
Το σπίτι
Ας ανεγερθεί το σπίτι πρώτα.
Μ’ ασβεστωμένους τοίχους κατάλευκους
σαν το φόρεμα της Έμιλι Ντίκινσον.
Με κάγκελα ψηλά, μαύρο μαντέμι λαμπερό
σαν της προγιαγιάς μου το τσεμπέρι
εκεί, στις εκβολές του Αλιάκμονα.
Μ’ έναν κισσό αναρριχώμενο
σαν θλίψη αναρριχώμενη σε γέλιο βαθύ.
Παράθυρα να μην υπάρχουν.
Ίσως κάπου, κάτω χαμηλά, σε μια γωνιά
ξεχασμένη, μια μικρή πορτούλα σκύλου
ίσα που να χωρά κεφάλι ανθρώπου
ν’ αντικρίζει μια στιγμή το φως
και να μαζεύεται πάλι μέσα.
Ας ανεγερθεί το σπίτι πρώτα.
Θα βρεθεί ύστερα κι ο Ποιητής
να τ’ αγοράσει.
Απολογισμός
Στην πρώτη γέννα
έβαλα όλη μου τη μαεστρία.
Λεξούλα και βήμα,
Λεξούλα και βήμα.
Φώτιζα αξίες –
της ανεμελιάς και της πίστης
Της αθωότητας της σύνεσης της θαλπωρής
ελπιδοφόρα μπιμπερό
κουφετάκια ευαισθησίας.
Στο δεύτερο για λίγο λάκισα.
Το φως του νου τρεμόπαιξε –
δεν ήταν σιωπή
Βόμβος ήταν.
Δεν έθετα το καλό παράδειγμα,
σκεφτόμουν πολύ.
Λεχώνα προσμένουσα
την πειθαρχία εμμονικά.
Και τα παιδιά ρωτούσαν πού πηγαίναμε.
Με λένε Ποίηση.
Είμαι μια μάνα μόνη
κι αναζητώ τη νιότη των παιδιών μου.
Πάει καιρός
Το λεωφορείο πέρασε
με μια ανοιχτή στροφή
πρώτα απ’ την αριστερή, ύστερα από τη μεσαία
και κατέληξε στη δεξιά λωρίδα.
Έκανε μερικές στάσεις σύντομες
γνώρισε δυο-τρεις καινούριους
αποχαιρέτησε δυο-τρεις παλιούς
φρέναρε απότομα σ’ ένα φανάρι
μ’ έναν ελιγμό απέφυγε τον κίνδυνο
κι έφτασε κάποια στιγμή
στο αμαξοστάσιο. Έσβησε τα φώτα
να μην βλέπεται, έσβησε τη μηχανή
να μην ακούγεται, και σκέφτηκε:
Πάει καιρός
από τότε που οι μέρες
ήξεραν πού ν’ αναζητήσουν
τον δικό τους τροχονόμο.