
Μια Κυριακή απόγευμα είχε τα δάχτυλά της στα μαλλιά μου ν’ ανακατεύουν τα χρόνια, να σημειώνουν ανορθόγραφα την αγάπη, να προετοιμάζουν τον οριστικό χωρισμό. Είχαμε χωρίσει τόσες φορές, που ποτέ δεν πιστέψαμε ότι αυτό κάποτε θα τελειώσει. Δικό μου το άχτι παλιό, πράγματι, αλλά και δικό της. Ίσως ήταν και το μόνο που μοιραστήκαμε. Τώρα, όπως έγραψε κι ο μικρός μου αδελφός, η Άννα γυρίζει πάντα αλλά πια δεν επιστρέφει. Τώρα, η ζωή μου δεν έχει πια Κυριακές. Μαμά πιάνει καλά το Δεύτερο Πρόγραμμα στα χώματα;
*
Κανένα χέρι δεν είναι πιο γερό από το δικό σου. Κανείς δεν μπορεί να σε εκφράσει καλύτερα από σένα. Μη φοβάστε να γράφετε αυτά που σκέπτεστε αισθάνεστε παραμιλάτε. Δεν είναι ανάγκη να είστε συγγραφείς, δεν σας το ζητάει κανένας αυτό. Αντίθετα ο εαυτός σας θα νιώσει ένα νέο αεράκι να μπαινοβγαίνει στον οργανισμό του. Κι αν καμιά φορά ταυτίζεστε με όσα γράφει κάποιος άλλος, όλοι το παθαίνουμε αυτό, αν καμιά φορά διαβάζετε κάτι και νιώθετε να τρέχει το δικό σας αίμα γρηγορότερα και ζηλεύετε αυτόν που το έγραψε, ήρθε η ώρα να σας πω την αλήθεια: Δεν βρήκατε εσείς το χέρι που έγραψε για πάρτη σας. Το χέρι βρήκε εσάς. Όλα αυτά τα χέρια δεν έχουν στη συνέχειά τους ολοκληρωμένους ανθρώπους. Αν δεν είναι εντελώς κομμένα είναι ανεπαίσθητα συνδεδεμένα με ζωές κατεστραμμένες και μυαλά που πηγαινοέρχονται απέναντι. Έτσι δίνουν σε εσάς το ασφαλές εισιτήριο της ξαλάφρωσης από ένα δυνατό συναίσθημα, της έκφρασης ενός πόνου χωρίς να πονάτε πραγματικά εκείνη την ώρα, της αποδραματοποιησης μιας κατάστασης που σας ταράζει. Είναι το πουλάκι που μας βλέπει, όπως είπε προηγουμένως με τη φωνή της ηθοποιού Σύρμως Κεκέ ο Θοδωρής Γκόνης για να τραγουδήσει στη συνέχεια την ανάγκη του η κυρία Γιώτα Νέγκα.
*
Ποιαν αμαρτία να’ χω κάνει και μου’ χουν λείψει τα φιλιά, αναρωτιέται ο Γιάννης Ρίτσος, που δεν έκλαψε γι’ αυτά που του πήραν, ερωτικός και γενναίος σε όλη του τη ζωή. Εμείς οι μικροί τω πνεύματι πώς καταλήγουμε στα ίδια ερωτήματα, στις ίδιες ανασφάλειες; Είναι τόσο προβλέψιμες οι στατιστικές των απωλειών στους ερωτικούς πολέμους, που ούτε καν η θλίψη μας δεν είναι πρωτότυπη;
*
Η αθανασία του ανθρώπου είναι η μνήμη του. Η μνήμη που κληρονόμησε και αυτή που θα κληροδοτήσει ο ίδιος στους επόμενους. Αυτό ισχύει και για εμάς τους κοινούς θνητούς. Τι νομίζεις ότι διεκδικούμε κάνοντας τόση φασαρία στη ζωή; Κάποιος να μας θυμάται. Αυτό είναι το γέρας που θέλουμε για τα επί της γης μικρά μας βήματα. Κάποιος να θυμάται τον καπνό που έβγαινε από το στόμα μας και το περίσσευμα καρδιάς που μπορέσαμε να διαθέσουμε σε κάποιον νεότερο. Κάποιος να λέει το όνομά μας και ο ήχος να μην είναι στάχτη αλλά φως.
*
Α δεν θέλω ξενέρωτα πράγματα. Με την Κυριακή συμφωνούμε απόλυτα. Έτσι κι αλλιώς είναι η μέρα των οικογενειακών μας θανάτων. Αλλά τι είναι όλα τα άλλα; Τι εξωφρενικές μετριότητες είναι αυτές; Να με πάρει ο ύπνος στο τιμόνι και θα σκοτωθώ στο ψιλόβροχο; Με καμία Παναγία. Εγώ θέλω έξω φωνή ως το τέλος. Αν είναι να έρθει σε ώρα που οδηγώ -όπως κακή ώρα μου ήρθε πέρσι το ισχαιμικό στο κεφάλι- τότε θέλω μεγαλεία. Μια μετωπική με νταλίκα. Να περάσει από πάνω μου το τρένο καθώς θα διασχίζω παρανόμως την Κωνσταντινουπόλεως. Να μην έχω ανάψει τη μεγάλη σκάλα σ’ εκείνη την απαίσια στροφή μετά τη Βάρκιζα να το πάω όλο ευθεία και να πέσω με 140 στο Σαρωνικό. Μεγαλείο θέλω. Όχι να φύγω από τη γλίτσα της Αμφιθέας. Ξέρω ξέρω κοντεύει η ώρα ν’ αρχίσουν οι μηνύσεις εναντίον μου από όλους τους ποιητές τους στιχουργούς και τους μουσικούς που τους πετσοκόβω εδώ στα μέτρα μου τα οποία κάθε Τετάρτη είναι και διαφορετικά. Μέχρι ν αρχίσουν οι νομικές κυρώσεις το περνάω ντούκου και άντε παιδιά εμείς τη δουλειά μας εδώ.
*
Αυτά είπε η Κατερίνα και εκοιμηθηκε έναν ύπνο από εδώ έως την αιωνιότητα. Μείνανε πίσω της οι Μαρίες αυτού του κόσμου που την πίστεψαν και τα έχουν χαμένα. Θα έρθει καιρός που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονείς; Κακά μαντάτα σου ‘χω Κατερινάκι. Ήρθε ο καιρός που οι γονείς πάνε στον γενετιστή πως τον λένε, και παραγγέλνουν: το θέλουμε αγόρι ξανθό με γκρι μάτια χέρια πιανίστα και με το δείκτη νοημοσύνης του Αϊνστάιν. Και η επιστήμη τους το… φτιάχνει. Αχ μωρέ. Ο καιρός ήρθε πέρασε εφτασε άλλος καιρός σε λίγο θα προσεδαφιστεί νέος καιρός, πώς λένε οι ναυτικοί: έχει καιρό σήμερα ή θα βρούμε καιρό στ’ ανοιχτά; Έτσι ακριβώς. Έρχονται και μας βρίσκουν οι καιροί αναβαθμίζουν το σύστημά μας όποιος δεν έχει γνήσιο λογισμικό αποσυνδέεται από τον σερβερ του σύμπαντος –είδατε τι έγινε στην Αϊτή που ψωνίζουνε μαϊμούδες Windows- και συνεχίζουμε με τη γλώσσα έξω τα δάχτυλα στα πλήκτρα και το μυαλό στην παγοκυψέλη του στο ψυγείο, για -ο μη γένοιτο- μας χρειαστεί καμιά φορά. Κι όπως ΔΕΝ ειπε η Κατερίνα Γώγου: Σημασία έχει να παραμένεις… όμοιος.
*
Πολύ σωστά έχετε ένα φόβο. Ακόμα πιο σωστά σκέφτεστε ότι όλα αυτά θα μείνουν όνειρα -πόθοι ασεβείς λέγονται πια. Ποιος θα σου δώσει πίσω τη ζωή τα χρόνια σου όσα ξέχασες; Δεν εννοούσαν ακριβώς αυτό όταν χρόνια και χρόνια στο σχολειό μας έβαζαν να γράφουμε για την Αποταμίευση κι ο νικητής κέρδιζε έναν κουμπαρά μ’ ένα πεντακοσάρικο μέσα- το νόμισμα ανάλογα με την αξία του στις εποχές. Δεν υπάρχει κουμπαράς ούτε γραφείο απολεσθέντων βίων και αισθημάτων. Αν δεν φροντίσει κανείς μόνος του να καταχωρίσει κάπου τα σημαντικά του είναι καταδικασμένα στην αιώνια λήθη. Αφ ενός γιατί ποιος νοιάστηκε παιδιά για τις αναμνήσεις και τα σώψυχα του άλλου αφ ετέρου εσύ που νοιάζεσαι γιατί είναι δικά σου μεγαλώνεις και οδεύεις προς μιαν ωραία άνοια όπου δεν θα θυμάσαι ούτε το όνομά σου. Γι αυτό φωνάζω έξω τις νύχτες: γράψτε, ζωγραφίστε, τραγουδήστε, μιλήστε, πείτε τα φωναχτά στον άλλον, τους άλλους, όπου έχει ο καθένας. Μεταδώστε την πληροφορία θα έλεγε ένας τεχνοκράτης. Στείλτε σήματα καπνού λέμε εμείς. Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι στον κόσμο που εκείνη την ώρα κοιτάζουν τον ουρανό για να διαβάσουν κάτι.