To να αφιερώνεις μια ποιητική συλλογή σε πρόσωπα που δεν σε αγάπησαν αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εισαγωγή για να αναδείξεις την «υπαρξιακή σου μεγαθυμία» και ειδικότερα τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεσαι ποιητικά την ανθρωπολογία των σχέσεων. Ο καθηγητής Γιάννης Πανούσης με την πρόσφατη ποιητική συλλογή του «Το πλοίο δεν έπιασε λιμάνι»(Εκδόσεις Γράφημα, 2022) αυτό ακριβώς επιτυγχάνει: να αναδείξει δημιουργικά έναν ιδιαίτερο, αιρετικό, μοναχικό και μοναδικό τρόπο πρόσληψης, θέασης, ερμηνείας αλλά και κατανόησης της σχέσης του υποκειμένου με το υπαρξιακό του σύμπαν μέσα από μιας εξόχως ποιητική εξομολόγηση βιωμάτων, αισθημάτων, καταστάσεων και εμπειριών.

Έχω την αίσθηση πως ο ποιητής στη συλλογή αυτή ως «ένας ανίατος πολυτραυματίας της πρώτης ματιάς» αποκαθιστά τη σχέση του με ένα «ιατρικό απόρρητο» που για δεκαετίες κρατούσε κρυμμένο βαθιά στον εσώτερο ποιητικό του βίο. Επιχειρεί ουσιαστικά μια ποιητική πράξη συμφιλίωσης με ένα διαχρονικό τραύμα «έρωτα και θανάτου» που συνδέεται με μια αέναη εναλλαγή αλλά και σύγκρουση «ταυτοτήτων» οι οποίες αναπτύσσονται στη διάρκεια μιας περιεκτικής και πολυκύμαντης προσωπικής μυθολογίας. Ηττημένος ή νικημένος, δεν έχει απολύτως καμία σημασία. Παρόλο που το ποίημα «Εις εμαυτόν» σκιαγραφεί ευθέως την ακολουθία μιας, εκ πρώτης όψεως, προσωπικής ματαίωσης, η παραδοχή αυτή δεν συνιστά ούτε απολογητική στάση, ούτε μόνιμη συνθήκη με τελεολογικά χαρακτηριστικά.

Ως γονιός/ ως σύζυγος/ ακόμα κι ως εραστής/ ως επιστήμονας/ ως επαγγελματίας/ ακόμα κι ως αριστερός/(…) Ηττημένος απ΄τη μοίρα/ την ώρα της γέννας»

Η ποίηση του Γ.Π. δεν είναι έγκλειστη και στατική. Αντίθετα, παραπέμπει σε μια διαρκή κίνηση, σε μια ενεργητική περιπλάνησηανάμεσα στο «τυχαίο»και τη νομοτέλεια των καταναγκασμών που η ίδια η πραγματικότητα επιβάλλει. Παρόλο δηλαδή που στην ενόραση του ποιητή η ζωή ενέχει συμβιβασμούς, δεσμεύσεις και αλλεπάλληλες ματαιώσεις, στο πυρηνικό της βάθος μοιάζει με «ρώσικη ρουλέτα» αφού το «τυχαίο»εμφανίζεται να εγκυμονεί πάντα τη γοητεία μιας περιπέτειας προς ένα άγνωστο ταξίδι για προορισμούς που ενδεχομένως δεν θα καταστούν ποτέ εφικτοί.

Στη δική μου ανάγνωση και ερμηνευτική ακροβασία, η ποίηση του καθηγητή Γιάννη Πανούση διαπνέεται από την πολύτιμη μελαγχολική αύρα μιας ευγενικής ματιάς πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, μιας ματιάς που εστιάζει σε μικρούς απολογισμούς,σε ένδοξες ματαιώσεις, σε συντροφικά μαχαιρώματα και υπαρξιακές λαβωματιές, σε φευγαλέες συναντήσεις με προηγούμενες ζωές που είτε χάθηκαν είτε ξέφτισαν στην σκουριά του χρόνου, σε νοσταλγικές μνήμες από έρωτες, αγάπες και φιλίες παλιές. Πρόκειται για όλους εκείνους τους «κρυφούς δαίμονες» μιας ολόκληρης ζωής που φωλιάζοντας στα ποιήματα θα ψάχνουν μάταια έναν μικρό παράδεισο δικαίωσης μέσα στο έρεβοςτου χρόνου και της λήθης. Στο βάθος όμως αυτής της ποιητικής περιπέτειας ορθώνεται ένα κρίσιμο ερώτημα:  «Τί γίνονται τα ποιήματα όταν πεθάνει ο ποιητής;» Ο ποιητής γνωρίζοντας το ερμηνευτικό χάος των συμβολισμών, τη μορφολογική και υφολογική«βαβέλ»των σημαινόντων και των σημαινομένων, την τυραννία των λέξεων και των ερμηνειών τους προτάσσει ευθέως την…«πυρά της λήθης». Μάταια όμως, γιατί τίποτα δεν πρόκειται να σβηστεί από τον αρχέγονο χάρτη της ανθρώπινης μοίρας αλλά ούτε και από τον παγκόσμιο καμβά του ανθρώπινου δράματος. Οι λέξεις, οι εικόνες, τα σύμβολα, οι αναπαραστάσεις, οι εμπειρίες και βιώματα, τα τραύματα και οι «βιογραφικές ρωγμές», τα φανερά και τα ανείπωτα κάθε μυθολογίαςθα βρίσκουν πάντα τρόπο να παραμένουν ανεξίτηλα στον «σκληρό δίσκο» μιας συλλογικής μνήμης που διαγενεακάθα μεταβιβάζεται και θα κληροδοτείται με «ειδολογικούς όρους» στη γλώσσα, στην επικοινωνία, στην τέχνη, στις κοινωνικές και πολιτισμικές μας πρακτικές. Υπό την έννοια αυτή, η ποίηση του Γ.Π. λειτουργεί σαν ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο «παρελθόν του παρελθόντος» και το «μέλλον του μέλλοντος» αφού σε όλο της το εύρος αντιμετωπίζει το ζήτημα του χρόνου διασταλτικά προσφέροντας στον αναγνώστη μια απολαυστική διανοητική εμπειρία σε ένα κυριολεκτικά «άχρονο παρόν». Πρόκειται για ποίηση που μάς παραπέμπει σε ένα λυγμικό απόσταγμα βιωμάτων, εμπειριών,αναμνήσεων, ματαιώσεων, αποχωρισμών, αισθημάτων και απολογισμών μιας πυκνής ζωής με πολλά ξενύχτια αλλά και πολλά μεροκάματα στην αναζήτηση ενός «ελεύθερου εαυτού» χωρίς όρουςκαι συμβατικούς ετεροπροσδιορισμούς, μακριά από μικρόψυχα όρια και «τακτοποιημένους λογαριασμούς». Στην ποίησή του όλα είναι ανοικτά και σε κίνηση αφού η σοφία μιας ζωής γεμάτη εγκόσμιες εμπειρίες, γνήσια αισθήματα αλλά και πολλές «βιογραφικές ρωγμές», θα συνιστά την πυξίδα μιας πλοήγησης που θα συνεχίζεται εσαεί.

Στο πρώτο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Η πίσω πόρτα» είναι χαρακτηριστική η αιρετική η ενόραση του ποιητή αφού πίσω από τις προσόψεις και τις κεντρικές εισόδους αναζητά την αλήθεια και την ουσία της ύπαρξης.

«Η πίσω πόρτα»

(…)

Απ΄αυτήν βγαίνουν τη νύχτα

οι κρυφές επιθυμίες των ενοίκων,

που σεργιανάνε σε άγνωστους  δρόμους

 φορώντας παλιοκαιρισμένα ρούχα

 για να συναντήσουν ελεύθερα τον πραγματικό τους εαυτό

 χωρίς όρους και όρια.

 

Εκεί ακριβώς είναι που ο ποιητής με το δικό του αιρετικό τρόπο μάς προτρέπει ουσιαστικά να ανοίξουμε την «πίσω πόρτα» των ποιημάτων του και να περιηγηθούμε στις ανοικτές λεωφόρους της ύπαρξης αναζητώντας τον αληθινό, τον ελεύθερο, τον πραγματικό μας εαυτό, που όσο θα τον αγνοούμε τόσο θα παραμένει βουβός και άβουλος πίσω από τα προσωπεία των θέσεων, των ρόλων και των ιδιοτήτων μιας θλιβερής ζωής ενός αλλότριου «φαίνεσθαι».

Εν κατακλείδι, η συλλογή ποιημάτων του καθηγητή Γιάννη Πανούση «Το πλοίο δεν έπιασε λιμάνι» συνιστά ένα ώριμο, στέρεο, συναισθηματικά και διανοητικά ισχυρόποιητικό εγχείρημαπου σε κάθε στίχο επιβεβαιώνεται η αλήθεια μιας ιδιαίτερης και αυθεντικής φωνής που παραμένει σε διαρκή εγρήγορση.