Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ
Αγγελοστολισμένη μου, ποιος σού δωκε τη χάρη,
να σαϊττεύης τοις καρδιαίς δίχως να χης δοξάρι;
Α θέλης να μη σ’ αγαπώ, πες το των ομματιώ σου,
οπού με σαγιττεύουνε όταν περνώ απ’ εμπρός σου.
Ανάμεσα ‘ς τα φρύδια σου δίχτυ χρυσό ειν’ πλεγμένο,
κι’ όποιο πουλάκι κι’ αν διαβή, πιάνεται το καϊμένο.
Γλυκά γλυκά κυττάζεις, φαρμακερά χτυπάς
με δίστομο μαχαίρι εκείνον π’ άγαπάς.
Ο ποταμός σέρνει κλαδιά κ’ η θάλασσα καράβια,
κ’ η κόρη με τανάμπλεμα σέρνει τα παλληκάρια.
Ποιος είδε τέτοιον πόλεμο να πολεμούν τα μάτια,
χωρίς μαχαίρια και σπαθιά να γένουνται κομμάτια;
*********
ΠΟΘΟΙ
Α μ’ αγαπάς κ’ είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω,
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.
Δεν είναι κρίμα να διψώ κ’ η βρύση να είναι εμπρός μου,
νερό να μη μπορώ να πιω, μεγάλος ο καϊμός μου!
Να σου ‘ς τον κάμπο λεϊμονιά, εγώ ‘ς τα όρη χιόνι,
να λειώνω να ποτίζουνται οι δροσεροί σου κλώνοι.
Νά χα το σύννεφ’ άλογο και τάστρι χαλινάρι,
το φεγγαράκι της αυγής νά ρχουμου κάθε βράδυ.
Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι,
χωρίς αγάπη δε βαστούν κόρη και παλληκάρι.
Τα χείλη σου είναι ζάχαρη, το μάγουλό σου μήλο,
τα στήθη σου παράδεισο και το κορμί σου κρίνο.
Να φίλουνα τη ζάχαρη, να δάγκανα το μήλο,
ν’ άνοιγεν ο παράδεισος, ν’ αγκάλιαζα τον κρίνο.
***
ΠΑΙΝΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΤΙΚΗΣ
Απ’ όλα τά στρα τουρανού ένα είναι που σου μοιάζει,
ένα που βγαίνει το πουρνό, όταν γλυκοχαράζει.
Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει,
που στέκεις πάντας δροσερό κι’ ανθείς και λουλουδίζεις;
Μα συ σαι μια βασίλισσα, π’ όλον τον κόσμο ορίζεις,
σα θέλης παίρνεις τη ζωή, σα θέλης τη χαρίζεις.
Όντε σ’ εγέννα η μάννα σου, ο ήλιος εκατέβη
και σού δωκε την ομορφιά και πάλι μετανέβη.
Ποιος ήλιος λαμπερότατος σού δωκε την ανθάδα,
και ποια μηλιά, γλυκομηλιά, τη ροδοκοκκινάδα;
Σαν τι το θέλει η μάννα σου τη νύχτα το λυχνάρι,
οπόχει μέσ’ ‘ς το σπίτι της τ’ Αυγούστου το φεγγάρι.
***
ΚΟΡΗ ΠΟΥ ΛΑΜΠΕΙ
Εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά δεν πρέπει να είν’ φεγγάρι,
μόν’ πρέπει να ’ναι συννεφιά, να ’ναι βαθύ σκοτάδι,
γιατ’ έχω μια αγαπητικιά κι εκείνη είν’ το φεγγάρι,
π’ όντες προβάλλει να τη διω σκορπιέται το σκοτάδι.
Και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέγει:
Ήλιε μου, για έβγα για να βγω, για λάμψε για να λάμψω.
Έλαμψε ο ήλιος το ταχύ, μαραίνει τα χορτάρια,
πρόβαλε η κόρη π’ αγαπώ, μαραίνει παλικάρια·
φλογίζει νιους και καίγει οχτρούς, σκλαβώνει παλικάρια,
καίγει κι εμένα π’ αγαπώ μέσα στα φυλλοκάρδια.