
Φασματικοί κυματισμοί
Ο μηνίσκος της
το ακρωτήρι των μηρών της
σε φως όλο περιγελάσματα
καθώς κατέβαινε τη σκάλα
πρόβαλλε το χνούδι της σελήνης της
βρώσιμο όνειρο
όπως οι βότρεις στην κληματαριά
που λαμπυρίζουνε στο αυγουστιάτικο
καταμεσήμερο.
Πανάκι αερικό
ιστίο πρόσφορο
το λίγο γέλιο της μέσα σε κύμα
μ΄αιχμαλώτιζε.
Και να ΄ναι καλοκαίρι άναρθρο
κατάμεστο νηοπομπές οσμών
του παραδείσου.
Κι εμέ να με ξανοίγει αμέριμνο
πότε στις ξέρες τις μοναχικές, τις φάσγανες
και πότε μες σε παραζάλη ερωτική
στου παραδείσου τα κηπευτικά.
Μέντα, βασιλικός και μελισσόχορτο
κάθε απλωσιά της αμασχάλης της
και μες στα κρύα τα νερά που ρέουν
απ’ τα στήθη της
ωσάν τη Ναυσικά να μου πετάει το τόπι της.
Και να ΄μαι εγώ μαγνάδι του κορμιού της ανεξίτηλο
κι αυτή η πρώτη αμαρτία μου η χειρουβική.
***
Φίλοι και δικοί
Στον Απ.
Τους φίλους πιάνω και θυμάμαι
τους παλιούς
Καθώς μες στη Νοτιά μουσκεύουν
τ΄απογεύματα
Φίλους που στέκουνε μετέωροι
Σε ξεχασμένες κίτρινες φωτογραφίες
Και φίλους που η φωνή τους
Ζωντανή
Στ΄αυτιά σου περιφέρεται μ΄ατόφια
Ηδονή.
Φίλοι που έφυγαν με τρένα
Μέσα στη νύχτα, στο σκοτάδι
Φίλοι που σε καπνούς και σε ποτά
Χόρεψαν με το θάνατο αγκαλιά
και τον νικήσαν.
Φίλοι που μεθυσμένοι απ΄όνειρο
Συνέχισαν τον ύπνο της χαράς και
Φίλοι που την ελπίδα φίλησαν στο στόμα
κι αγιάσαν.
Γι΄αυτούς τον ήλιο
δεν εγύρεψα μια στάλα
μια τούφα φως δεν έφερα
στη σκοτεινή τους κάμαρα
και που των αηδονιών τα τρυφερά τραγούδια
δεν έσπασαν
τη θλίψη των ματιών τους.
Μονάχα λίγα λόγια ψίχουλα
Σαν γέλια περασμένα και αμέριμνα
Έσπειρα στου αγαπημένου του
λειμώνα τους την ησυχία
Κι είχα και την ψευδαίσθηση
Ίσως ως άλλοθι
Ίσως και σαν χαρά
Πως σπίθιζε μες στην ψυχή τους
κάποια φλόγα.
Τότε που μίσευαν με το παράπονο
Στο πρόσωπο
Και με τη σκοτεινιά
Κάτοικοι μόνιμοι σ΄ωραία άλμπουμς
Και φωτογραφίες.
**
Άνεμος – Αέρας
Ένας αέρας φύσηξε
απ΄την Ανατολή
και μου ΄στειλε αρώματα
και τ΄όνομά σου.
Σαν οπτασία σε ζητώ
μες στις σκιές των πεύκων
καθώς μου ψιθυρίζουνε
την αλμυρά φωνή σου.
Ξένα τοπία, μυστικά
τα χέρια ζωγραφίζουν,
χάνεται η θάλασσα θαρρώ
μέσ΄από τα μαλλιά σου
κι αναζητώ το παρελθόν
στους ήχους των κυμάτων.
Μέρα που χύθηκε σαν κρόκος
δεν βλάστησε το παραμύθι˙
Μ΄ακέρια δάχτυλα φυλλομετρώ
ένα αλφαβητάρι πλάνο και
ψάχνω χάρτες ναυτικούς
σε μυστικά ταξίδια
με κόκκους αρμυρού νερού
γοργόνες να χαράξω.
Στο δάσος κρύβεται – τώρα πια –
η φωτεινή σιωπή σου
χάθηκαν όλα τα μεσημέρι
της υπομονής˙ το χάδι μου ΄μεινε της συννεφιάς
και το πικρό βλεφάρισμα του Ζέφυρου.
Μ΄έναν αέρα ψήλωσε ο νους,
μ΄ένα αεράκι κύλησε το παράπονο,
μ΄ανέμους έσβησα τις περασμένες μου θολές εικόνες.
**
Ακαριαία