς»
Εύθραυστες και αιχμηρές πινελιές ζωής καθώς και τολμηροί συνδυασμοί γήινων χρωμάτων εντυπώνονται με λέξεις ως πίνακας ζωγραφικής αμφισβητώντας και ανατρέποντας κάθε τι δεδομένο μέσα στη ρευστότητα του ανθρώπινου βίου, στο ποιητικό έργο «Θερίσματα ζωής και ερώτων» του ποιητή Νίκου Μυλόπουλου. Η έκδοση συνοδεύεται με την γερμανική απόδοση των ποιημάτων του από την Κατερίνα Λιάτζουρα και την εμβριθή εισαγωγή του Γιώργου Ρούσκα. Συνδιαλέγεται η ποίησή του με τον κάθε αναγνώστη με τρόπο μοναδικό και ανεπανάληπτο όχι ως τελειωμένος πίνακας αλλά ως έργο που συγγράφεται και αναγνώσκεται από ποικίλες οπτικές εκφάνσεις της ιστορικής πορείας του βίου υπό το πρίσμα σκιών και άπλετου φωτός. Δυσχερής και δύστοκος ο θερισμός, υψίστης όμως σπουδαιότητας απαιτεί αυτογνωσία, ενσυναίσθηση, παραδοχή αλλά και άρνηση μέσα σε συνθήκες και θερμοκρασίες ιδιαίτερα υψηλές καθώς η προσωπική ενδοσκόπηση του εσώτερου ψυχισμού του ποιητή απαιτεί επιμονή, σεβασμό αλλά κυρίως δύναμη αλήθειας που δεν διστάζει να αποκαλυφθεί και να προσφέρει τα οφέλη ελπίδας, αγάπης, έρωτος, προσδοκιών ως καρπούς θερισμάτων στην κοινωνία και στον άνθρωπο.
Ευαίσθητος, ειλικρινής και ιδιαίτερα αυτογνωσιακός ο τρόπος προσέγγισης του έταιρου προσώπου στο πλαίσιο σχέσης ερωτικής διαφαίνεται ήδη από τους πρώτους στίχους του ποιήματος «πενήντα τρία»-αριθμός που σηματοδοτεί εννοιολογικά σταθμό ζωής άγνωστο στους αναγνώστες- αφήνοντας να υπονοήσει όμως την απαρχή μιας καθοριστικής συνάντησης για τον ίδιο αλλά και με τους αναγνώστες καθώς η ποιητική τούτη συλλογή αποτελεί το απάνθισμα των 9 έργων του.Οι λέξεις «μονόχρωμη διαδρομή» «χλωμάδα»δημιουργούν ατμόσφαιρα σκοτεινιάς και απογοήτευσης που κορυφώνεται στον τελευταίο στίχο «ξεθωριασμένα χείλια να φιλήσεις» ανατρέποντας όμως την καταχνιά με τον αμέσως προηγούμενο στίχο «θέλει κουράγιο να ξεπεζέψεις απ’το όνειρο» που σημαίνει ότι ακόμη κι αν τα νεανικά και ζωηρά, από πόθο ζωής και πάθος για τα επερχόμενα, χείλη έχουν απωλέσει την αρχική τους συμβολική χρωματική δύναμη, ωστόσο η βεβαιότητα του ονείρου είναι υπαρκτή και απαιτεί κουράγιο η άρνησή του.Ταυτόχρονα ο στίχος «ξάγρυπνος στο κίτρινο κουστούμι μου» δηλώνει συνεχή προσμονή, επαγρύπνηση αλλά και αγωνία προκειμένου να βιώσει κάθε στιγμή της επερχόμενης δύσης της ηλικίας ως ένα φθινόπωρο που το κυρίαρχο χρώμα είναι το κίτρινο πριν τα φύλλα των δέντρων ξεραθούν και πέσουν στο έδαφος αλλά κυρίως τη βαθμιαία εξέλιξη και ωριμότητα ως προσωπικότητα και στάση ζωής απέναντι στα πεπραγμένα.Ίσως θα μπορούσε να αναγνωσθεί αυτός ο στίχος και ως ζωή που ασφυκτιά σε προκαθορισμένα στερεότυπα ωσάν κουστούμι που το χρώμα του αλλοιώνεται μέσα σε αίσθηση πνιγερότητας και καθωσπρεπισμού.
Αέναη και επίπονη η συνεχής προσπάθεια του ανθρώπου όχι απλώς να επωμίζεται το βάρος των προσωπικών του φόβων καταφαίνεται στο ποίημα «οι φόβοι» αλλά κυρίως να τους αποδεχθεί, να κατανοήσει την ανάγκη της αποφόρτισής τους από τα πιο ψηλά βράχια [της συνείδησης ]που φύονται συμβολικά κάθε καλοκαίρι, εποχή κατά την οποία ο ήλιος βρίσκεται σε υψηλότερη θέση στον ουρανό σε σχέση με τον υπόλοιπο χρόνο και επικρατούν υψηλότερες θερμοκρασίες.Το γεγονός αυτό συμβάλλει στην αναγνώριση της βαθύτερης ουσίας των φόβων μέσω όλων των αντανακλάσεων του φωτός, των έγχρωμων σκιών, της αποσύνθεσης του μαύρου που καλύπτει διάφορες πτυχές του βίου αλλά και συμβολική εποχή το θέρος κατά την οποία ο άνθρωπος γυμνός και ελεύθερος αντιμετωπίζει κατάματα την αλήθεια του.Διεργασία κοπιώδης καθώς οι φόβοι αργά και βασανιστικά ρίχνονται ένας ένας στη θάλασσα αλλά συνάμα απελευθερωτική και λυτρωτική καθώς συμβάλλει στην επερχόμενη ηρεμία που επιφέρει η αποδέσμευσή τους.Όμως η γαλήνη είναι αδύναμη να επικρατήσει για πολύ, επιφορτίζει τον ύπνο με όνειρα περίεργα και την έντρομη διαπίστωση ότι οι φόβοι που πιθανόν να εμπεριέχουν λάθη και πάθη είναι σύμφυτοι με την ανθρώπινη φύση και καθοριστικοί για τον συνεχή αγώνα του.
Θεωρώ ότι η σημασία{αξ’ια} της ποιητικής γραφής έγκειται όχι μόνο στην προσπάθεια αποκωδικοποίησης των βαθύτερων σκέψεων του δημιουργού αλλά κυρίως ξεπερνώντας το αρχικό ερέθισμα του, στην αναγωγή εννοιών ως καθολικών και ουσιαστικών για το αναγνώστη, στην ανάλυση υπαρξιακών θεμάτων όπως εκλαμβάνονται και ίσως και στην λύση τους. Υπό αυτό το πρίσμα το ποίημα «Νεκρή στρατιά» μπορεί να ερμηνευθεί ότι αναλύει το αίσθημα της μοναξιάς και των προσωπικών αδιεξόδων μέσα σε δωμάτια άδεια, θορύβους πόρτας που κλείνουν απρόσμενα αλλά και την απογοήτευση που προκαλεί η παραδοχή της αποτυχημένης προσπάθειας σε μια νύχτα που οι νεκρές πυγολαμπίδες έσβησαν κάθε ελπίδα φωτισμού από το «εγώ» στο «εμείς», στοιχείο στο οποίο συνηγορεί και η κλιμακούμενη εναλλαγή από τη χρήση του α πληθυντικού στο α ενικό πρόσωπο.
Στο ποίημα «ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΙΝΑΙ» το υδάτινο στοιχείο κυριαρχεί ως έμπνευση, λογοτεχνικό πλαίσιο, συμβολισμός, αλληγορία, υπερ-ρεαλιστική πραγματικότητα, κάτοπτρο αυτογνωσίας, σύμβολο συνεχούς αγώνα, αλλά και πρόκληση υπέρβασης του εαυτού. «Ώρες ώρες οι τοίχοι ξεχνώντας την καταγωγή τους/ Μας επέτρεπαν να γράφουμε πάνω τους/όμως θα ήθελα τόσα πολλά να σου πω/Που δεν θα ‘φθανε μια ολόκληρη νύχτα» γράφει ο ποιητής στους πρώτους στίχους του ποιήματος αυτού.Μοναχική διεργασία η περισυλλογή και η αποτύπωση των σκέψεων πάνω σε άσπρους καθαρούς και αμόλυντους τοίχους που ξεχνώντας ανθρωπομορφικά την προέλευσή τους και το επικείμενο τέλος τους στην φθορά από το χέρι που τους δημιούργησε, επιτρέπουν αποδεχόμενοι το ρόλο τους την άκριτη χρησιμοποίησή τους· ωστόσο ο ποιητής ως δρων υποκείμενο μέσα σε μια σχέση επιθυμεί την κατά πρόσωπο επικοινωνία ως εξομολόγηση ζωής που δεν μπορεί να χωρέσει σε μια ολόκληρη νύχτα όπου η ηρεμία της φύσης και το σίγασμα των παράπλευρων φωνών είναι γεγονός. Ζωογόνος και ανατρεπτική η ύπαρξη της θάλασσας αποτελεί καταφύγιο και μοναδική διέξοδο εκεί όπου η μυθολογία και η ιστορία συναντιέται στην πορεία της ζωής δύο ανθρώπων κρύβοντας στα βάθη της μυστικά καθώς αγωνίζονται να επιπλεύσουν στα ήρεμα και άλλοτε θυελλώδη νερά της ως καρίνα και κουπί που αντιστέκεται και ξεπερνά κάθε εμπόδιο προκειμένου να καταπλεύσει στο νησί της Κίρκης που μπορεί να έχει γεράσει χάνοντας την αίγλη και την σαγηνευτική της ομορφιά όμως στέκει εκεί ως σύμβολο αιώνιο.
Στο ποίημα «ΒΑΡΟΜΕΤΡΟ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ» επανέρχεται το υδάτινο στοιχείο ως μέρος καταφυγής και σκέψεων όπου αμίλητος ο ποιητής θα καθήσει εν μέσω παλίρροιας κατά την οποία η στάθμη του νερού της θάλασσας άλλοτε ανυψώνεται και άλλοτε υποχωρεί όμως τώρα το χρώμα της αναδημιουργείται σε κόκκινο που ως αίμα ζωτικό για την ανθρώπινη ύπαρξη διαποτίζει όλες τις αισθήσεις και τα συναισθήματα.Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο περικλείει δάκρυα, στιγμές και ζωές και κρίνεται επιτακτικά αναγκαία η ανεύρεση του από τον ποιητή, τη στιγμή κατά την οποία συνειδητοποιεί ότι αφέθηκε στην πλοήγηση ενός ονείρου ύστερα από την αποδοχή του έταιρου προσώπου.Όμως ο καιρός και οι περιστάσεις αλλάζουν, η απουσία γίνεται γεγονός με ηθελημένη σταδιακή αποχώρηση αφήνοντας μοναξιά ως έναυσμα για ενδοσκόπηση κυρίως όμως την αποδοχή της καταλυτικής ρήσης για την ύπαρξη του ανθρώπου φράσης που περικλείεται στο τελευταίο δίστιχο : «Αλλάζει η ζωή και πια δεν μοιράζεται/ Αλλάζει η ζωή και πια δεν υπάρχει» που σημαίνει ότι ζωή αμοίραστη είναι ζωή ανύπαρκτη.
Η αναμονή ενός προσώπου ως βεβαιότητα της ανατολής του ήλιου ακόμη και ως θύμηση όταν επέρχεται η δύση εμπεριέχει ενθουσιασμό, θαυμασμό, αγάπη, έρωτα που επιζητά να εκφραστεί μέσα σε μια προσωπική σχέση έστω κι αν η πορεία της είναι προδιαγεγραμένη, φανερώνεται απ’τους πρώτους κιόλας στίχους του ποιήματος «ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΣΟΥ».Φως άπλετο,αχώρητο,δίχως υπόσταση, μορφή και όρια είναι αδύνατο να περιοριστεί, διαχέεται και τυφλώνει με τη δύναμη και τη θέρμη του, εκπέμπει και εκπέμπεται, εμπνέει και εμπνέεται, αναγνωρίζεται ως φως αλλά όμως είναι ανέφικτο να ενσωματωθεί σε μια σχέση ως απρόσωπο. «Τότε κατάλαβα πως δεν θα’ρθεις γιατί ήσουν φως».Θεωρείται «αδιέξοδη η δημιουργία» όταν δεν υπάρχει δυνατότητα ανάπλασης και αναδημιουργίας μέσα σ’ ένα κόσμο στατικό χωρίς ανατροπές και εκπλήξεις. «Κι οι κουρασμένες αγάπες ήταν πάντοτε λίγο δειλές» που σημαίνει πιθανόν αδύναμες ν’ακολουθήσουν το δρόμο της επ-ανάστασης της ζωής και να επιτρέψουν στο άπλετο φως να διεισδύσει στις καρδιές τους.
Στη φιλοσοφική γραφή του Νίκου Μυλόπουλου η έννοια του χρόνου κατέχει ιδιαίτερη δυναμική μέσα από αντιθετικές και εξελισσόμενες εικόνες καθώς αμείλικτος και σαρωτικός ο χρόνος διαβρώνει σχέσεις όπως παρουσιάζεται στο ποίημα «Η ΠΟΛΗ ΜΕΓΑΛΩΝΕ», όπου ανασύρεται από το παρελθόν όχι απλά η πορεία μιας σχέσης αλλά το ψυχολογικό υπόβαθρο και οι βαθύτερες αιτίες της ανάδρομης πορείας της.«Η πόλη μεγάλωνε μαζί και τα παιδιά/ Κι οι ανθισμένες γειτονιές δώσαν τη θέση τους στα τσίρκα». Με έντονη εικονοποιΐα που δημιουργεί συνειρμούς και συμβολισμούς δίνεται από τους πρώτους στίχους το πλαίσιο της σχέσης σε μία πόλη που συνεχώς μεταβάλλεται αρνητικά ακολουθώντας και συμβάλλοντας ίσως στην καθοδική της πορεία.
«Με τις καμπύλες του πάθους λειωμένες στην επανάληψη»Αδύναμο αρκετές φορές το πάθος να διατηρηθεί αναλλοίωτο και να μετουσιωθεί σε βαθιά αγάπη, φθείρεται στην επανάληψη και η αλήθεια του κατανοείται και φυλάσσεται σε σιωπές υπό το φόβο της μοναξιάς.Τότε γράφονται ποιήματα που συνομιλούν μεταξύ τους μέσα από τους στίχους τους όπως: «Η μοναξιά μας ένωνε πέρα από τις ράγες» από την συλλογή «Όνειρα σε συνέχειες» για να γραφεί αρκετά χρόνια μετά το ποίημα «Οι ράγες» στη συλλογή «Ερασιτέχνης σχοινοβάτης» όπου ο ποιητής αναλύει στοχαστικά τη μοναξιά μέσα στη σχέση χωρίς συγκινησιακή φόρτιση αλλά με ποιητικό μεγαλείο και ειλικρίνεια.
Στο επόμενο ποίημα από τα «Θερίσματα ζωής και ερώτων» με τον τίτλο «ΑΝΑΛΦΑΒΗΤΑ ΟΝΕΙΡΑ» συμπυκνώνεται όλη η επ-αναστατική δύναμη της αγάπης μέσω του έρωτα στον στίχο «Ξόρκιζα έτσι το κακό καταργώντας το θάνατο» διότι η αγάπη ως υπέρβαση του «εγώ», αυτοπροσφορά, και αυταπάρνηση είναι ζωή που καταργεί το θάνατο, ξορκίζει το κακό καθώς αδυνατεί να την φθείρει και να την καταλύσει οδηγώντας ταυτόχρονα τον άνθρωπο στην αιωνιότητα.Ο έρωτας εκφράζεται στη δυναμική της αγάπης, εκφέρεται ποιητικά με αγγίγματα, βλέμματα, ενότητα ψυχών, σωμάτων και προσώπων, και έτσι η αγάπη ξεπερνά την απόλυτη μοναξιά του εγωκεντρισμού, συνθέτει ποιήματα και εκπαιδεύει αναλφάβητα όνειρα : «Επιμελώς εκπαίδευα τ’ αναλφάβητα όνειρά μου».Όνειρα που πηγάζουν από το ασυνείδητο και εκφράζουν σκέψεις, επιθυμίες, ευχές χαρακτηρίζονται από τον ποιητή «αναλφάβητα» γιατί εμπεριέχουν τον άκρατο ενθουσιασμό και το πάθος, κινητήρια δύναμη σε κάθε σχέση ερωτική, βιώνονται στην πραγματικότητα και εκφράζονται με εικόνες ιδιαίτερα δυνατές και συνάμα τρυφερές και ευαίσθητες καθώς κυλούν οι στίχοι ερωτικά πάνω στο σώμα του ποιήματος του.
Απεκδύεται ο ποιητής κάθε τι που τον βαραίνει ψυχικά και συναισθηματικά συντάσσοντας ποιήματα όπως αναφέρει στους πρώτους στίχους του ποιήματος «ΓΥΜΝΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ»«Για να αποφύγω την πραγματικότητα πότιζα λέξεις/ Όμως τώρα εξομολογούμαι τις νύχτες γυμνός/ Στο σταυρό που ορίζουν στον ουρανό τ’αστέρια».Μυστηριακή και θεολογική η σημασία της εξομολόγησης, στην ποιητική γραφή όμως του Ν.Μυλόπουλου μετασχηματίζεται και αναμορφώνεται η έννοια τούτη, ως προσωπική διεργασία συμφιλίωσης με τον εσώτερο ψυχισμό, κάθαρση τραυμάτων και παθών τη νύχτα όπου η υλική φύση με το σκοτάδι και τ’αστέρια δημιουργεί σταυρό συμπάσχοντας με την ανθρώπινη φύση.Σύμβολο ελευθερίας, ελπίδας, αγάπης το χελιδόνι, καθώς διανύει χιλιάδες χιλιόμετρα για να επιστρέψει σε οικεία μέρη φωτεινά και ζεστά, πλάθεται από τον ποιητή με πηλό αποκτώντας αλληγορική έννοια για να εξακοντιστεί και να αναβλύσει Άνοιξη και μύρο εωθινό σε σώμα γυναικείο που εκθειάζεται με θαυμασμό και σεβασμό για το κάλλος που προσφέρει και τον έρωτα που αλληλοπαραχωρείται και βιώνεται εμπειρικώς και ποιητικώς.
Βαθύτατα υπαρξιακή η ποίηση του Ν.Μυλόπουλου καταφέρνει να μετουσιώσει το ατομικό σε καθολικό και πανανθρώπινο όπως στο ποίημα «ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ» όπου, αν και η χρήση του α’ ενικού προσώπου κυριαρχεί στους στίχους, ωστόσο η πορεία είναι κοινή και αναγνωρίσιμη ως βίωμα από τους αναγνώστες καθώς η μνήμη ισορροπεί ανάμεσα στη λήθη και στη νοσταλγία, εντάσσοντας το παρόν σε κλίμα μελαγχολίας με διάθεση απολογισμού μιας ζωής που αναζητά οξυγόνο σε αποδράσεις στιγμής.Μέσα σ’ ένα έντονα μεσογειακό ελληνικό τοπίο με τον θορυβώδη ήχο των κυμάτων να εκφέρεται ποιητικά η μνήμη αδυνατεί να εκμηδενίσει τη λαχτάρα και το πάθος για τη ζωή έστω κι αν η απογοήτευση είναι έκδηλη, η προσμονή όμως και η ένταση για να βιωθεί στο έπακρο ό,τι επιθυμεί καίει ως υποδόρια φωτιά το ψυχισμό του ποιητικού υποκειμένου.Η αλήθεια διαπερνά ακόμη και τις σκέψεις που έχουν διαφυλαχθεί ερμητικά κλειστές στο ασυνείδητο και ο χρόνος λειτουργεί αδυσώπητα στην απελευθέρωσή τους με σκοπό την πραγμάτωσή όλων των σκέψεων, των επιθυμιών που η καθημερινότητα έχει εγκλωβίσει.Τα αντικλείδια είναι υπαρκτά έστω κι αν η απελευθέρωσή των ονείρων με τη βοήθειά τους ενέχει τον κίνδυνο της οδύνης και της κατάρρευσης.
«Γέλιο πικρό θέλει η ζωή και τέχνη να την ζεις/Σε έργο μακρόσυρτο και αυτοτελές εικονική υποδυόμαστε γενναιότητα» είναι οι δύο τελευταίοι στίχοι από το επόμενο ποίημα με τον τίτλο «ΓΕΛΙΟ ΠΙΚΡΟ»όπου καταδεικνύεται η οπτική προσέγγιση της ζωής και η πεποίθηση του εύθραυστου της ανθρώπινης φύσης που αναγκάζει τον άνθρωπο να δείξει γενναιότητα, έστω και εικονική, προκειμένου να ανταποκριθεί επιτυχώς στην πρόκληση της ζωής ως θεατής και πρωταγωνιστής του δικού του έργου.Η αποδοχή της ματαιότητας, της φθαρτότητας, του τετελεσμένου των στιγμών της χαράς η εναλλαγή των συναισθημάτων και των καταστάσεων, η παρουσία και η απουσία προσώπων, τα όνειρα που πραγματοποιούνται και εκείνα που μένουν πάντα ανεκπλήρωτα, τα ψέματα και οι αλήθειες οι ειπωμένες καθώς και εκείνες που αποσιωπήθηκαν από αγάπη και έρωτα, οι ηλιαχτίδες που επιτρέψαμε να διεισδύσουν μέσα απ’ τα κλειστά παράθυρα και να φωτίσουν χαμόγελα και ζωές, όλα αυτά εμπεριέχουν χαρά και γέλιο ζωής όμως συνάμα και πίκρα για το επικείμενο τέλος που επιτάσσει η φθαρτότητα μας.Καθώς τέχνη μπορεί να θεωρηθεί αυτό που δεν αποδεχόμαστε ως δεδομένο αλλά το ανατρέπουμε με χρώματα, λέξεις, ήχους, προσπαθώντας ταυτόχρονα να εμποτίσουμε τις στιγμές με χαρά τότε οι στίχοι του ποιητή αποκτούν ιδιαίτερη υπόσταση.
Σκιάζεται το φως της ζωής μέσα σε κόσμο σκοτεινό κι αφόρητο, διαχέεται παντού το σκοτάδι της απογοήτευσης και της μοναξιάς έστω κι αν η χρήση του α’ πληθυντικού κυριαρχεί σ’όλο το ποίημα «ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ».Ωστόσο μέσα από το «εμείς» αναδύεται η αντίσταση στη ζοφερή πραγματικότητα με εικόνες υπερ-ρεαλιστικές «Ταΐζαμε με υπομονή τα ξεραμένα κεραμίδια/Τα πουλιά βλέπεις είχαν φύγει από καιρό/Χαΐδεύαμε τα βουρκωμένα κυπαρίσσια της καρδιάς μας» τονίζοντας την επιμονή και υπομονή του ανθρώπου ν’ανακαλύψει την σταγόνα εκείνη του φωτός που θα ξημερώσει τη μέρα.Η αιθυλική αλκοόλη ως ψυχοτρόπος ουσία ενσταλάζεται αλληγορικά όχι για να δράσει κατασταλτικά και να κατευνάσει σκέψεις και επιθυμίες αλλά να διατηρήσει άσβεστο τον ενθουσιασμό και την προσμονή του επερχόμενου φωτός.Όμως ακόμη κι όταν η Σελήνη μπαίνει ανάμεσα στην γη και στο ήλιο αφήνοντας μόνο ένα τέταρτο φωτός να εκπέμπεται είναι αρκετό να λάμπει στην καρδιά η νεανική φλόγα της ζωής και να καταστρέφονται εκμαγεία παλιά και χάλκινα πρόσωπα «Καταστρέφαμε εκμαγεία παλιά και χάλκινα πρόσωπα». Κόκκινος, λαμπερός και εύκαμπος ο χαλκός ως μέταλλο μετατρέπεται εύκολα σε φύλλα και σύρματα χωρίς να μαγνητίζεται, αντέχοντας σε μεγάλο εύρος μεταβολών θερμοκρασίας χαρακτηρίζει αλληγορικά στους στίχους αυτούς, ίσως πρόσωπα που μεταλλάσονται προκειμένου να ενσωματωθούν άκριτα στο ευρύτερο συλλογικό αλλά και προσωπικό επίπεδο δίχως ν’ αφήνουν να διαφανούν τα συναισθήματά τους και το ανθρώπινο εύθραυστο του βίου, βιάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ακούσια ή εκούσια τα όνειρα λίγων εκ’ γενετής μεθυσμένων απ’ το φως της ζωής.
Ενίοτε οι σκέψεις μετατρέπονται σε αλυσίδες βαριές αναφέρει ο ποιητής στο ποίημα «ΑΔΕΙΟ ΚΡΕΒΑΤΙ» όταν η λογική προσπαθεί ματαίως να επαναφέρει τα στενά φαινομενικά όρια της μικρότητας του βίου υπερισχύοντας της αλήθειας περί αιωνιότητας της ψυχής και μένοντας προσκολλημένη στο πεπερασμένο της ύλης στην οποία υπόκειται το φθαρτό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης.Όμως ένα κοίταγμα στ’αστέρια και η ενσωμάτωση του εγώ στο εμείς είναι αρκετό «Κύματα ξεχείλιζαν τα φιλιά από τα χείλη/Και τότε αισθανόμασταν ότι κερδίσαμε αυτό που οι άλλοι προσπέρασαν /Αναζητώντας κάτι πιο λαμπερό στην ατημέλητη ζωή τους» αναφέρει χαρακτηριστικά ο ποιητής.Ατημέλητη και πρόσκαιρη είναι η ζωή η φθαρτή που είναι προσκολλημένη στο παροδικό και εφήμερο του βίου ενώ κάθε τι που εγείρει χαρά, ένας έρωτας, ένα άγγιγμα, μία αγάπη εμπεριέχουν την αιωνιότητα διότι βιώνεται ο παράδεισος ως κοινωνία προσώπων.Το πιο μαρτυρικό και εξαντλητικό πάθος είναι η ανάγκη του ανθρώπου να βιώνει με συνέχεια τον έρωτα για τη ζωή καθώς η πληρότητα επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την αμοιβαιότητα.
«Μη αν ψυχήν μόνην μήτε σώμα μόνον λέγεσθαι άνθρωπον, αλλά το συναμφότερον, ον δη και κατ’ εικόνα πεποιηκέναι Θεός λέγεται»( Γρηγόριος ο Παλαμάς, P.G 150,1361).Ψυχοσωματική ενότητα ο άνθρωπος με κυρίαρχο στοιχείο την ελευθερία στο σώμα αλλά και στην ψυχή. «ΑΠΟΔΡΑΣΗ» είναι ο τίτλος ποιήματος της συλλογής τούτης που αναλύει στοχαστικά την έννοια της ελευθερίας. «Παρά το ελεύθειν όπου ερά» είναι η ετυμολογία της λέξεως που σημαίνει το να πηγαίνει κάποιος όπου αγαπά, όμως το γεγονός αυτό καθίσταται δύσκολο καθώς όπως αναφέρει ποιητικώς ο Ν.Μυλόπουλος «Ανυπεράσπιστο το σώμα και θνητό» διότι υπόκειται σε συνεχή φθορά από την μέρα της γέννησης και η συνειδητοποίηση αυτή ενέχει απόγνωση «Σταυρωμένος μαζί σου σε στάχυα κι ερημιές» αλλά ακόμη και τότε η χρήση του α’πληθυντικού εμπεριέχει την ελπίδα και την προσδοκία «Γεύομαι αντίδωρο απ’ το πέταγμα της φτερούγας σου».Με το σώμα νιώθουμε,πονάμε,αγγίζουμε, αγαπάμε, ερωτευόμαστε αναζητάμε την ένωση ψυχών και σωμάτων με το άλλο πρόσωπο αλλά και με τον ίδιο τον εαυτό μας προκειμένου να πορευόμαστε σύμφωνα με αυτό που πραγματικά θέλουμε και όχι εκεί όπου μας επιτάσσουν οι καταστάσεις και τα κοινωνικά στερεότυπα. «Φυλακισμένοι από τα μάτια των πολλών/Έγκλειστοι από τη σκέψη των θηρίων».Μοναχικός ο δρόμος της ελευθερίας και της αντίστασης, οδηγεί σε κοινωνική απομόνωση καθώς ο σεβασμός της ανεπανάληπτης προσωπικότητας του κάθε ατόμου στην πράξη αποδεικνύεται ανέφικτος και απαιτεί ιδιαίτερη δύναμη, κουράγιο αλλά και πίστη στη ζωή να μην ακολουθεί κάποιος τα πεπατημένα αλλά να προσπαθήσει να χαράξει το δικό του δρόμο έστω ίσως κι αν λοιδορηθεί. Τότε «Πριονίζουμε ήρεμα με κόστος ζωής / Σίδερα της ελευθερίας μας» προσπαθώντας να αποδράσουμε επανακτώντας την αρχική ελευθερία δημιουργώντας πολιτισμό και ποίηση μέσα απ’το «εμείς» της αγάπης και του έρωτα.
Η υψηλότερη κορυφή του Ολύμπου ο ΜΥΤΙΚΑΣ αποτελεί τίτλο ποιήματος από τη συλλογή «ΟΠΩΣ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕ ΤΟ ΑΥΡΙΟ», μυθολογικά γνωστή ως κατοικία των Θεών του Ολύμπου, δύσβατη και δυσπρόσιτη, προκαλεί δέος το ύψος και η θέα που προσφέρει, νοσταλγικά αλλά και συμβολικά επιλέγεται ως τίτλος καθώς στον απολογισμό της ζωής η κατάκτησή του αποτελεί επίτευγμα έστω και με απώλειες, ενώ ταυτόχρονα η θέαση καταστάσεων και επιλογών χρήζει αποστασιοποίηση που προσφέρει ο χρόνος αλλά και ο τόπος, επιφέροντας τότε και την προσωπική αποδοχή των λαθών που ίσως στο παρελθόν θεωρούνταν δυσερμήνευτα. «Είχε τελειώσει ο θεριστής και οι λέξεις μυθικά παροράματα».Θεριστής ο Ιούνιος,απαρχή του καλοκαιριού, εποχή της ολόφωτης μέρας, του καθαρού και ξάστερου ουρανού, εποχή της νεότητας της ψυχής, του έρωτα, τότε που οι λάθος λέξεις αποσύρονται και δικαιολογούνται απ’ το μύθο χρόνια μετά. «Ανυποψίαστοι κι οι δυο στα χρόνια της ουτοπίας»αναφέρει ο ποιητής, ίσως γιατί το πάθος για τη ζωή ηθελημένα παραβλέπει κινδύνους και εμπόδια θεωρώντας ότι όλα είναι δυνατόν να μεταβληθούν προς το καλύτερο με επιμονή και συνεχή προσωπικό και συλλογικό αγώνα μιας κοινωνίας που τελματώνεται. «Ο χρόνος τότε έφερνε τα πάντα στο φως/Κι ο έρωτας τραγούδι μακρινό σαν παραλήρημα»Επανέρχεται ο χρόνος στην ποίηση του Ν.Μυλόπουλου να φωτίσει τα πάντα υπό την ελπίδα του έρωτα έστω κι αν θεωρείται παραλήρημα μακρινό καθώς το ασυνείδητο κρατά στη μνήμη ότι ποθεί.
Η λέξη διάβαση σημαίνει διέλευση, διασταύρωση οδών, στο ποίημα όμως «ΑΦΥΛΑΚΤΗ ΔΙΑΒΑΣΗ» λαμβάνει ιδιαίτερη σημασιολογική και εννοιολογική ποιητική ερμηνεία καθώς συνοδευόμενη από τον επιθετικό προσδιορισμό «αφύλακτη» μπορεί να ερμηνευθεί ως συνεχής πορεία του ανθρώπου από δύσκολες διασταυρώσεις οι οποίες δεν φυλάσσονται,ως προσωπική επιλογή για ολοκληρωτικό δόσιμο σε μία σχέση ακόμη και ως αναζήτηση διεξόδου και πέρασμα μέσα από δυσχερείς καταστάσεις.«Ανταλλάξαμε τότε ανισόπεδα βλέμματα/Ολόκληρο τον ψυχικό ρουχισμό μας και λέξεις αφιλτράριστες» Αλληλοπεριχώρηση βίων με την σημασία του αλληλοδιαπερνώ, συνύπαρξη δύο προσώπων με την ουσιαστική έννοια της ψυχικής αμοιβαιότητας συναισθημάτων και αγάπης υπό το πρίσμα της αλήθειας με λέξεις που δεν υπόκεινται σε επεξεργασία διότι εκφέρονται πηγαία και γνήσια. «Τη σφηνοειδή γραφή θαυμάζαμε που κάποτε γράψαμε μυστικά» Το αρχαιότερο σύστημα γραφής, δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί καθώς αλληγορικά θεωρείται το μοναδικό και ιδιαίτερο για τον καθένα μονοπάτι σε κάθε συνάντηση ερωτική, αρχέγονο και ύψιστο μάθημα ζωής με γραφή που προκαλεί θαυμασμό και δέος, προκαλώντας ταυτόχρονα την αναπόφευκτη ένωση των σωμάτων «Και εφαρμόζοντας την καθιερωμένη των εραστών λαβή/Βελούδινο αγκάλιασμα και σφίξιμο στη μέση/Σε πυρά εκούσια/Νεοφερμένων οριζόντων καιγόμασταν» καταλήγει στο ποίημά του.Τρυφερό το άγγιγμα που οδηγεί στην πυρά του έρωτα, στην εκούσια αυτοπαραίτηση, στην μετοχή του παραδείσου, στην πληρότητα της ζωής.
Δύο έννοιες φαινομενικά αντιθετικές συνθέτουν τον τίτλο του ποιήματος «Η ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΦΑΙΡΕΣΗΣ» καθώς η ολότητα καθορίζει την πληρότητα ενώ η απόσπαση την αφαίρεση, η σημασία του όμως διασαφηνίζεται στους στίχους που ακολουθούν δίδοντας κοινωνικο-πολιτικές προεκτάσεις εννοώντας την αναγκαιότητα της απόσπασης κάθε τι που σκιάζει την αλήθεια προκειμένου να επιτευχθεί η πληρότητα της αλήθειας ατόφια και καθαρή από προσμίξεις κίβδηλες. «Διαδίδοντας ευρύτερα το μυστικό /Άλλοτε σαν σημείωμα δεμένο σε φτερό περιστεριού/Κι άλλοτε χαρτί ξεθωριασμένο σε πράσινο μπουκάλι».Το μυστικό μεταφέρεται είτε με το σύμβολο της ειρήνης, της αθωότητας και της αγνότητας,από το περιστέρι που ως αγγελιοφόρος καλής είδησης το διανέμει με στόχο την σύμπνοια όλων των λαών για κοινούς αγώνες ελευθερίας και δικαιοσύνης, είτε ως χαρτί ξεθωριασμένο απ’ το χρόνο σε πράσινο μπουκάλι, προφανώς γυάλινο δηλώνοντας την ευθραυστότητά του αλλά και τη δύναμή του στην πορεία της ιστορίας καθώς παλεύει με τα κύματα να κρατηθεί αναλλοίωτο προσφέροντας παρηγοριά και ελπίδα σε όσους αποδέχονται το μήνυμα. «Ελιάς φτερουγίζουν κλαδάκια ανθισμένα /που γράφουν στα φύλλα τους «δεν τελειώσαμε ακόμη». Σύμβολο της αναγέννησης,της δύναμης, του φωτός,της ειρήνης,της νίκης, η ελιά δηλώνει με την παρουσία της στο ποίημα ότι τίποτα δεν θεωρείται τετελεσμένο στην ιστορική πορεία του τόπου όσο υπάρχουν άνθρωποι που μάχονται για ανώτερα ιδανικά. Έστω και αν η ροή του ποταμού είναι χειμαρρώδης πάντα κάποια γενναία πρόσωπα θα αναλαμβάνουν να αντιτάσσουν το σώμα τους επαναφέροντας την αλλαγή της πολυπόθητης εκβολής του.
Η εκκωφαντική δύναμη της σιωπής εκφέρεται ποιητικά στο ποίημα «ΔΥΟ ΣΙΩΠΕΣ ΣΤΗΝ ΓΩΝΙΑ» ως αντίσταση και εκούσια απόσυρση στο πιο ταπεινό και απόμερο σημείο ενός δωματίου, κρίνεται επιβεβλημένη συνειδησιακά από τον ποιητή όταν η υπεροψία των εκκεντρικών παρουσιών φλυαρεί ασύστολα αναδεικνύοντας και περιφέροντας την κενότητά της σε ανούσιες γιορτές. «…άνθρωποι που χάρτινα φτερά αντί για φτέρνες είχαν…/Με τεράστιες τσέπες για να στοιβάζουν μέσα τους /Παλιές αγάπες,πέτρες και χώματα/».Φτερά που αδυνατούν συμβολικά να σηκώσουν τον άνθρωπο από τη γη καθώς είναι χάρτινα και εύκολα διαλύονται,παλιές αγάπες αναμεμιγμένες με χώματα και πέτρες της λήθης και της μοναξιάς σε τσέπες στοιβαγμένες που βαραίνουν την ελευθερία και σκιάζουν κάθε πίστη στη ζωή, όμως «Δυο σιωπές σε μια γωνιά αγκαλιασμένες» είναι αρκετές να ανατρέψουν ό,τι σκιάζει τη θέα στον ουρανό, ν΄αναζητήσουν το φως του έρωτα και ν’ αγγίξουν τη ζωή που πορεύεται πάντα αιφνιδίως αγνοώντας αυτούς που προσπαθούν να την προσβάλλουν.
Ασύμμετρος ο χρόνος στην ποίηση του Ν.Μυλόπουλου καθώς τα όρια αποσυντίθονται και ανασχηματίζονται από την κυκλική τροχιά «ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΥΘΕΙΑ» συμπλέκοντας με τη μνήμη και τις επιθυμίες ένα ποιητικό παρόν ιστορικά και υπαρξιακά καθοριστικό.Παρελθόν παρόν και μέλλον συνδιαλέγονται δίνοντας υπόσταση στη στιγμή, αποφορτίζοντας συναισθηματικά τις καταστάσεις και αναδεικνύοντας την δύναμη της εσωτερικότητάς τους ως φιλοσοφικά συνειδητή επιλογή και στάση ζωής. «Ήρθε η ώρα ένα βήμα να τολμήσουμε αδοκίμαστο στο πλάΐ».Αναγνωρίζει ο ποιητής την κρισιμότητα καθώς ο φυσικός χρόνος παρέρχεται ερήμην μας, όμως δεν μένει στάσιμος και απογοητευμένος αλλά ως ακούραστος αγωνιστής διαγράφει τον προσωπικό του δρόμο διασχίζοντας την ρωγμή που επιτρέπει στο φως να διεισδύσει ποιητικά και να αναμορφώσει το ποιητικό του παρόν μέσα από εμπειρίες, συμφιλιώνοντας το παρελθόν με το μέλλον.Η χρήση του ρήματος «τολμώ» στο στίχο αυτό ουσιαστικά επιτείνει την τραγικότητα του άγνωστου και πρωτόγνωρου βήματος εμπεριέχοντας ψήγματα φόβου, αποξένωσης και αποκοπής απ’ την πεπατημένη οδό και την κυκλική τροχιά, ταυτόχρονα όμως είναι κραυγή απελπισίας και κάλεσμα υπαρξιακό προς μια ουσιώδης επικοινωνία, αντισυμβατική από την φθορά της συνήθειας με τη αναγεννησιακή δύναμη του ανατρεπτικού δυνατού έρωτα.
Συνειδητή επιλογή και σκόπιμη απόσυρση ενίοτε η μοναχικότητα αποτελεί για τον ποιητή έναυσμα ενδοσκόπησης, στοχασμού, δημιουργίας εν μέσω θέρους όταν η φυλλοβόλα σκιά της συκιάς καθίσταται κρυψώνα απρόσιτη από πιέσεις και ήχους απρόσωπων κυμβάλων:«Κι ο συριγμός του θέρους στης συκιάς τη σκιά /κρυψώνα απρόσιτη».Άστεγη και περιπλανώμενη η θλίψη περιφέρεται και διαχέεται παντού, διαπνέει τις αισθήσεις και την ποιητική γραφή, συνενώνεται με τον ήχο της φύσης και τότε η μούσα ως φυτό αναρριχάται και περιβάλλει με το άρωμα των ανθέων της διαγείροντας ερωτικά.Ο «ΦΛΟΙΟΣ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ»διαρηγνύεται με την κίνηση βοστρύχων- λέξη που μέσα στην αδρότητα της εκφοράς εμπεριέχει το γυναικείο κάλλος, τη θηλυκότητα, την ανεμελιά, τη νεότητα της ψυχής, τον έρωτα –όμως η πρόκληση της ζωής αδυνατεί να καταστήσει την ελπίδα βεβαιότητα και απόμακρη παραμένει ως θύμηση και ανάμνηση εμπεριέχοντας όμως πάντα τη δύναμη της ποίησης που εξομολογείται και στοχάζεται.
«Το όλον γεννιέται για να χαθεί/Κι ο χρόνος εξανεμίζεται /Γιατί δεν υπάρχει» είναι το καταλυτικό έντονα φιλοσοφικό-θεολογικό τρίστιχο από το ποίημα «Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ».Η γέννηση εμπεριέχει τη δημιουργία και η δημιουργία το θάνατο διότι υπόκειται στη φθορά αυτό το οποίο δεν είναι αιώνιο και η κτίση έχει σαν φύση της το μηδέν και το θάνατο. «Πεθαίνουμε από την ώρα που θα γεννηθούμε.Ο θάνατος αρχίζει από την πρώτη στιγμή της ζωής.Συνεπώς οι νόμοι που μας φέρνουν στη ζωή είναι οι ίδιοι οι νόμοι που μας φέρνουν και στο θάνατο»αναφέρει ο μητρ.Περγάμου Ι.Ζηζιούλας. Η έννοια «όλον» θα μπορούσε να νοηθεί ότι αναφέρεται στον άνθρωπο καθώς σύμφωνα με τα Πατερικά συγγράμματα ο καθηγητής κ.Γιανναράς γράφει πως «ο άνθρωπος είναι ιερέας της φυσικής δημιουργίας, μετέχει στην υλική της πραγματικότητα, συγκεφαλαιώνει ολόκληρη την κτίση στο πρόσωπό του». Ταυτόχρονα όμως «ως κατ’ εικόνα» ο άνθρωπος έχει την ελευθερία και την δυνατότητα να εντάξει τον εαυτό του στην σχέση κοινωνίας με το Θεό και να αποκτήσει κατά χάρη, ό,τι έχει ο Θεός κατά φύση.
Η έννοια της μοναχικότητας αναλύεται ποιητικά στο ποίημα «ΟΙ ΡΑΓΕΣ» όπου ως ζεύγος παράλληλων σιδηροτροχιών η πορεία ζωής του ανθρώπου αδυνατεί να επικοινωνήσει και να συγκλίνει τέμνοντας καθώς οι ράγες αυτές είναι «Στρωμένες από χέρια καταδίκων» Έργο κατασκευής ανελεύθερων και υπό πίεση ανθρώπων συμβολικά αναφέρονται στο ποίημα επιτείνοντας την τραγικότητα της φθοράς και του θανάτου αλλά και την τραχύτητα και τη δεινότητα του βίου λόγω των δυσκολιών που υφίσταται.Επιπλέον ως ράγα μπορεί να νοηθεί και η βαθύτερη εσωτερική διαδρομή στοχασμού και διανόησης του κάθε προσώπου που ακόμη κι αν βρίσκεται σε παράλληλη τροχιά εντασσόμενο σε ζεύγος από σιδηροτροχιά συμβολικά υπονοεί την αδυναμία ουσιαστικής κοινωνίας σχέσης. Ωστόσο η αναμονή και η προσδοκία δεν εκλείπει καθώς «Περιμένουμε να περάσουν από πάνω μας/Πολύχρωμα τα βαγόνια και τα αισθήματα». Ήχοι, χρώματα και αισθήματα είναι σε θέση να μεταβάλλουν και να αναδημιουργήσουν τις ράγες όταν χρησιμοποιηθούν για τον σκοπό τον οποίο έγιναν δηλ.τη διέλευση τραίνων γεμάτων από χαρούμενες φωνές ανθρώπων που ταξιδεύουν και έτσι να ενταχθούν και οι ράγες στη ζωή αλλιώς παραμένουν «Δυο σκιές άηχες/Ακίνητες στεκόμαστε για πάντα/Άσαρκες ακούγοντας νότες» καταλήγει το ποίημα.
Ενταγμένοι οι άνθρωποι σε ιστορικο-κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα ως πύκνωμα, συστάδα θάμνων, λόγω της κοινής πορείας αλλά και μοναχικές ιδιαίτερες προσωπικότητες ενωμένες με τη γη αλλά και με το φως του ήλιου πορευόμαστε «ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΛΟΧΜΕΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ» έχοντας τη σιωπή των πνευστών «Άλλοθι και καταφύγιο μαζί η σιωπή των πνευστών» υπονοώντας ίσως τον έρωτα, καθώς η δυναμική του εκφράζεται πολλές φορές με λέξεις ανείπωτες που εμπεριέχονται και διαποτίζουν αισθησιακά τη σιωπή. Ως Βαρδάρης ο έρωτας πνέει με μεγάλες ταχύτητες, επιφέρει απότομες και ακραίες αλλαγές θερμοκρασίας, παρασέρνει με βιαιότητα ότι συναντήσει στο πέρασμά του καταφέρνοντας να αναμορφώσει το θνησιγενές σε ερωτόβιο, όντας ανατρεπτικός και αναγεννησιακός:«Έξω ο Βαρδάρης σαρώνει ανθρώπους, πάθη και αισθήματα/ Το θνησιγενές μετατρέποντας σε ερωτόβιο».
Η ποιητική τούτη συλλογή τελειώνει με τετράστιχα από παλιές συλλογές όπου με αφαιρετικό, περιεκτικό, φιλοσοφικό στοχασμό,συμπλέκονται με το υπαρκτό και το ανεκπλήρωτο προσδοκίες, απογοητεύσεις, αισθήματα και έρωτας.
Έστω όμως κι αν ο τίτλος του τελευταίου ποιήματος αναγράφεται «ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ» με έκδηλη και διάχυτη την απογοήτευση ωστόσο από τον πρώτο κιόλας στίχο καταφαίνεται η συνεχής και αγωνιώδη προσπάθεια του ανθρώπου να ξεπεραστεί ο φράχτης και ο θάνατος που περιορίζει κάθε έννοια ελευθερίας και με τη θέρμη της φωτιάς εκεί που φαινομενικά η ζωή φθάνει σε τέλμα η ποίηση να ανατρέπει κάθε τέλος σε απαρχή.