Φορώντας το λευκό νυχτικό που δεν είχα ποτέ, βρέθηκα στη σιωπηλή αλέα του χειμερινού
μεσονυκτίου• χέρια και πόδια γυμνά, τα μάτια και τα χείλη μου εφιαλτικά παραδομένα στο
μαστίγωμα που έφερνε ο παγωμένος άνεμος κάθε λίγο. Τραβώντας με κείνο το άπιαστο,
άγνωστο χέρι του, κι από κάθε πτυχή, τα λυτά μαλλιά μου, μόνο για να με τιμωρήσει αμέσως
μετά, τυφλώνοντάς με στιγμιαία, έτσι όπως ελευθέρωνε τις μακριές μου τούφες, αφήνοντάς
τες να ραπίζουν με λύσσα τα δυο μου ανυπεράσπιστα, υγρά μάτια.
Τα δέντρα της οικεία ξεχασμένης λεωφόρου δεν με συνόδευσαν λεπτό στην προτετελεσμένη
μάχη μου• σαν σε θερινό λήθαργο, έμεναν ασυγκίνητα, ασάλευτα, αγέρωχα, όσο κάθε δική
μου σπιθαμή με εγκατέλειπε γρήγορα, γινόμενη ένα με τη χορογραφία του χειμώνα.
Μα δεν ήσαν μόνο οι φιγούρες των δέντρων ακίνητες μέσα στον ανάλγητο χιονιά• μήτε τα
παράθυρα κι οι πόρτες των αυλών γύρω μου υποτάχθηκαν στον φοβερό εκείνο άνεμο που
έμοιαζε πια με πληρωμένο εκτελεστή μου.
Κάποια μακρινά αλυχτίσματα, άξαφνοι θανατεροί δραπέτες της διαβολικής νύχτας, μονάχα κι
άλλο σκοτάδι κατάφεραν να φορτώσουν στην φοβισμένη μου ψυχή.
Ήξερα τότε πως θα πέθαινα εκεί, δίχως μνήμη, φωνή και λύπηση, ξένη για το σώμα που με
βασάνιζε τούτη τη στιγμή και για όποιον τον έφερνε η τύχη του εδώ, να με βρει και να με
θάψει.
Έτσι, νικημένα από τη γλυκιά απελπισία της γνώσης του τέλους, τα βήματά μου έπαψαν να
γυρεύουν πια την ελπίδα. Ξαπλωμένη, προσκάλεσα ανείπωτα τον ίδιο τον θάνατο,
νιώθοντας τώρα τα δάκρυά μου να γεννιούνται φοβισμένα μα να πεθαίνουν περήφανα στο
ταξίδι τους προς τη λευκή δαντέλα που κάλυπτε ακόμα τα στήθη μου.
Η φιλόξενη χλόη αγκάλιαζε νωχελικά το κορμί μου καμώνοντάς το λίγο λίγο, κομμάτι της, να
κρυφτώ από το κρύο και τον πόνο, να σωθώ. Νόμισα πως θα χανόμουν προτού προλάβω
να χαθώ για καλό, το χώμα όμως κάλυψε ακόμα και το λευκό νυχτικό.
Ήταν τόση η σιωπή τώρα, που σύντομα λαχτάρησα μια ασφαλή απόδραση από τη σωτηρία
μου• αν έμελλε να ζήσω φυλακισμένη στον τάφο μου, ο θάνατος θα έμοιαζε με ευκαιρία που
στερήθηκα. Βάλθηκα λοιπόν να παλεύω με τη γη, που τόσο με λυπήθηκε, μέχρι να
ελευθερωθώ από τα σωτήρια δεσμά της.
Δεν βρέθηκα όμως πίσω στον μαινόμενο εφιάλτη του βοριά. Τώρα, το ντυμένο με λευκή
δαντέλα χωμάτινο κορμί μου αιωρούνταν ξαφνιασμένο μέσα στο γαλήνιο γαλάζιο του βυθού.
Κι όσο το νερό χρωμάτιζε ξανά απ’ την αρχή κάθε σημείο μου ραντισμένο από τη γη, τα
μάτια μου έκλεισαν, γυρεύοντας καταφύγιο και παράδοση στο τέλειο σκοτάδι.
Ανεμώνες, σαν ανυπόμονες νεαρές ερωμένες, χάιδευαν ποτέ η μία ποτέ η άλλη το πρόσωπό
μου ώσπου να θυμηθώ πως λίγο πριν, βασίλειό μου υπήρξε ο βυθός. Όνειρο ή χέρι
ανθρώπινο στόλισε τώρα το κορμί μου με το κόκκινο των λουλουδιών; Μάταια αναζήτησα το
αλλοτινό μου ένδυμα, θα ήταν πια η λευκή ενθύμηση της υδάτινης παραμονής μου, κάπου
μοναχό του στην άβυσσο.
Ήταν τόσο επίμονο και παρακλητικό το κόκκινο χάδι των λουλουδιών που το γυμνό λευκό
του κορμιού μου, άμαθο μέχρι τότε στην υποψία ηδονής, υποχώρησε πρόθυμα. Τα
αμαρτωλά άνθη, σαν να το πρόσμεναν χρόνια, επιδόθηκαν σε μια θεία λατρευτική τελετή,
υμνώντας κάθε γνωστό και άγνωστο σημείο μου. Η μέχρι πρότινος βασανισμένη σάρκα μου
βίωνε τον παροξυσμό μιας ερωτικής έκστασης.
Στην ευπρόσδεκτα βίαιη αίσθηση μιας ξένης σάρκας που εισχωρούσε ξάφνου μέσα μου,
σάστισα• θέλησα να ανοίξω τα βλέφαρά μου μα φευ! Κάποια δύναμη παράξενη τα κρατούσε
προστατευμένα, φυλακισμένα στο σκοτάδι. Έπρεπε να εμπιστευτώ κάθε άλλη
παραμελημένη μου αίσθηση. Όσο η άγνωστη σάρκα έπλεε σαν περήφανο κατάρτι στον υγρό
μου χείμαρρο, η γλώσσα μου άρχισε να χαρτογραφεί την αντρική παρουσία που μού μάθαινε
την ωμότητα του έρωτα. Η γλυκιά δύναμη της δικής του γλώσσας με συνεπήρε και όλο μου
το είναι συγκεντρώθηκε στιγμιαία στην ακόρεστη πάλη που τελούνταν μέσα στα δυο μας
στόματα.
Συγχρονίζοντας τα χέρια μου, πέρασα τα δάχτυλά μου στα νωπά μαλλιά του και κράτησα με
τα υπόλοιπα τις δύο παλλόμενες γροθιές στις οποίες κατέληγε η πλάτη του. Έκανε κι εκείνος
το ίδιο, σαν να ερωτεύτηκε την παρόρμησή μου.
Η αλλοτινή γλυκιά παράδοσή μου στον θάνατο τώρα μετουσιώθηκε σε μια ζωώδη ανάγκη
υποταγής στην αρσενική ερωτική ισχύ, μια συνωμοτική συμφωνία του νου και του κορμιού
μου να αφεθώ
στη γλώσσα, τα χέρια και την σκληρή σάρκα του άγνωστου. Ίσως τον γνώριζα σε κάποιο
άλλο όνειρο, σε κάποιο παρελθόν που κανείς μας δεν θυμόταν πια. Η αλμύρα του
προσώπου του έσταζε σαν πρωτοβρόχι πάνω στα μισάνοιχτα χείλη και τα στήθη μου που
μόλις δέχονταν το φρενήρες άγγιγμά του.
Οι βραχείς αναστεναγμοί του έκαιγαν τους λοβούς των αυτιών μου όσο ο λαιμός μου εκούσια
γινόταν ένα με την παλάμη του μέχρι οι ανάσες μου να γίνουν κλεφτές και φευγαλέες.
Συνάμα, ο ρυθμός της φλεγόμενης σάρκας του έγινε πυρετώδης, κάνοντάς με να παραληρώ.
Βρισκόμενοι κι οι δύο στις παρυφές μιας αρχέγονης ικανοποίησης, ενώσαμε τα χείλη και τα
χέρια μας. Τα μάτια μου άνοιξαν μόνο για να δουν τα δικά του τη στιγμή που το είναι μας
κατακλύστηκε από την ηδονή του εαυτού μας και του άλλου.
Ο άνεμος ακούστηκε ξανά. Οι κόκκινες ανεμώνες, ξεριζωμένες, αργοπεθαίνουν
αιωρούμενες, ψιθυρίζοντας σε όποιον συναντήσουν για το όνειρο δύο ξένων που άνοιξαν τα
μάτια τους πριν προλάβουν να ξυπνήσουν.