Ήρθε εκείνη η ώρα η βραδινή
όταν οι άνθρωποι κάθονται στην αυλές,
λικνίζονται απαλά και μιλάνε απαλά
παρατηρώντας το δρόμο
και τα δέντρα που ορθώνονται ως το όριο
της γης που τους ανήκει,
τα κρεμαστά καταφύγια των πουλιών, τα υπόστεγα.
Οι άνθρωποι περνούν· τα πράγματα περνούν.
Ένα άλογο, σέρνοντας έν’ αμαξάκι.
Σπάζοντας πάνω στην άσφαλτο
την κούφια του μουσική, σαν από σίδερο.
Ένα θορυβώδες αμάξι· ένα ήσυχο αμάξι.
Κόσμος, δυό-δυό, δεν βιάζονται,
μαλώνουν, μοιράζουν το βάρος πότε δω -πότε κει
στο καλοκαιρινό τους σώμα,
μιλώντας χαλαρά,
επάνω τους αιωρείται η μυρωδιά απο βανίλλια,
φράουλα, χαρτόνι και κρέμα,
πάνω εικόνες: εραστές και καβαλάρηδες
κι ανάμεσα κλόουν σ’ άχρωμο κεχριμπάρι.
Ένα τραμ υψώνει το σιδερένιο μουγκρητό του·
σταματά·
κουδουνίζει και ξεκινάει μ’ αγκομαχητό·
υψώνοντας πάλι και πάλι
την αυξανόμενη σιδερένια του γκρίνια
και ρέουν τα χρυσά του παράθυρα και τα ψάθινα καθίσματα
κι είν’ παρελθόν και παρελθόν και παρελθόν,
η ζοφερή σπίθα που τρίζει και βρίζει από πάνω
σαν μικρό κακόηθες πνεύμα
βαλμένο ν’ ακολουθεί τις ράγες του·
Ο σιδερένιος του γόος αυξάνεται με την ταχύτητα·
κι όλο ανεβαίνει, σβήνει, ξεψυχάει, σταματά·
το οξύ καμπανάκι αργοσβήνει,
ηχεί πάλι, ακόμα πιο απόμακρο,
υψώνεται, υψώθηκε, αχνό, ξεχνιέται·
ξεχάστηκε.
Όλη η νύχτα τώρα μια γαλάζια δροσιά.
Ο πατέρας μου έχει καταβρέξει,
έχει τυλίξει το λάστιχο
χαμηλά πάνω στο γρασίδι,
μια εύθραυστη φωτιά που αναπνέει…
Οι γονείς στις αυλές:
στις πολυθρόνες τους
κουνιούνται και κουνιούνται.
Από υγρές χορδές κρεμούνε τα χωνάκια
τα αρχαία τους πρόσωπα.
Ο ξερός κι έντονος θόρυβος των ακρίδων παντού
στον αέρα μαγεύει αμέσως το αυτί μου.
Στο τραχύ υγρό γρασίδι
της πίσω αυλής
η μητέρα μου κι ο πατέρας μου άπλωσαν στρωσίδια.
Ξαπλώνουμε όλοι εκεί, μάνα, πατέρας, θείος και θεία,
κι εγώ εκεί ‘μαι ξαπλωμένος.
Δε μιλούν πολύ· κι η κουβέντα είναι χαμηλή
για τίποτα συγκεκριμένο,
τίποτα απολύτως.
Τ’ αστέρια απλώνονται ζωηρά,
φαντάζει το καθένα σα χαμόγελο
απέραντης γλύκας,
και φαίνονται πολύ κοντά.
Όλοι οι δικοί μου έχουν πιο μεγάλα σώματα από μένα,
με φωνές απαλές και ακαταλαβίστικες,
σαν τις φωνές κοιμισμένων πουλιών.
Ένας τους είναι καλλιτέχνης, μένει στο σπίτι.
Η άλλη είναι μουσικός, μένει στο σπίτι.
Ο ένας είναι ο πατέρας μου, που’ναι καλός μαζί μου.
Η άλλη η μητέρα μου, που’ναι καλή μαζί μου.
Κατά τύχη, όλοι τους είναι εδώ,
σ’ αυτήν πάνω τη γη.
Και ποιος θα πει ποτέ τη θλίψη
του να’σαι σ’αυτήν εδώ τη γη, ξαπλωμένος, στα στρωσίδια,
στο γρασίδι,
ανάμεσα στους ήχους της νύχτας.
Ας φυλάει ο Θεός τους δικούς μου,
τον θείο, την θεία, τη μητέρα μου, τον καλό μου πατέρα
αχ, ας τους θυμηθεί με καλωσύνη στη δύσκολη τους ώρα,
και την ώρα που θα πρέπει να τους πάρει.
Μετά από λίγο
με’χουν κουβαλήσει μέσα,
με ‘βάλαν στο κρεβάτι.
Ο ύπνος, απαλός, χαμογελαστός
με τραβάει κοντά του:
Και εκείνοι με δέχονται,
που σιωπηλά μ’ αποδέχονται,
σα γνωστό και πολυαγαπημένο σ’αυτό το σπιτικό·
Αλλά δε θα πουν, αχ, δε θα πουν,
ούτε τώρα, ούτε ποτέ,
δε θα μου πουν ποτέ ποιός είμαι.
*******************************
Ο Τζέημς Έϊτζι (1909-1955) ξεκίνησε την δεκατία του 1930 σαν ποιητής, με ποιήματα μακροσκελή και ποικιλία μορφών απ’ το σονέτο στο πεζοτράγουδο. Αργότερα έγινε γνωστός σαν σεναριογράφος και κριτικός κινηματογράφου. Λίγο πριν πεθάνει έγραψε ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, όπου εξιστορεί τον θάνατο του πατέρα του από ατύχημα, όταν εκείνος ήταν 6 χρονών: το “A Death in the Family” εκδόθηκε μετά το θανατό του και βραβεύτηκε με το Πούλιτζερ το 1958, με το πεζό ποίημα “Knoxville: Summer of 1915” (γραμμένο το 1938) σαν πρόλογο. Παρουσιάζει μια μάλλον εξιδανικευμένη και ειδυλλιακή παιδική ηλικία στον Νότο, με τα μάτια ενός παιδιού, όπου όμως πέφτει βαριά η προαίσθηση του τέλους. Αυτό εξισορροπεί και την τυπικά Αμερικάνικη ‘αθώα’ συναισθηματικότητα του στιλ, όπου η μουσικότητα και οι απανωτές παρηχήσεις παίρνουν το προβάδισμα: το απόσπασμα μελοποιήθηκε από τον Samuel Barber το 1947.