Στο σχολείο αυτό δίδασκαν δυο ποιητές, ο Οδυσσέας και ο Μαθιός, που καθόλου δε μιλιόντουσαν. Μια μέρα ο Μαθιός πήγε κι έπιασε το διευθυντή και του είπε:

Κύριε Διευθυντά, έχω να αναφέρω πως ο Οδυσσέας έγραψε ένα στίχο που λέει:

«Άξιον εστί του αιδοίου το μενεξεδένιο αλάτι».

«Αίσχος!», αναφώνησε ο διευθυντής. «Φωνάξτε μου τον Οδυσσέα».

«Οδυσσέα, απολύεσαι!», ανακοίνωσε ο διευθυντής στον αμαρτωλό. «Γιατί;», ρώτησε εκείνος. «Διότι τέτοιοι στίχοι», είπε ο διευθυντής, «δε στέκουν εις τα χείλη των καθηγητών».

«Εσάς, κύριε διευθυντά, ποιος σας είπε ότι έγραψα αυτό το στίχο;», ρώτησε ο Οδυσσέας.

«Ο Μαθιός», απάντησε ο διευθυντής.

«Το γνωρίζετε, κύριε διευθυντά, ότι ο Μαθιός έχει γράψει το ακόλουθο ποίημα;», ρώτησε ο Οδυσσέας.

Ήτανε μια κοπέλα στο Κουμπάγκο
που ήταν χωμένη κάτω απ’ έναν πάγκο·
σαν της εδείχναν ψωλή
έβγαζε την κεφαλή
και την πιπίλα˙ σαν της δίναν ένα φράγκο.

«Φυσικά και το γνωρίζω», απάντησε ο διευθυντής.

«Θα τον απολύσετε, λοιπόν, και αυτόν;».

«Όχι, βέβαια», αποκρίθηκε ο δίκαιος, «ο Μαθιός αυτά τα έγραψε με ψευδώνυμο».

Τοιουτοτρόπως απελύθη ο Οδυσσεύς, αποχωρώντας ανακουφισμένος που στην πραγματικότητα τέτοια σχολεία δεν υπάρχουν.

******

*Η παραπάνω ιστορία είναι φανταστική, μόνον ο στίχος και το ποίημα αληθεύουν. Ο στίχος, από το «Άξιον εστί» του Οδυσσέα Ελύτη και το ποίημα, από τα «Εντεψίζικα» του Γιώργου Σεφέρη.