Η Νατάσα Βαρελά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979, όπου ζει και εργάζεται έως σήμερα. Αυτή είναι πρώτη της ποιητική συλλογή ενώ έχει δημοσιεύσει ποιήματά της στο τριμηνιαίο περιοδικό «Τα Ποιητικά» και στο «Fractal». Η συγγραφέας μιλάει στο Ποιείν για τη νέα της ποιητική συλλογή με τίτλο « Το σκιάχτρο και άλλες μορφές» που κυκλοφορεί στη σειρά  «Τα Ποιητικά» των εκδόσεων Γκοβόστη.

 

Γ.Χ: Μιλήστε μας για τον τίτλο της ποιητικής σας συλλογής «Το σκιάχτρο και άλλες μορφές» και τη σημασία του.

Ν.Β: Ο τίτλος επιχειρεί να δώσει ένα στίγμα, τις φαντασιακές δηλαδή μορφές που θα συναντήσει κανείς και οι οποίες ευελπιστούν ως όντα να ταυτιστούν με την πραγματικότητα ή να εκπροσωπήσουν μια αναδυόμενη προσδοκία.  Συμπληρώνονταςκαι εικαστικά το βιβλίο με τα σχέδια του Θ. Πρίντσιπα– που μου έκανε την τιμή να μου χαρίσει, εμπλουτίζοντας το αισθητικό αποτέλεσμα – παρατηρεί κανείς πως οι μορφές αυτές έχουν τη δυνατότητα να αναπλάθονται και να επιζούν ως σύμβολα εκτός των κειμένων. Εξειδικεύονται δηλαδή, αλληλοεπιδρώντας με την ατομική φαντασία και εμπειρία του αναγνώστη. Το ιδανικό λοιπόν θα ήταν να λειτουργήσουν αυτές οι μορφές, εσωτερικά, με ξεχωριστό τρόπο για κάθε ιδιοσυγκρασία και ως εικονοποιημένα αντικείμενα να ακουμπήσουν στις πτυχές των ανθρώπων που θα θελήσουν να τα προσεγγίσουν.

 

Γ.Χ: Στο ποίημα σας «Ο παλαιός Καθρέφτης» αναφέρεστε στις άδειες νύχτες :

[..]Κι από το παράθυρο έβλεπα αντί για θέα έναν καθρέφτη 

 και μέσα του έναν ολόκληρο κόσμο στα θαμπά του σημεία παραμορφωμένο  

και κάπου έμοιαζαν όλα να χωρούν στη σπιθαμή 

 και κάπου δεν χωρούσε τίποτα 

 Τα πρωινά μας γίνονται δύσκολα    

 κ τότε οι νύχτες ήταν ακόμα πιο άδειες  

 και αναρωτιόμουν πως ήταν δυνατόν  

 χωρίς καμία ενοχή   

να αφήνω τον αέρα   

να περνάει ανάμεσα από τα δάχτυλα μου 

Γιατί οι άνθρωποι φοβούνται να αλλάξουν τις ζωές τους, αδρανούν και δεν αντιδρούν αφήνοντας τον χρόνο να περνά ανάμεσα από τα δάχτυλα τους; 

Ν.Β: Για διάφορους λόγους. Πολλές φορές, οι άνθρωποι κουβαλάνε όλα τα τραύματα της εξέλιξης, που ρέει ασταμάτητα μέσα στο χρόνο και πολλές φορές δεν προλαβαίνει το ίδιο το υποκείμενο να αφομοιώσει αυτήν την εξέλιξη. Έρχεται όμως για τους περισσότερους μια στιγμή που ο χρόνος αποτελεί ασυνεχή στίγματα σε έναν χωροχρονικό διάγραμμα και τότε δε βγάζει νόημα όλο αυτό. Καλείσαι λοιπόν να εξετάσεις τη μετάβαση σου από το ένα σημείο στο άλλο και όπως φαντάζεστε θα πρέπει να διατρέξεις με κάποιον τρόπο τη νοητή γραμμή ένωσής τους με σκοπό να βρεις την κατεύθυνση της προέκτασης αυτής της τάσης που έχει διαμορφωθεί και ενδεχομένως να την αλλάξεις. Στην αποτυχία εντέλει της μετάβασης, ακινητοποιείσαι ή εγκλωβίζεσαι. Επιπλέον σε μια πιο απλή εκδοχή, είναι και θέμα εκπαίδευσης, είναι δύσκολο κανείς να ξυπνήσει μια μέρα και να αλλάξει τα πάντα.  

 

Γ.Χ: «Στις  Τέσσερις γωνίες» παρουσιάζετε  τη σύγχρονη πραγματικότητα ,τη μοναξιά που νιώθει ο άνθρωπος και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες του

Έγδυσα ένα δωμάτιο και κρέμασα στις τέσσερις γωνίες τη μοναξιά μου  

τον θεό μου το στήθος μου και τον θάνατο μου  

ήθελα να ανοίξω επιτέλους εκείνο το παλαιωμένο βαρέλι με το κρασί που φυλάγαμε γενιές τώρα για μια ένδοξη στιγμή  

 που όμως μέχρι σήμερα δεν ήρθε κι έτσι σκέφτηκα πως αν έβρεχα με εκείνο τα πολύτιμα υπάρχοντά μου να ήταν κάτι αξιοθαύμαστο [..] μα έπρεπε οπωσδήποτε να κάνω κάτι μεγαλειώδες[..] 

Είναι επιτακτική η ανάγκη να κάνει κάτι μεγαλειώδες για την ψυχή του, για την ευτυχία του;

Ν.Β: Νιώθω πως ναι, όμως μη φαντάζεστε ως μεγαλειώδη πράξη κάτι ευφάνταστο ή υλικό. Το να απεκδυθεί κανείς των ιδιοτήτων της μικρότητας του που εγγενώς όλοι μας κουβαλάμε είναι από μόνο του μεγαλειώδες. Πρόκειται λοιπόν για έναν εσωτερικό αγώνα που όταν κερδίζεται σε ανατείνει. Από την άλλη είναι και οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες, οι διαδρομές που φανταστήκαμε ή αυτές που δεν αντιληφθήκαμε ότι έπρεπε να έχουμε κάνει παρά μόνο όταν έχει χαθεί η ευκαιρία, δηλαδή ο χρόνος.Άρα μεγαλειώδης πράξη είναι και η πίστη στον εαυτό μας και στις διαδρομές που ονειρευόμαστε.

 

 

Γ.Χ: «Στα ποιήματα μου» περιγράφετε ρεαλιστικά τον σκοπό της ποίησης  καθώς και την ανάγκη του ποιητή να εκφραστεί μέσα από αυτήν:Αν ποτέ γινόμουν ποιήτρια θα ήθελα να μιλώ για τα μαλλιά μου και τη μοναξιά μου με λόγια μακρινά  κι αν γινόμουν ποιήτρια θα ήθελα να με τραγουδάς και οι σελίδες μου ν’ αναβλύζουν μυρωδιές από κλειστά μπαούλα και βρεμένο χώμα και να φύτρωνε ένα αγκάθι στους στίχους μου να το ακουμπούσες και να πόναγες γιατί αν γινόμουν ποιήτρια θα έγραφα ουρλιαχτά και λέξεις θα ήταν τα μάτια μου.

Τελικά, κυρία, Βαρελά είναι επιτακτική η ανάγκη να μιλήσει ο ποιητής για τη μοναξιά του; Για τη μοναξιά όλων μας; Να βγάλει ότι έχει μέσα του  και οι φωνές του να γίνουν ουρλιαχτά;

Ν.Β: Δε νομίζω ότι ο ποιητής απαιτείται να μιλήσει για κάτι οπωσδήποτε. Όμως ο κάθε ποιητής τελικά εκτείνει σε ομόκεντρους κύκλους τον πυρήνα του, τα κεντρικά θέματα της γραφής του με την ελπίδα να συναντηθεί στις τομές τους με άλλους. Για εμένα η μοναξιά αλλά και η μοναχικότητα είναι από τα κεντρικά θέματα που ανακύπτουν στη γραφή και στη σκέψη μου. Θεωρώ επίσης, απαραίτητη τη σιωπή και την απόσυρση ως συνθήκη προκειμένου να αναδυθεί το ποιητικό υλικό.

 

Γ.Χ: Να σταθούμε στο  ποίημα σας «Το σκιάχτρο»:

Ήταν το σκιάχτρο που είχα βιδώσει στο πεζοδρόμιο για να διώχνει όλους τους οιωνούς καλούς ή κακούς από τη ζωή μου που την επιθυμούσα κενή  

κουράστηκε είπε και ήθελε λίγο χώρο δίπλα μου αλλά εγώ φοβόμουν τα άδεια μάτια του την αχυρένια καρδιά του γιατί έμοιαζε με τα όνειρα μου κι έτσι ανοιχτή  που ήταν η πόρτα και αφύλαχτο το σπίτι μου δεν είχα καμία αμφιβολία πώς θα με κατέκλυζε η ορμή του[..] 

Τι συμβολίζει; Γιατί πιστεύετε ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να  ξορκίζουν το κακό;

Ν.Β: Το σκιάχτρο είναι ένα σύμβολο. Είναι άσχημο, φοβίζει, έχει το περίγραμμα ενός ανθρώπου αλλά δεν είναι, είναι μοναχικό και στέκει συνήθως στη μέση μιας έκτασης που θέλει να καρποφορήσει. Μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να είναι φοβισμένο; Μπορεί να θέλει να μεταμορφωθεί και να απαλλαγεί από τα σύμβολα που του έχουμε προσδώσει;   Θεωρώ πως σήμερα αν κοιτάξουμε γύρω μας και οι πιο γενναίοι κοιτάξουν μέσα τους, πιο πολύ από ποτέ «ξορκίζουμε» διάφορες καταστάσεις αναλαμβάνοντας ρόλους καθημερινά, μεταμορφωνόμαστε για να υπηρετήσουμε διάφορους σκοπούς δικούς μας ή άλλων, συνειδητά ή ασυνείδητα καταναλώνοντας πολύ χρόνο και ενέργεια.  

 

Γ.Χ: Στο ποίημα «Ο χρόνος που (δεν) κυλάει» αποδίδετε αριστοτεχνικά τον έρωτα:

Είναι σημαδεμένο το πρόσωπό μου κι έχει την αστραπή της χθεσινής μπόρας στο διαβρωμένο χώμα δύο τρύπες -τα μάτια μου κι ένα ποτάμι που ρέει από το στόμα ψιθυρίζοντας:  

Να γίνεις δικός μου πριν φύγεις  

να με αγγίξεις τη νύχτα που κοιμάμαι  

να φυσήξεις ανάμεσα στους μηρούς μου  

να σπείρεις την πνοή σου ανάμεσα μου   

εγώ να γεννώ ανάσες  

Είναι σημαδεμένο το πρόσωπό μου τα δυο μου πόδια ο χρόνος και με τα δυο τα στήθη μου τα μυτερά καρφώνω την ψυχή σου. 

Ποιος ο ρόλος του έρωτα στη ζωή και στην ποίηση; 

Ν.Β:Ο έρωτας είναι συνυφασμένος με τη ζωή έτσι κι αλλιώς, και δε θα μπορούσε να λείπει από τις τέχνες και πόσο μάλλον από την ποίηση αφού πρόκειται για ένα νομιμοποιημένο παραλογισμό, ο μόνος που μπορεί να άρει τη ματαιότητα της ζωής γιατί ως συναίσθημα μπορεί να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη.  

 

Γ.Χ.: Χάνουμε την αίσθηση του χρόνου όταν είμαστε ερωτευμένοι  και όταν στερούμαστε τον έρωτα δεν κυλάει ο χρόνος»;

Ν.Β: Νομίζω πως ναι. Ο χρόνος συστέλλεται και διαστέλλεται μονίμως γιατί αποτελεί μια αίσθηση της πραγματικότητας δεν είναι πραγματικότητα.  

 

Γ.Χ.:  Τι σημαίνει η ποίηση για εσάς; 

Ν.Β:Η ποίηση είναι μια λανθάνουσα πραγματικότητα. Έχει τις ρίζες της στην παιδική ηλικία, στα όνειρα στη φαντασία και αποτελεί έναν εκ νέου τρόπο ανακάλυψης / αποκάλυψης των πάντων γύρω μας, όπως κάποτε ως παιδιά παίζαμε ρόλους με την απόλυτη βεβαιότητα πως η πράξη μας ήταν πραγματική και την τελούσαμε μεαπόλυτη σοβαρότητα. Δανειζόμενη τους τελευταίους στίχους από ένα ποίημα του ποιητή Γ. Μπλάνα υπό τον τίτλο «Το ποίημα δεν είναι», «Είναι το φάντασμα ενός αγέννητου παιδιού, που γράφει στους τοίχους λέξεις που δεν έμαθε ποτέ». 

 

Γ.Χ.: Ποιο ποίημα ξεχωρίζετε από την ποιητική σας συλλογή;

Ν.Β: Νομίζω πως δε μπορώ να επιλέξω κάποιο από τα ποιήματα σαν πιο αγαπημένο, υπάρχουν όμως διάσπαρτοι στίχοι εντός του βιβλίου που συνθέτουν ένα άλλο ποίημα, ανείπωτο. Αυτό το ποίημα αγαπώ πιο πολύ.