
Οι ακτίνες του ασημένιου φεγγαριού
που στοίχειωσε τη σοφίτα μου
γρατσούνισαν μια απόκοσμη μελωδία
στις γρίλιες των παραθυρόφυλλων
που φυλακίζουν την ατομικότητά μου.
***
«Σήκω να παίξουμε . . .
Σήκω τεμπέλη . . . είμαι μόνη μου».
Μια βαριά οσμή από ροδοπέταλα σε pot pouri
πλημμυρίζει τον αέρα.
Γυρνώ πλευρό, όπως όλοι οι τεμπέληδες.
«Ξύπνα . . . Θέλω να παίξουμε».
***
«Ποιός είναι; Άσε με ήσυχο»
μονολογώ μαχμουρλίδικα.
Οι κοιμισμένες συνειδήσεις γυρνούν πάντα
την πλάτη τους στα όνειρα.
Ναι τα όνειρα, εκείνα τα μικρά παιδάκια
που μας οδηγούν στα μονοπάτια
των επιθυμιών και των φόβων μας.
***
Σηκώνομαι ζαλισμένος και απρόθυμος.
Οι παντόφλες άτσαλα αγκαλιάζουν τα βήματα μου
στον δρόμο για την ντουλάπα.
Εκεί με οδηγούσε η φωνούλα.
«Που είσαι; Τι θες;»
«Την ατυχία μου, όνειρο πάλι βλέπω».
***
Ανοίγω μηχανικά την πόρτα
της ντουλάπας από μαόνι σε στυλ Art Nouveau.
Μηχανικά σαν τις «αλήθειες» που συνηθίσαμε
και στραγγαλίζουνε
τις επιθυμίες και τα όνειρά μας.
***
«Έκπληξη!
Δεν ήξερα ότι υπάρχει κρύπτη εδώ μέσα!» αναρωτιέμαι.
«Στα όνειρα όλα συμβαίνουν» καταλήγω συμβατικά.
«Κατέβα από την ανεμόσκαλα»
ακούγεται πάλι η κοριτσίστικη φωνή.
«Είσαι μεγάλος μπελάς» της απαντώ.
***
Κατεβαίνω μετρώντας αντίστροφα τις μέρες μου
μέχρι τα παιδικά μου χρόνια.
Οι παντόφλες μου τρίζουν πάνω σε σπασμένα γυαλιά.
«Τι είναι αυτά;» αναρωτιέμαι φωναχτά.
Ένα μικρό ορειχάλκινο Εδουαρδιανό βατραχάκι press pappies
διαβρωμένο από την υγρασία της απόρριψης
με κοιτά στο μισοσκόταδο.
***
«Τα όνειρα κι οι προσδοκίες σου είναι που έγιναν θρύψαλα».
Μοιάζει να το είπε το μικρό άσχημο βατραχάκι.
Η απορία και η άρνηση
σφραγίζουν τα μάτια και τα αυτιά μου,
μα η καρδιά πεταρίζει.
***
Παντού δρύινες βιβλιοθήκες και ράφια από κέδρο
βαστάζουν γυάλινα βάζα αποθήκευσης.
Διακρίνω σπασμένες κούκλες και κλειδιά
να κολυμπούν σ’ ένα διάφανο υγρό.
Θολό σαν τις ψευδαισθήσεις.
Δοκιμαστικοί σωλήνες, φιαλίδια, σκόνες
και ακρωτηριασμένα μέλη άγνωστων ζώων.
Παράξενο μέρος. Σαν παλιό φαρμακείο μοιάζει.
***
Κάνω να ανοίξω ένα μυροδοχείο.
«Άστο είναι δηλητήριο. Λέγεται αλήθεια.
Δεν την αντέχουν όλοι, ούτε και εκείνη η κυρία
με την περγαμηνή, το φτερό χήνας
και το οξυδερκές βλέμμα
κάτω από την φλόγα της γνώσης.
Αντέχουν μόνο αυτοί που έκαναν την υπέρβαση.
Ζωγράφισαν στον καθρέφτη της ψυχής τους»
***
Ξαφνικά ακούγονται φωνές.
«Δεν θέλω. Μη. Γαργαλιέμαι.
Φτάνει πια. Δεν θέλω. Δεν είμαι αντικείμενο.
Που είναι η μαμά μου;».
Είναι η κοριτσίστικη φωνή που με καλούσε.
Δεν ξεχωρίζω αν παίζει ή ζητά βοήθεια.
Ίσως κι εκείνη να μην ξέρει.
Μοιάζει με τις τυφλές επιθυμίες
που τρεκλίζουν μεθυσμένες στα όρια του επιτρεπτού.
***
«Είσαι καλά;» ρωτάω μην ξέροντας αν θα πάρω απάντηση.
«Δεν ξέρω. Είμαι μπερδεμένη. Δεν νιώθω το πόδι μου.
Νιώθω σαν να μην γεννήθηκα –
σα να σταμάτησε ο χρόνος λίγο πριν γεννηθώ».
«Που είσαι επιτέλους;»
Το βατραχάκι που με συντρόφευε
πήδηξε ξάφνου σε ένα μαύρο κουτί
με τέσσερα μπρούντζινα χερούλια.
***
Το άνοιξα από περιέργεια.
Το νιαούρισμα μιας αόρατης γαλάζιας γάτας
Διέκοψε την προσήλωσή μου.
Μέσα στο κουτί βλέπω μια κούκλα με ένα πόδι.
Ένα κόκκινο σημάδι, σαν λεκές στεφανώνει την πληγή της.
Είναι ανάπηρη κρίμα.
***
Τα μάτια της με μαύρους κύκλους
φλερτάρουν με το κενό πάνω σ’ ένα παγωμένο ωχρό πρόσωπο.
Μοιάζουν να κοιτούν τους ωροδείκτες του μεγάλου ρολογιού.
Τέσσερις μετά τα μεσάνυχτα.
Η ώρα που τριβελίζουν το μυαλό τα παιδικά τραύματα.
***
«Ποιός είσαι συ;» ρωτάω το βατραχάκι.
«Η αυτοεκτίμησή σου» απαντά βραχνά
καταπίνοντας μια άτυχη μύγα.
« . . . και το κορίτσι ποιό είναι;»
«Η μισογεννημένη ανάπηρη αδερφή σου.
Σκάλωσε μεταξύ του εδώ και του εκεί. Την λυπάμαι».
Μια βελούδινη, λίγο βραχνή γυναικεία φωνή ακούστηκε.
***
Θαρρώ πως είδα την αντανάκλασή της στον καθρέφτη.
«Είναι τόσο όμορφη!» ψέλλισε ο αναστεναγμός μου
μουδιασμένος από μια αίσθηση οικειότητας και αποδοχής.
Πράσινα σμαραγδένια μάτια,
καστανοκόκκινα μαλλιά σε μπούκλες και ανείπωτη γοητεία
κοσμούν ένα πρόσωπο λίγο ανέκφραστο
σαν αυτά με την φυλακισμένη ευαισθησία
πίσω από μια εύθραυστη πορσελάνη.
***
«Εσύ ποιά είσαι; Υπάρχεις;» ρωτώ μαγνητισμένος.
«Η αδελφή σου, αν είχε γεννηθεί
Με δημιούργησαν . . .
με άφησαν στη μέση – μισοτελειωμένη.
Αυτή που αναζητάς τόσα χρόνια.
Την ψάχνεις στο πρόσωπο
μιας υπερρεαλιστικής απούσας μητέρας,
μιας απορριπτικής ερωμένης,
ακόμη και σε κενούς καθρέφτες».
Κάνω να την αγγίξω στον καθρέφτη
Εξαφανίστηκε. Μόνο σκόνη στα δάκτυλά μου.
***
Σαν τη ζωή μου στην ιστορία του κόσμου.
Σκόνη και θρύψαλα. Η ζωή που δεν έζησα.
Η αγάπη που δεν γνώρισα.
Σκληρή η ζωή.
Σκληρός κι ο πρωινός ήλιος
που βιάζει τα βλέφαρά μου και με χωρίζει
από την ονειρική μαγεία».
Οι Αλήθειες που συνηθίσαμε και στραγγαλίζουνε τις επιθυμίες μας και τα ονειρα μας..
Τα όνειρα και οι προσδοκίες που έγιναν θρύψαλα..
Όμορφο ποίημα, σαν μελαγχολικό όνειρο αυτογνωσίας..