Christine Lavant (1915-1973)

Μετάφραση από τα γερμανικά: Θεοδόσης Κοντάκης

 

Ακούω να ’ρχεται βαρύ το φεγγάρι,

ακούω τον ύπνο να πηγαίνει αλαφρύς,

τα μαχαίρια όλα η μνήμη μου ακονίζει

στης θύμησης την πέτρα.

 

Επτά κοράκια αδειάσανε της παπαρούνας την κεφαλή,

στο στεφάνι σέρνετ’ η οχιά·

νωθρή κοιμίζει στης καρδιάς τη φωλιά

το σπόρο της νάρκης.

 

Ιεροπρεπή, χαλυβδωμένα τραγουδούν τα μαχαιράκια:

το φεγγάρι το τροφαντό θενά σφάξουμε,

θα γδάρουμε τ’ αυθάδικο ερπετό

και την καρδιά τη δύστυχη θα καθαρίσουμε.

 

Ακούω να πέφτει βαρύ το φεγγάρι,

ακούω να συρίζει το λιανό ζωντανό,

πέντε πουλιά αντρειωμένα μπολιάζουνε

την καρδιά μες στη μνήμη.

 

*****************

«Έναν κόσμο έχω, κι αυτός ο κόσμος φλέγεται! Κι όπου καίει, εκεί δύναμη γεννιέται. Και η δύναμη τούτη με κατασπαράζει!»

                                                                                                     C.H.

                                                                       

Η Αυστριακή ποιήτρια και πεζογράφος Christine Lavant  υπήρξε μια ιδιαίτερη περίπτωση αποκλεισμένου ανθρώπου, με πρωτότυπη όμως και αξιόλογη  δημιουργική έκφραση. Έζησε όλη τη ζωή της στη γενέτειρά της, την Καρινθία. Λόγω σοβαρών σωματικών και ψυχικών προβλημάτων, έλαβε ελλιπή παιδεία, ζούσε απομονωμένη και βιοποριζόταν με το πλέξιμο, ενώ το 1935 εγκλείστηκε για ένα διάστημα στο ψυχιατρείο. Από την επόμενη δεκαετία, το έργο της άρχισε σταδιακά να αναγνωρίζεται. Πολύ αργότερα, τρία χρόνια πριν από τον θάνατό της, η Lavant έλαβε το Κρατικό Βραβείο της Αυστρίας για τη λογοτεχνία. Η προσφορά της στα γράμματα επανεκτιμάται διαρκώς. Ενδεικτικό είναι ότι πρόσφατα, το 2015, ιδρύθηκε διεθνής Σύνδεσμος για την ποιήτρια, ο οποίος το αμέσως επόμενο έτος θέσπισε και λογοτεχνικό βραβείο που φέρει το όνομά της.

Στα οραματικά ποιήματά της, η αποτύπωση του κλειστού της κόσμου αποκτά διαστάσεις αποκαλυπτικές, καθώς το έντονο μυστικιστικό στοιχείο συνδυάζεται με ιδιόμορφες, τολμηρές εικόνες και νεολογισμούς. Τα ποιήματα που μεταφράζονται εδώ προέρχονται από τη συλλογή Spindel im Mond (Του φεγγαριού τ’ αδράχτι, 1959).

 

Θ. Κ.

 

**************************************************************************

 

 

Alda Merini (1931-2009)

Μετάφραση από τα ιταλικά: Ευαγγελία Πολύμου

 

 

 

Γνώρισα την Ιεριχώ,

είχα κι εγώ τη δική μου Παλαιστίνη,

τα τείχη του φρενοκομείου

ήταν τα τείχη της Ιεριχούς

κι ένας μολυσμένος νερόλακκος

μας είχε βαφτίσει όλους.

Εκεί μέσα ήμασταν Εβραίοι

και οι Φαρισαίοι βρίσκονταν ψηλά

και ήταν κι ο Μεσσίας

σαστισμένος μες στο πλήθος:

ένας τρελός που ούρλιαζε στον Ουρανό

όλη του την αγάπη για τον Θεό.

 

Όλοι εμείς, κοπάδι ασκητών

ήμασταν σαν τα πουλιά

και κάθε τόσο ένα δίχτυ

σκοτεινό μάς φυλάκιζε

μα πορευόμασταν προς τη λειτουργία,

τη λειτουργία τού Κυρίου

και Σωτήρα μας Χριστού.

 

Πλυθήκαμε και θαφτήκαμε,

ευωδιάζαμε λιβάνι.

Και, μετά, όταν αγαπούσαμε

μας έκαναν ηλεκτροσόκ

γιατί, λέγαν, ένας τρελός

δεν μπορεί κανέναν ν’ αγαπήσει.

 

Μα μια μέρα μέσ’ από το μνήμα

αναστήθηκα κι εγώ

και όπως ο Ιησούς κι εγώ

είχα τη δική μου νεκρανάσταση,

όμως δεν ανέβηκα στους ουρανούς

κατέβηκα στην κόλαση

απ’ όπου ξανακοιτάζω έκπληκτη

τα τείχη της αρχαίας Ιεριχούς.

 

********

«Γεννήθηκα προορισμένη να υποφέρω. Ευχόμουν να πεθάνω. Ma η ζωή

ήταν σκληρή: με άφησε να επιβιώσω».

A.M.

 

 

Η Ιταλίδα ποιήτρια Alda Merini γράφει τους πρώτους γνωστούς στίχους της σε ηλικία μόλις δεκαπέντε χρονών, ενώ στα δεκαέξι της εισάγεται για πρώτη φορά, το 1947, στην ψυχιατρική κλινική. Οι σκιές του μυαλού της και οι ψυχικές της μεταπτώσεις θα έβρισκαν απάγκιο στο πάθος της για την ποίηση: Έντονος αισθησιασμός, βαθιά θρησκευτικότητα, ένας θεοσοφικός μυστικισμός, η αποκάλυψη σκοτεινών κι ανήλιαγων πτυχών του νου και της ψυχής, η μοναξιά, η τρέλα και η περιθωριοποίηση είναι τα χαρακτηριστικά που στοιχειοθετούν όλη τη μετέπειτα ποιητική της.

 

Η Μερίνι ήταν μια γυναίκα πληθωρική και προκλητική, που είχε επιλέξει να ζει μοναχικά -σε συνθήκες οι οποίες άγγιζαν τα όρια της ένδειας- στο Μιλάνο, σ’ ένα μικρό διαμέρισμα φορτωμένο παλιά κειμήλια, γάτους, άφιλτρα τσιγάρα και κραγιόν, που ποτέ δεν τα αποχωριζόταν είτε για να βάφει τα χείλη της είτε για να γράφει πάνω στους τοίχους του σπιτιού της στίχους ποιημάτων και αριθμούς τηλεφώνων. Με τις γυμνές της φωτογραφίες να σαρκάζουν από τους τοίχους του διαμερίσματός της, θα κερδίσει το 1993 την ύψιστη τιμητική διάκριση της χώρας της, το Βραβείο Librex-Guggenheim «Montale» για τον ποιητικό τόμο Κενό αγάπης (Vuoto damore, 1991). Το ποίημα Τα Άγια Χώματα που παρουσιάζεται εδώ, συμπεριλαμβάνεται στην ομότιτλη συλλογή (La Terra Santa, 1984), που απαριθμεί 30 ποιήματα άμεσα συνδεδεμένα με την εμπειρία του παρατεταμένου εγκλεισμού της.

 

Ε. Π.