ΕΠΙΜΕΤΡΟ

[σελίδες 93-102: Μικρά ποιήματα τῆς Ἀναστασίας Κόκκινου]

 

Τά μικρά ποιήματα πού ἀκολουθοῦν εἶναι ὀλιγόστιχα, σχεδόν ἐπιγραμματικά ποιήματα, μέ λακωνική συμπύκνωση. Καί ἐξηγοῦμαι: Κυριαρχεῖ ἡ ἀφαίρεση, ἡ αὐστηρή λεκτική λιτότητα, ἡ ἰσορροπία καί ἡ ἁρμονία τῶν στίχων. Ἀφαίρεση στήν τέχνη, γλυπτική, ζωγραφική καί στήν ποίηση εἶναι μιά σχηματοποίηση, ὅπως συμβαίνει, γιά παράδειγμα, στά κυκλαδικά εἰδώλια τῆς πρώιμης φάσης τοῦ κυκλαδικοῦ πολιτισμοῦ, ὅπου δίνεται ἕνα περίγραμμα τῆς ἀνθρώπινης μορφῆς, μέ ἁρμονικές ἀναλογίες μέ μοναδική κομψότητα καί χάρη.

Στά ποιήματα πού ἀκολουθοῦν, ὁ στίχος περνάει ἀπό ἕνα, ἄς ποῦμε, ξεκαθάρισμα ἀπό περιττά καί δευτερεύοντα στοιχεῖα. Μέ τήν ἀφαίρεση, στήν τέχνη, κάποτε μένουν τόσο λίγα λογικά ἤ φυσικά στοιχεῖα, ὥστε ἡ ἀφαίρεση νά μᾶς δίνει μιά σπάνια πνοή τοῦ πραγματικοῦ, ἄμεσο ἀντίκρυσμα μιᾶς ἀληθινῆς-αἰσθητῆς πραγματικότητας. Πρόκειται γιά μιά νοητική καί ψυχική ἁπλότητα, γιά ἐκλεπτυσμένα συναισθήματα, ἀλλά καί γιά κάποια σατιρικά γυμνάσματα, δοσμένα τόσο περιληπτικά, τόσο συμπυκνωμένα, μερικά μάλιστα μέ μιά ἀσυνήθη πλαστική εὐλυγισία. Κλείνουν διαλογισμούς καί σκέψεις τῆς ποιήτριας, σκέψεις εὐχάριστες, ἔξυπνες, πού μᾶς καταλαμβάνουν καί μᾶς χτυποῦν ὅλως ἀπρόοπτα, μέ μιά ρεαλιστική εὐστροφία. Ἕνας μικρός ἀστερισμός ἀπό ὀλιγόστιχα ποιήματα χτισμένα μέ χάρη ἀνάμεσα στίς καθημερινές συνομιλίες μας. Ρωτῆστε τα: γιατί πρόβαλαν ἀνάμεσά μας; Ἡ ἀπάντησή τους εἶναι ἡ ὀμορφιά τους.

 

****************************

Ἀπό τήν ποιητική συλλογή

Σημεῖα κι Ἐπιφάνειες

 

 

Συνάντηση

 

Ὑπῆρξα τυχερή ὡς φοιτήτρια.

Μπῆκα ἀπό τήν πόρτα μέ σπουδή

νά συναντήσω τόν κύριο Maxwell

τή στιγμή ἀκριβῶς πού μέ σπουδή

τόν ἔβγαζαν ἀπ’ τό παράθυρο.

 

 

Φταίχτης

 

Ἄν ἡ ἀδιαφορία τῶν χρηστῶν

σωριάσει κάποια μέρα τό γεφύρι,

γνωρίζω τί θά εἰπωθεῖ.

Πώς δέν ἔκανε σωστά τή δουλειά της

ἡ γυναίκα τοῦ πρωτομάστορα.

 

 

Ἄν

 

Ἄν δέν ἤσουν πηγή

θά ’χες μιά δικαιολογία

πού δίνεις τό νερό σου

μέ τό σταγονόμετρο.

 

 

Ὀρθοφροσύνη

 

Σέ φώναξα «Ἐλευθερία»

κι ἀφηνίασες.

Σ’  ἀρέσει μόνο τό «Ρούλα».

Ὀρθά.

Χτές ἀφηνίασε ἡ ρητορεία σου

καί κομμάτιασε τή λευτεριά.

 

 

 

 

Ἀπέξω

 

Μιλᾶς μ’  ἀπέραντο θαυμασμό

γιά τή συμμετρία τῆς σφαίρας.

Πάντα βρίσκεσαι ἀπέξω.

Καί ποτέ δέ σ’ ἔβαλαν στό κέντρο

νά σ’ ἀφανίζει αὐτή ἡ συμμετρία.

 

 

Κόπος

 

Ὥς πότε

θά σέ φονεύω

ἐλπίδα μου

καί θά ἐλπίζω

στήν ἔγερσή σου.

 

 

Ἰατρός

 

Ἴσως ὁ πλάγιος δεύτερος

ἐπουλώνει τά τραύματα

τίς μεταμεσονύκτιες ὧρες.

Τότε πού ἱκετεύουμε τήν Κλωθώ

κι ἡ Ἄτροπος ἰδιοποιεῖται τό ναό της.

 

 

Τιμωρός

 

Σχεδίαζα μόνο

ὁμόκεντρους κύκλους

κι ἔτσι δέ φάνηκε

οὔτ’ ἕνας μηνίσκος.

Ἡ σελήνη τιμωρεῖ

τούς αὐτοεγκλωβισμένους.

 

 

Θαῦμα

 

Ψηλάφισε τήν ἔλλειψη ὀφθαλμῶν

στή βυζαντινή τοιχογραφία

καί φύτεψε στίς κοιλότητες τῆς ἀσέβειας

δυό μαργαρίτες.

Τότε ὁ ἅγιος εἶπεν αὐτῶ·

ἀνάβλεψον·

ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.

 

 

Ἀνακύκληση

 

Τοῦτο τό γκρίζο τῶν Μετεώρων

δέν διαφέρει

ἀπ’ τό λευκό τῆς Σαντορίνης.

Ὁ προϊστορικός ἁρπιστής

κανοναρχεῖ

στίς ἀγρυπνίες τῶν γερόντων.

Τό χρῶμα ἀναβαπτίζεται

κάθε πού ἡ ματαιότητα ἡττᾶται.

 

 

 **************************************************************

Ἀπό τήν ποιητική συλλογή

Τό μέτωπο

 

 

Κι ὅλο δεξιωνόμαστε

Πεισιστρατίδες.

Πῶς μᾶς κακοθωριάζει

τούτη ἡ συρμή…

 

Κι οὔτ’ ἕνας ἁρμόδιος

ἤ, ἔστω, Ἁρμόδιος.

 

 

********

 

Βάσανο πού

νά μέ λυπᾶται ὁ Προμηθέας.

Κάθε φορά πού ἀποχτῶ

δική μου γλώσσα

τήν καταπίνω

θεληματικά.

 

 

 

Κι οὔτε ὑποψία μέθεξης

 

Πικρά τά χείλη

Καί τό ἀμύγδαλο

Πικρό τό δέντρο.

 

 

Δίλημμα

 

Ὅταν σπλαχνίζομαι τό δι-

κι ἀντιπαρέρχομαι τό -λημμα.

 

 

********

 

Στό ἐπιπλωμένο μου ἀδιέξοδο

μέ τό τραπέζι στρωμένο

περιμένω.

 

 

********

 

Πέθανε ἀπό δίψα

πλάι στήν πηγή.

Φοβόταν μή βραχεῖ

τό εὐαίσθητό της φόρεμα.

 

 

********

 

Οἱ ἄνθρωποι δέν ὀξύνονται.

Περισπῶνται.

 

 

Στρεψοδικία

 

Μάλιστα,

φόνεψε

τό γρύλλο τόν τραγουδιστή.

Τόν εἶχε ὅμως πρῶτα

ἐπαρκῶς

ἠχογραφήσει.

 

********

 

Γιά νά χτυπᾶ ἡ καρδιά της

κουρδίζει τό ρολόι.

 

********

 

Βαθαίνει

Ὅ,τι αἰθάνομαι

Πηγάδι

Καθρεφτίζομαι.

 

********

 

Τούτη ἡ ποδήρης αἴσθηση

οὐκ ἐᾷ με

ἑτοιμοπόλεμη

μήν ἔρθει ἡ ἀγάπη

καί τῆς παραδοθῶ ἀμαχητί.

 

********

 

Ψυχή μου,

 

δέν ψαρεύουνε πανιά

μέ ἰχθυοφόρα πλοῖα.

 

********

 

Κατάφερε

 

νά πάει ἐντέλει ἐκδρομή

στήν καθημερινή του πόλη.

 

 

***************************************

Ἀπό τήν ποιητική συλλογή

Μαθητεία

 

 

Κάνε μιά θάλασσα σπονδή

γιά μιά βροχῆς σταγόνα…

 

********

 

Κάποιος μου δρόμος χάθηκε

στό δρόμο.

 

********

 

Ἡ πυρκαγιά

 

μόλις πού σβήνεται πρίν τό φιλί

τῆς φορητῆς Γλυκοφιλούσας.

 

********

 

Ἐν τέλει ὁ τόπος

 

Γλυκός γλυκός παράδεισος

μέ μῆλα φορτωμένος.

 

********

 

Σφυρήλατον

 

Σφυρί σφυρί

καί μαλακώνει ὁ χρόνος.

 

********

 

Μυρμήγκι λειψό

καί τό σπόρι ἀβάσταχτο,

τί γύρεψα

τό χειμώνα

τί γύρευα.

 

********

 

(Μικρή) Ἐπανάσταση γραφειοκράτη

 

Δέν ἔγραψε σήμερα

τόν Κωνσταντίνο

Κων/νο.

 

********

 

Ν’ ἀπαγορεύεται

τοῦ χαρταετοῦ τό πέταγμα

πλήν Καθαρᾶς Δευτέρας

δέν δέχομαι

ν’ ἀπαγορεύεται τό πέταγμα

ἔστω, χαρταετοῦ…

 

 

Ρεμπέτικο τοῦ Ἀχέροντα

 

Νά ’ταν ὁ ὀβολός δεκάρα

γιά νά ξεφεύγει ὁ στεναγμός…

 

********

 

Χωριό μου,

 

τί σ’ ἀπόμεινε παρηγοριά στά χείλια…

Νά μείνει κάποιος ζωντανός

ν’ ἀνάβει τά καντήλια.                

 

 

 

 

 

Ὡρολόγιον, III

 

Ἑτοιμασία μεσημεριοῦ

 

Δυόσμου μυριστικό χρυσό

σέ μάνας χέρι βέρα.

 

 

 

Μικρές εἰκόνες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, I

 

Διάλεξε βάγια τόσο μικρά,

στήν ἀνάγκη

νά χωροῦν καί στήν τσέπη.

 

Κυριακή τῶν Βαΐων

 

 

Μικρό

 Τῆς κορούλας μου

 Κωνσταντίνας

 

Ἀνθοῦσα

πατοῦσα.

 

 

 

Μικρά ἀντίφωνα, IV

 

 

Ἕτοιμοι τώρα

 

ὅτι ὁ θερισμός πολύς

κι ὅσοι ἀγαπήθηκαν

δρεπανηφόροι.