Ἔχοντας δολοφονήσει τὸν γαμπρό του, ὁ Ὄρριν Μπρόουερ ἀπὸ τὸ Κεντάκυ διέφευγε τῆς δικαιοσύνης. Εἶχε δραπετεύσει ἀπὸ τὴν ἐπαρχιακὴ φυλακή, ὅπου ἐκρατεῖτο προφυλακισμένος ἀναμένοντας τὴν δίκη του, ἀφοῦ ἐξουδετέρωσε τὸν δεσμοφύλακά του μ’ ἕναν σιδερένιο λοστό, τοῦ ἔκλεψε τὰ κλειδιά, ἄνοιξε τὴν ἐξωτερικὴ πόρτα καὶ χύθηκε μέσα στὴν νύχτα. Ἐφ’ ὅσον ὁ δεσμοφύλακας ἦταν ἄοπλος, ὁ Μπρόουερ δὲν εἶχε στὴν κατοχή του κάποιο ὅπλο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ ὑπερασπιστῇ τὴν ἀνακτημένη ἐλευθερία του. Μόλις πέρασε τὰ ὅρια τῆς πόλεως εἶχε τὴν ἀπερίσκεπτην ἰδέα νὰ μπῇ σ’ ἕνα δάσος· τοῦτο συνέβη πολλὰ χρόνια πίσω, ὅταν ἡ περιοχὴ ἐκείνη ὑπῆρξε ἀγριώτερη ἀπ’ ὅσο εἶναι σήμερα.
Ἡ νύχτα ἦταν ἀρκετὰ σκοτεινή, δίχως ὁρατὸ φεγγάρι κι’ ἄστρα, καὶ καθὼς ὁ Μπρόουερ δὲν εἶχε κατοικήσει ποτέ του ἐκεῖ γύρω καὶ ἀγνοοῦσε τὴν διαμόρφωσι τῆς περιοχῆς, δὲν ἀπεῖχε, φυσιολογικά, πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ χαθῇ. Ἀδυνατοῦσε νὰ διαπιστώσῃ τὸ ἂν ἄφηνε ὁλοένα καὶ περισσότερο πίσω του τὴν πόλι ἢ ἐπέστρεφε σ’ αὐτήν, ἕνα ἐξαιρετικὰ κρίσιμο ζήτημα γιὰ τὸν Ὄρριν Μπρόουερ. Γνώριζε πὼς σὲ κάθε περίπτωσι μία ὁμάδα καταδιώξεως πολιτῶν συνοδείᾳ ἀγέλης σκύλων «Μπλάντχαουντ» θὰ βρισκόταν σύντομα στὰ χνάρια του καὶ πὼς οἱ πιθανότητές του νὰ δραπετεύσῃ φάνταζαν λιγοστές· ὅμως δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ βοηθήσῃ καὶ ὁ ἴδιος στὸ ἀνθρωποκυνηγητό του. Ἀκόμα καὶ μία ὥρα ἐπιπλέον ἐλευθερίας ἄξιζε τὸν κόπο.
Ξαφνικὰ βρέθηκε ἀκάλυπτος ἀπὸ τὸ δάσος μέσα σ’ ἕναν παληὸ δρόμο, κι’ ἐκεῖ μπροστά του εἶδε, ἀπροσδιόριστα, τὴν μορφὴ κάποιου ἄντρα, νὰ στέκῃ ἀκίνητος μέσα στὸ σκοτάδι. Πολὺ ἀργὰ γιὰ ὀπισθοχώρησι: ὁ δραπέτης διαισθάνθηκε, ὅπως ἐκ τῶν ὑστέρων ἐξήγησε, πὼς μὲ τὸ πρῶτο του πισωπάτημα πρὸς τὸ δάσος «θὰ γέμιζε μὲ σκάγια». Τὸ λοιπὸν οἱ δυό τους ἔστεκαν ἐκεῖ σὰν δέντρα. Ὁ Μπρόουερ κόντεψε νὰ πάθῃ ἀσφυξία ἀπὸ τὴν δραστηριότητα τῆς ἴδιας του τῆς καρδιᾶς· ὁ ἄλλος… τὰ συναισθήματα τοῦ ἄλλου δὲν εἶναι καταγεγραμμένα.
Μία στιγμὴ ἀργότερα, ἴσως καὶ νὰ εἶχε περάσει μιὰ ὥρα, τὸ φεγγάρι ἀρμένισε σ’ ἀσυγνέφιαστη κηλῖδα τ’ οὐρανοῦ καὶ ὁ κυνηγημένος ἄντρας εἶδε κείνη τὴν ὁρατὴ ἐνσάρκωσι τοῦ νόμου νὰ ὑψώνῃ τὸ χέρι καὶ νὰ δείχνῃ μὲ νόημα πρὸς καὶ πέραν αὐτοῦ. Ἐννόησε. Στρέφοντας τὴν πλάτη του στὸν κρατητή του βάδισε πειθήνια πρὸς τὴν ὑποδειχθεῖσα κατεύθυνσι, δίχως νὰ κοιτάζῃ μήτε δεξιὰ μήτε ἀριστερά· τολμῶντας μετὰ βίας ν’ ἀναπνέῃ, μὲ τὸ κεφάλι καὶ τὴν πλάτη του νὰ πονοῦν πραγματικὰ ἕνεκα τῆς προφητείας τῶν σκαγιῶν.
Ὁ Μπρόουερ ἦταν τόσο θαῤῥαλέος ἐγκληματίας ὅσο ἔζησε ποτὲ γιὰ νὰ κρεμαστῇ· τοῦτο καταδεικνύεται ἀπὸ τὶς συνθῆκες φοβεροῦ προσωπικοῦ κινδύνου ἐν μέσῳ τῶν ὁποίων δολοφόνησε ψυχρὰ τὸν γαμπρό του. Κρίνεται ἄσκοπο νὰ τὶς συσχετίσουμε ἐδῶ· δημοσιοποιήθηκαν στὴν δίκη του, καὶ ἡ ἀποκάλυψι τῆς ψυχραιμίας του κατὰ τὴν ἀντιμετώπισί τους κόντεψε νὰ τοῦ σώσῃ τὸν λαιμό. Ὅμως τί νὰ περιμένῃς; Ὅταν ἕνας γενναῖος ἄντρας ἔχῃ νικηθῆ, ὑποτάσσεται.
Ἔτσι συνέχισαν τὴν διαδρομή τους πρὸς τὴν φυλακὴ κατὰ μῆκος τοῦ παληοῦ δασικοῦ δρόμου. Μόνον μία φορὰ ὁ Μπρόουερ τόλμησε νὰ στρέψῃ τὸ κεφάλι του: μόλις μία, ὅταν προχώρησε σὲ βαθὺν ἥσκιο καὶ γνώριζε πὼς ὁ ἄλλος βρισκόταν ὑπὸ τὸ φεγγαρόφως, κοίταξε πρὸς τὰ πίσω. Ὁ ἄντρας ποὺ τὸν κρατοῦσε ἦταν ὁ Μπάρτον Ντάφ, ὁ δεσμοφύλακας, λευκὸς ὅσον ὁ θάνατος, καὶ ἔφερε πάνω στὸ μέτωπό του τὸ μπλάβο σημάδι τοῦ σιδερένιου λοστοῦ. Ἡ περιέργεια ἔπαψε νὰ τρώῃ τὸν Ὄρριν Μπρόουερ.
Τελικὰ εἰσῆλθαν στὴν πόλι, ἡ ὁποία ἦταν πάμφωτη, ὅμως ἔρημη· μόνον οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ παρέμεναν, καὶ εἶχαν μαζευτῆ ἀπὸ τοὺς δρόμους. Ὁ ἐγκληματίας συνέχισε τὸν δρόμο του ἴσια πρὸς τὴν φυλακή. Βάδισε ἴσια ἐπάνω στὴν κεντρικὴν εἴσοδο, ἅπλωσε τὸ χέρι του στὸ πόμολο τῆς βαρειᾶς σιδερένιας πόρτας, τὴν ἔσπρωξε ν’ ἀνοίξῃ δίχως ἔλεγχο, εἰσῆλθε καὶ βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ μισὴ ντουζῖνα ὡπλισμένων ἀντρῶν. Κατόπιν γύρισε. Οὐδεὶς τὸν ἀκολουθοῦσε.
Ἐπάνω σ’ ἕνα τραπέζι τοῦ διαδρόμου κειτόταν τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Μπάρτον Ντάφ.
Μια αποκάλυψη ο Ambrose Bierce. Για όσους, φυσικά, δεν τον γνωρίζουν ήδη. Αλλά, χωρίς τη γοητευτική απόδοση του κειμένου στα ελληνικά από τον κ. Σαρρή, σίγουρα η αποκάλυψη δεν θα ήταν η ίδια.