ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

Οἱ ἀσημένιες σάλπιγγες στὸν Τροῦλλον ἀντηχῆσαν:
Ὁμοῦ τὸ πλῆθος καταγῆς γονάτισ’ ὅλον δέος:
Κι’ εἶδα στὸν τράχηλον ἀνδρῶν νὰ φέρεται μὲ κλέος
τῆς Ῥώμης ὁ Ἅγιος Κύριος, τρανὸς Θεὸς λὲς κι’ ἦταν.

Ἱερόπρεπος, ῥᾶσο λευκὸ πλέον τ’ ἀφροῦ φοροῦσε,
κι’ ἀπάνω, βασιλόπρεπος, πορφυροτυλιγμένος,
τιάρα χρυσῆ τρικόρωνη καὶ ὑψηλὴ ἐστεμμένος:
Ἐν μεγαλείῳ κι’ ἐν φωτὶ ὁ Πάπας προσπερνοῦσε.

Πίσω ἡ καρδιά μου γλίστρησε τῶν χρόνων τὰ ἔρμα πλάτη
σ’ Ἕναν γύρω ἀπὸ θάλασσα κλειστὴ ποὺ ἐπλανήθη,
κι’ ὅπου ματαίως γύρευε τόπους νὰ ἡσυχάζῃ:

«Λαγούμι ἔχ’ ἡ ἀλεπού, κάθε πουλὶ φωληάζει,
εἷς, μόνος, πρέπει νὰ γυρνῶ κι’ ὁ ἀναπαημὸς μ’ ἀρνήθη,
κι’ ἔχω τὰ πόδια μελανά, κρασὶ ἁρμυρὸ μὲ δάκρυ».

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΣΕ ΚΙΤΡΙΝΟ

Παμφορεῖο τὴν γέφυρα διασχίζει
κι’ ὡς πεταλοῦδα κίτρινη ἀργοπάει
καί, δῶ κι’ ἐκεῖ, διαβάτης ποὺ περνάει
μικρὸ μυγάκι ἀσύχαστο θυμίζει.

Οἱ μαοῦνες στοῖβες κίτρινο σανὸ
στὴν ἡσκιερὴ προβλῆτα ἔχουν ἀράξει,
καί, κίτρινο φουλάρι ἀπὸ μετάξι,
τὸ μουράγιο πούσι ἐκάλυψε κρουστό.

Τῶν φύλλων κίτρινων φθίσι σιμώνει
καὶ πετοῦν ἀπ’ τὶς πτελέες τοῦ ναοῦ,
καὶ ὁ Τάμεσης χλωρὸς μπρός μου ἰδοὺ
ῥαβδὶ ῥυτιδωτοῦ νεφρίτη ἁπλώνει.

SILENTIUM AMORIS

Καθὼς συχνὰ ἥλιος ὑπέρλαμπρος φλογώνει,
βιάζει τὸ κάτωχρο, ἀνθιστάμενο φεγγάρι
πίσω στ’ ἀσβολερό του σπήληο, πρὶν κἂν πάρῃ
μιὰν ἔστω μοναχὰ μπαλλάντ’ ἀπὸ τ’ ἀηδόνι,
ὅμοια στὸ κάλλος σου τὰ χείλη μου ἀστοχοῦνε,
παράφωνοι κι’ οἱ γλύκιστοι ψαλμοί μου ἠχοῦνε.

Κι’ ὅπως διασχίζοντας τὸν κάμπο σὰν αὐγίσῃ
μ’ ὁρμητικὰ φτερὰ ἀγέρας καταφτάνει
καὶ σπάει μὲ τὰ δριμειὰ φιλιά του τὸ καλάμι
τὸ μόνο του ὄργανο πό ’χε νὰ τραγουδίσῃ,
ὅμοια μ’ ἀργάζονται τ’ ἀμέρωτά μου πάθη
κι’ ἀπὸ περίσσια ἀγάπ’ ἡ ἀγάπη μου βουβάθη.

Ὅμως εἰς σὲ θαῤῥῶ τὰ μάτια μου ἐξηγοῦνε
γιατὶ σιωπῶ, κι’ ἄχορδο τὸ λαγοῦτο μένει;
Κάλλια νὰ χωριστοῦμ’ ἀλλιῶς, πορεία ξένη,
γιὰ χείλη ἐσὺ γλυκύτερα ποὺ μελῳδοῦνε,
κι’ ἐγὼ νὰ πιῶ ἀπ’ τῆς στέρφας θύμησης τὴν κοῦπα
ἀφίλητα φιλιά, τραγούδια ποὺ δὲν σοῦ ’πα.

ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ

(Στὸ πρωτότυπο τὸ μυθολογικὸ ὂν
εἶναι φαῦνος καὶ ὄχι ξωθιὰ ὅπως ἐδῶ)

Ἔξω ἀπ’ τ’ ἀτόφυου δάσους τὸ λυκόφως,
ὣς πέρα, στὴν αὐγὴ τοῦ λειβαδιοῦ,
μέλη ἀπὸ φίλντισι, καστανομμάτα,
θεᾶται ἡ ξωθιά μου, ἰδού!

Χοροπηδᾷ ἀπ’ τὶς λόχμες τραγουδῶντας,
χορεύει καὶ ὁ ἥσκιος της μαζί,
διχάζομαι, ποιὸ ἀχνάρι ν’ ἀκλουθήσω,
τὸν ἥσκιον ἢ τὴν μουσική!

Ὦ κυνηγέ, τὸν ἥσκιο της ν’ ἀγρεύσῃς!
Ὦ ἀηδόνα, σὺ ν’ ἀδράξῃς τὸν σκοπό!
Ἀλλιῶς ῥωτόπληκτος μὲ μουσικὴ καὶ τρέλα
ματαίως θὰ τὴν ἀναζητῶ!